Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

ΑΒΒΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΤΟΜΟΣ Β



Ἀββᾶ Κασσιανοῦ Τόμος B΄

 Συνομιλίες μέ τούς
Πατέρες τῆς ἐρήμου
Ὁ Ἀββάς Κασσιανός καταγράφει τή σοφή διδα σκαλία καί τήν ἅγια βιοτή τῶν ἐρημιτῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα, ὅπως τή γνώρισε κατά τήν πολυετή παραμονή του στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης.
Ἕνα μνημειῶδες καί ἀνέκδοτο μέχρι σήμερα ἔργο, δοσμένο στήν νεοελληνική καί συνοδευμένο μέ ἐκτενή εἰσαγωγή, πλούσια βιβλιογραφία καί ἀναλυτικούς πίνακες.
Α´ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΙΩΣΗΦ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΙΑ
Κεφάλαιο 1· Πρώτη συνάντηση μέ τόν ἀββά ᾿Ιωσήφ.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· ῾Ο πολυσέβαστος ἀββάς ᾿Ιωσήφ, τοῦ ὁποίου τίς διδαχές καί τίς ὑποθῆκες θά ἀναπτύξω εὐθύς ἀμέσως, ἦταν ἕνας ἀπό τούς τρεῖς Γέροντες πού ἀνέφερα σέ κάποια ἄλλη «Συνομιλία».
῾Ο ἀββάς ᾿Ιωσήφ ἦταν ἀπόγονος ἐπιφανοῦς οἰκογένειας καί διακεκριμένος πο- λίτης τῆς πόλεως Θμούεως, τῆς γενέτειράς του, στήν Αἴγυπτο. ῏Ηταν ἄριστα ἐκπαι- δευμένος καί κατεῖχε ἐκτός ἀπό τήν μητρική του γλώσσα καί τήν ἑλληνική. Τή γνώριζε μάλιστα τόσο καλά, ὥστε ὅταν συνομιλοῦσε μαζί μας, ἀλλά καί μέ κάθε ἄλλο ξένο πού ἀγνοοῦσε τήν κοπτική γλώσσα, μποροῦσε νά τή χειρισθεῖ ἄνετα καί νά ἐκφρασθεῖ σ᾿ αὐτή μέ πολλή ἀκρίβεια. Γι᾿ αὐτό δέν ἦταν ἀναγκασμένος νά ζητάει, ὅπως οἱ ἄλλοι μοναχοί, τή βοήθεια κάποιου μεταφραστῆ.
῾Ο Γέροντας ἀντιλήφθηκε ἀμέσως τόν πόθο πού εἴχαμε γιά νά ἀκούσουμε τίς διδαχές του καί ἀνταποκρίθηκε πρόθυμα στήν ἐπιθυμία μας. Τό πρῶτο πού ζήτησε νά μάθει ἦταν ἄν εἴμασταν ἀδέλφια. Τοῦ ἀπαντήσαμε πώς, ναί, πράγματι ἤμασταν ἀδέλφια, ἀλλά ὄχι «κατά σάρκα», ἀλλά «κατά πνεῦμα» καί ὅτι ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποταγῆς μας ἤμασταν ἀχώριστοι φίλοι καί εἴχαμε μαζί ἐπιχειρήσει αὐτό τό μακρύ ταξίδι. Σκοπός μας, τοῦ εἴπαμε, εἶναι νά προοδεύσουμε πνευματικά καί νά ἐνταχθοῦμε στό στρατό τοῦ ἐπουράνιου Βασιλιᾶ, στή μοναχική δηλαδή τάξη πού ἀσκεῖται στήν ἔρημο παρά σ᾿ ἐκείνη τῶν κοινοβίων. Τότε ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε·
Κεφάλαιο 2· Λόγος τοῦ Γέροντα γιά τίς παροδικές φιλικές σχέσεις.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· ῾Υπάρχουν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πολλά εἴδη φιλίας καί δεσμῶν.
Πολλούς τούς ἔκανε ἀρχικά γνώριμους μιά ἁπλή συνάντηση καί ἀπό τότε ἀνέπτυξαν στενές φιλικές σχέσεις. Κάποιοι ἄλλοι συνδέθηκαν ἀνταλλάσσοντας ἀγαθά ἤ κάνοντας κάποια ἀγοραπωλησία. ῎Αλλοι δέθηκαν μέ στενή φιλία, ἐξαιτίας τῆς ὁμοιότητας καί τῶν κοινῶν χαρακτηρολογικῶν στοιχείων πού ὑπῆρχαν μεταξύ τους. Μερικοί, γιά παράδειγμα, δημιούργησαν ἐμπορικές σχέσεις ἤ γνωρίσθηκαν σέ κάποια συντεχνία ἤ ἀκόμα καί στίς σπουδές τους. Αὐτή ἡ συνύρπαξη ἤ ἡ συνεργασία μπορεῖ νά φέρει καί στίς δύο πλευρές τόση ψυχική ἐγγύτητα καί ζεστασιά, ὥστε νά κάνει νά μαλακώσουν ἀκόμη καί οἱ πιό σκληρές καρδιές. Πολλές φορές ἀκόμα καί οἱ ληστές, πού ζοῦν σάν τ᾿ ἀγρίμια μέσα στά βουνά καί στά δάση καί βρίσκουν εὐχαρίστηση ὅταν χύνεται ἀνθρώπινο αἷμα, ἀφοσιώνονται καί ἀγαποῦν τούς συνεργούς τους στά ἐγκλήματα.
῾Υπάρχει ἀκόμα ἕνα ἄλλο εἶδος ἀγάπης, πού προέρχεται ἀπό τό φυσικό ἔνστικτο καί ἀπό τή συγγένεια αἵματος. Εἶναι ὁ δεσμός πού μᾶς δένει μέ τά μέλη τῆς οἰκογένειάς μας, μέ τόν σύζυγο ἤ τή σύζυγο. Αὐτό δέν τό συναντοῦμε μόνο στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί σ᾿ ὅλα τά ζῶα καί στά πουλιά, στά ὁποῖα ἡ φυσική καί στοργική ἀγάπη τους τά ὠθεῖ στό νά προστατεύουν καί νά ὑπερασπίζουν τή φωλιά τους ἤ τά μικρά τους. Κι αὐτό μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου πού νά θέτουν τόν ἑαυτό τους σέ κίνδυνο ἤ ἀκόμη καί νά ὁδηγοῦνται στό θάνατο γιά χάρη τους. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ ὅλα τά εἴδη τῶν ἄγριων ζώων, τῶν ἑρπετῶν ἤ τῶν ἁρπακτικῶν πουλιῶν. Αὐτά τά ζῶα, ὅπως, γιά παράδειγμα, τόν βασιλίσκο, τόν ρινόκερο καί τόν γύπα, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπόφορης ἀγριότητάς τους ἤ τοῦ θανατηφόρου δηλητηρίου τους, τά ἀποφεύγουν ὅλοι, ἀφοῦ καί μόνο ἡ θέα τους, δημιουργεῖ στόν καθένα αἰσθήματα ἀποστροφῆς. Αὐτά τά ἴδια ὅμως δέν παύουν νά ζοῦν εἰρηνικά καί νά εἶναι ἀγαπημένα μεταξύ τους, χωρίς νά βλάπτει τό ἕνα τό ἄλλο. Κι αὐτό ἀσφαλῶς συμβαίνει ἐξαιτίας τῆς κοινῆς καταγωγῆς τους καί τοῦ δεσμοῦ πού προκύπτει ἀπ᾿ αὐτήν.
῞Ομως ὅλα αὐτά τά εἴδη ἀγάπης πού ἀνέφερα, τά ὁποῖα συναντῶνται ἀνάμεσα καί στούς καλούς καί στούς κακούς, ἀκόμα καί στά ἄγρια ζῶα καί στά ἑρπετά, εἶναι βέβαιο ὅτι δέν μποροῦν νά διατηρηθοῦν μέχρι τέλους. Συχνά διακόπτονται καί ἀτονοῦν λόγω τῆς ἀπόστασης, τῆς λήθης πού φέρνει ὁ χρόνος, τῆς λήξης μιᾶς προφορικῆς συμφωνίας ἤ τῆς διεκπεραίωσης μιᾶς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς. Καί γενικά αὐτά τελειώνουν, ὅταν πάψουν νά ὑπάρχουν λόγοι συμφερόντων. ῾Ο σύνδεσμος τῆς ἀγάπης πού συνήθως προκύπτει ἀπό δεσμούς πού εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἐπιθυμία τοῦ κέρδους, ἤ ἀπό τό πάθος, ἤ καί ἀπό τή συγγένεια, δέν ἀντέχουν στό χρόνο καί εὔκολα διαλύονται.
Κεφάλαιο 3· Πῶς θεμελιώνεται σταθερά μιά φιλική σχέση.
᾿Ανάμεσα στίς ποικιλόμορφες φιλικές σχέσεις πού συνάπτονται μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπάρχει μόνο ἑνός εἴδους φιλία, ἡ ὁποία ποτέ δέν κινδυνεύει νά διαλυθεῖ. ῾Η σχέση αὐτή δέν εἶναι βασισμένη στίς καλές συστάσεις πού ἔχει κανείς γιά κάποιο πρόσωπο ἤ στίς περιστατικές γνωριμίες καί στίς κοινές συμφωνίες, οὔτε πάλι ἔχει συναισθηματική βάση. ᾿Αλλά εἶναι ἡ φιλία ἐκείνη πού ἑδραιώνεται καί συντηρεῖται, ὅπου ὑπάρχουν κοινά ἐνδιαφέροντα καί ἀρετές. Αὐτή τή φιλία τή θεωρῶ γνήσια καί πραγματική. Φιλία, πού κανένα ἀπρόοπτο γεγονός δέν μπορεῖ νά τή διαταράξει. Αὐτή τή σχέση οὔτε ἡ ἀπόσταση μπορεῖ νά τήν διακόψει, οὔτε ὁ χρόνος εἶναι ἱκανός νά τήν ἀπαλείψει, ἀλλά οὔτε καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ θάνατος δέν κατορθώνει νά τή διαλύσει. Σ᾿ αὐτή τή σχέση ὑπάρχει ἡ ἀληθινή καί ἀδιάσπαστη ἀγάπη, ἡ ὁποία αὐξάνει μέ τήν τελειότητα καί τήν ἀρετή πού εἶναι ἰσόβαθμη καί στούς δύο φίλους. ῞Οταν αὐτός ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης ἑδραιωθεῖ, ποτέ πλέον δέν κόβεται οὔτε ἀτονεῖ ἀπό τή διαφορετικότητα τῶν χαρακτήρων οὔτε ἀποδυναμώ- νεται ἀπό τίς ἀντίρροπες ἐπιθυμίες καί τά θελήματα.
῎Εχουμε γνωρίσει ἀσφαλῶς πολλούς πού συνδέθηκαν μ᾿ αὐτό τό τρόπο, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἄν καί ξεκίνησαν βασισμένοι στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί δημιούρ- γησαν τήν πιό θερμή φιλία, ἐντούτοις δέν μπόρεσαν νά διατηρήσουν αὐτή τή σχέση συνεχή καί ἀδιάπτωτη. Τό ξεκίνημα τῆς σχέσης τους ἦταν ἀσφαλῶς καλό, ἀλλά δέν ἔδειξαν στήν πορεία ἰσόβαθμο ζῆλο, ὥστε νά παραμείνουν σταθεροί στό στόχο τους. ῾Η φιλία τους ἦταν ἀπό ἐκεῖνες τίς σχέσεις πού δέν διαρκοῦν γιά πολύ χρόνο· γιατί, τήν ἀγάπη τους δέν τήν ἔτρεφε καί δέν τήν συντηροῦσε ἡ ἀρετή καί τῶν δύο προσώπων, ἀλλά τήν κρατοῦσε ζωντανή ἡ ὑπομονή καί ἡ ταπείνωση τοῦ ἑνός.
Μιά τέτοια φιλία, ὅσο μεγαλόψυχη καί ἀκούραστη κι ἄν δείχνει, ὅμως, μέ τό νά τή διατηρεῖ μόνο ὁ ἕνας μέ τήν ὑπομονή του, εἶναι καταδικασμένη νά διαλυθεῖ. Κι αὐτό, ἐξαιτίας τῆς μικροψυχίας τοῦ ἄλλου. Γιατί, ὅσο κι ἄν ὑπομένουν οἱ δυνατοί μέ ζῆλο καί σταθερότητα τίς ἀκαταστασίες τῶν ἀδυνάτων –οἱ ὁποῖοι ὅμως ὁραματί- ζονται τήν τελειότητα, χωρίς ὅμως νά καταβάλουν γι᾿ αὐτό κανένα τίμημα– δέν θά φθάσουν ποτέ στήν τέλεια ἀγάπη. Γιατί τελικά, οἱ ἀδύναμοι δέν θά μπορέσουν νά ἀντέξουν αὐτή τή σχέση. Κατά συνέπεια οἱ αἰτίες τῆς ταραχῆς, πού δέν θά τούς ἐπιτρέψουν νά παραμείνουν εἰρηνικοί καί ἀγαπημένοι, βρίσκονται μέσα στό βάθος τῆς δικῆς τους καρδιᾶς.
Αὐτό παρατηροῦμε ὅτι συμβαίνει καί σέ ἐκείνους πού ὑποφέρουν ἀπό κάποια σωματική ἀσθένεια. Αὐτοί ἀποδίδουν τήν ἀποστροφή τους πρός τά φαγητά, στήν ἀμέλεια τῶν μαγείρων ἤ τῶν διακονητῶν τους, ἐνῶ αὐτή ὀφείλεται ἀποκλειστικά στήν ἀρρώστια τους. ῞Οσο λοιπόν, κι ἄν φροντίσει κανείς αὐτούς τούς ἀνθρώπους, αὐτοί δέν θά παύσουν νά καταλογίζουν στούς ὑγιεῖς τήν αἰτία τῆς ἀνορεξίας τους. Κι αὐτό γιατί καθόλου δέν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτή βρίσκεται μέσα τους καί ὅτι ὀφείλεται στήν κακή κατάσταση τῆς ὑγείας τους.
Γι᾿ αὐτό τό λόγο, ὅπως εἶπα, ὁ δεσμός τῆς πιστῆς καί ἄρρηκτης φιλίας βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ὅπου βασιλεύει ἡ ἀρετή. Διότι, «ὁ Θεός σ᾿ αὐτούς πού εἶναι ἔρημοι, χωρίς φίλο, τούς δίνει σπίτι καί οἰκογένεια» (Ψαλμ. 67, 7). ῾Η ἀγάπη δέν μπορεῖ νά διατηρη- θεῖ ἀδιάπτωτη παρά μόνο μεταξύ ἐκείνων πού ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό, τήν ἴδια θέληση καί πού συμφωνοῦν ἤ ἀρνοῦνται μέ ὁμογνωμία κάποια πράγματα.
῎Αν ἐπιθυμεῖτε κι ἐσεῖς, νά διατηρήσετε τή φιλία ζωντανή καί μόνιμη, ἀγωνι- σθεῖτε νά ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τά πάθη σας καί νά νεκρώσετε τά θελήματά σας. Κατόπιν, ἔχοντας τόν ἴδιο σκοπό καί στόχο, ζεῖστε μέ ἀνδρεῖο φρόνημα. Νά οἰκοδο- μεῖσθε μέ δεσμούς ἀδελφικούς, νά ἀναστρέφεσθε μέ τήν ἀγάπη ἐκείνη, τήν ὁποία ἐξυμνώντας εὐφρόσυνα ὁ Προφήτης ἔλεγε· «Πόσο ὡραῖο εἶναι, πόσο εὐχάριστο, νά κατοικοῦν μαζί οἱ ἀδελφοί!» (Ψαλμ. 132, 1). Καί δέν ἐννοεῖ ἀσφαλῶς ὁ Προφήτης τήν ὀμορφιά τοῦ τόπου τῆς διαμονῆς, ἀλλά τήν εὐφροσύνη πού χαρίζει ἡ ταυτότητα τοῦ πνεύματος.
Πράγματι, δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε τό νά εἴμαστε ἑνωμένοι, τό νά ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη, καί νά ἔχουμε διαφορετικό τρόπο ζωῆς καί διαφορετικές ἐπιδιώξεις. ᾿Αντίθετα, ἐκείνους πού στηρίζονται στόν κοινό ἀγώνα γιά τήν ἀρετή, δέν τούς χωρίζουν οἱ τόποι καί οἱ ἀποστάσεις. Οἱ κοινοί στόχοι καί οἱ πνευματικές ἐπιδιώξεις συγκροτοῦν τήν ἀδελφοσύνη καί ὄχι ἡ συγκατοίκηση καί ἡ παραμονή στόν ἴδιο τόπο. Γι᾿ αὐτό καί ἡ εἰρήνη ποτέ δέν μπορεῖ νά παραμείνει ἀκύμαντη, ὅπου ὑπάρχουν ἀντίθετες ροπές καί ἐμμονή στά θελήματα.
Κεφάλαιο 4· Πρέπει νά ἐκτελοῦμε κάποιο ὠφέλιμο ἔργο, ἄν δέν συμφωνεῖ μ᾿ αὐτό ὁ ἀδελφός μας;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Πολλές φορές ὅμως, ᾿Αββά, ὁ ἕνας ἀπό τούς φίλους ἐπιθυ- μεῖ νά κάνει κάτι πού τό θεωρεῖ καλό καί σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ἄλλος δέν συμφωνεῖ καθόλου μ᾿ αὐτή τήν ἐνέργεια. Θά πρέπει τότε νά ἐκτελέσει ἐκεῖνος τό σχέδιό του, ἀδιαφορώντας γιά τήν ἐπιθυμία τοῦ ἀδελφοῦ του, ἤ εἶναι καλύτερα νά τό ἐγκαταλείψει γιά νά μή λυπήσει τόν ἀδελφό του;
Κεφάλαιο 5· ῾Η σταθερή φιλία δέν ὑφίσταται οὔτε μπορεῖ νά διατηρηθεῖ παρά μόνο μεταξύ τῶν τελείων.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς εἶπα πώς τό χάρισμα τῆς φιλίας δέν θά μπο -ροῦσε ποτέ νά παραμείνει ὁλοκληρωμένο καί ἀδιασάλευτο παρά μόνο μεταξύ τῶν τελείων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ἐξίσου γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἀρετῆς. Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν κοινή θέληση καί σκοπό, δέν ἀνέχονται ποτέ νά ἀντιδικοῦν οὔτε καί στό ἐλάχιστο. Αὐτό ἰσχύει, ἀκόμα καί γιά θέματα πού ἀφοροῦν τήν πρόοδο στήν πνευματική ζωή. ῎Αν οἱ φίλοι ἀρχίζουν νά φιλονικοῦν καί νά ἐκφράζονται μέ ἐμπάθεια, εἶναι φανερό –μέ βάση ὅσα μέχρι τώρα ἔχουμε πεῖ– ὅτι οἱ καρδιές τους δέν ἦταν ποτέ πραγματικά ἑνωμένες.
Στήν ἀρχή τῆς πορείας μας ὅμως δέν διαθέτουμε τήν τελειότητα. Θά πρέπει νά ξεκινήσει κανείς ἀπό τή βάση. Θά πρέπει δηλαδή νά θέσει πρῶτα–πρῶτα τά θεμέλια. Μή ζητᾶτε λοιπόν νά μάθετε τί εἶναι ἡ ὁλοκληρωμένη φιλία, ἀλλά πῶς θά κατορθώσετε νά τή φθάσετε. Γι᾿ αὐτό θά πρέπει στήν ἀρχή νά ποῦμε δυό λόγια γιά τόν τρόπο πού θά πρέπει νά ἐργασθεῖτε, ὥστε νά ὁλοκληρώσετε αὐτό τό σκοπό. Εἶναι ἀπαραίτητο, μ᾿ ἄλλα λόγια, νά σᾶς ἀνοίξω ἕνα μονοπάτι, στό ὁποῖο θά βαδίσετε μέ ἀσφάλεια, ὥστε νά μπορέσετε νά ἀποκτήσετε εὐκολότερα τό ἀγαθό τῆς ὑπομονῆς καί τῆς εἰρήνης.
Κεφάλαιο 6· Πῶς μπορεῖ νά διατηρηθεῖ ἀδιάσπαστη ἡ ἑνότητα καί ἀδιάσειστη ἡ ἀγάπη.
Τό πρῶτο θεμέλιο τῆς ἀληθινῆς φιλίας εἶναι ἡ περιφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἀγα- θῶν καί ἡ ἐγκατάλειψη κάθε ἰδιοκτησίας. Θά ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἀστοχία καί ἡ ἄκρα ἀσέβεια, ἐνῶ ἔχουμε ἀπαρνηθεῖ τήν ματαιότητα τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί ὅ,τι αὐτή περικλείει, νά προτιμήσουμε τά εὐτελή προσωπικά μας ἀντικείμενα, δηλαδή νά ἐπιλέξουμε νά διατηρήσουμε τήν ἰδιοκτησία μας, σέ βάρος τῆς ἀνεκτίμητης ἀγάπης τοῦ ἀδελφοῦ μας.
Στή συνέχεια θά πρέπει καθένας μας νά κόψει τό δικό του θέλημα ἀπό φόβο μήπως, κρίνοντας τόν ἑαυτό του ἐξυπνότερο καί συνετότερο, προτιμήσει τή δική του γνώμη ἀπό αὐτή τοῦ ἀδελφοῦ του.
Τό τρίτο πράγμα, τό ὁποῖο θά πρέπει νά μᾶς γίνει βεβαιότητα εἶναι ὅτι ὅλα, ἀκόμη καί τά πλέον χρήσιμα καί ἀπαραίτητα στή ζωή, εἶναι λιγότερης ἀξίας καί σημασίας μπροστά στό ὕψιστο ἀγαθό τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης.
Τέταρτη ἐπιδίωξή μας θά πρέπει νά εἶναι τό νά πιστέψουμε πώς γιά καμμιά ἀπολύτως αἰτία, δίκαιη ἤ ἄδικη, δέν ἐπιτρέπεται νά ὀργιζόμαστε.
῾Η πέμπτη φροντίδα μας θά πρέπει νά ἐπικεντρωθεῖ στό νά προσπαθήσουμε νά θεραπεύσουμε τό θυμό πού ἔχει ὁ ἀδελφός μας ἐναντίον μας, ἔστω καί ἄν αὐτός εἶναι ἐντελῶς ἄδικος. Νά τό κάνουμε μάλιστα μέ τόση προθυμία καί ζῆλο, ὅση ἀντίστοιχα θά δείχναμε ἄν ἤμασταν ἐμεῖς στή θέση του. ῎Αν δέν ἀναζητήσουμε, μέ ὅ,τι μέσο μποροῦμε, τρόπους γιά νά ἐξαλείψουμε τήν ταραχή ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ μας, τότε θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τό πάθος του αὐτό θά ζημιώσει καί τή δική μας ψυχή. Θά ἀναστατωθοῦμε δηλαδή τόσο, σάν νά ἤμασταν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ πάθους τοῦ θυμοῦ.
Τό τελευταῖο, πού θανατώνει ἀναμφίβολα ὅλα τά ἄλλα πάθη, εἶναι τό νά συλλογιζόμαστε ἀδιάλειπτα πώς ἀνά πᾶσα στιγμή μπορεῖ νά φύγουμε ἀπ᾿ αὐτή τή ζωή. ῾Η «μνήμη τοῦ θανάτου» δέν θά ἐπιτρέψει νά παραμείνει στήν καρδιά μας οὔτε κάν ἡ σκιά καί τῆς ἐλάχιστης θλίψης. Αὐτή ἡ εὐεργετική «μνήμη» θά καταπνίξει κάθε ἐμπαθή κίνηση καί κάθε κακή ἐπιθυμία.
῎Αν κρατήσουμε σταθερά αὐτές τίς ἀρχές, δέν θά ὀργισθοῦμε οὔτε ποτέ θά προκαλέσουμε στούς ἄλλους τήν πίκρα πού φέρνει ἡ ὀργή καί ἡ διχόνοια. ῎Αν, ἀντίθετα, ξεφύγει κανείς ἀπ᾿ αὐτές τίς ράγες, τότε ὁ ἐχθρός τῆς ἀγάπης θά χύσει ἀνεπαίσθητα μέσα στίς καρδιές τῶν φίλων τό φαρμάκι τῆς θλίψης. ῎Ετσι, διαφωνία στή διαφωνία, ἡ ἀγάπη λίγο-λίγο θά ψυχραίνεται καί τελικά οἱ καρδιές– ἐφόσον ἤδη ἀπό πολύ καιρό εἶναι πληγωμένες– θά σκληρυνθοῦν καί θά χωρίσουν μιά καί γιά πάντα.
᾿Εκεῖνος ὅμως πού βαδίζει στό μονοπάτι πού ἀναφέραμε προηγουμένως, δέν ἔχει κανένα λόγο νά διαφωνήσει μέ τό φίλο του. Πράγματι, μέ τό νά μή διεκδικεῖ κανείς ποτέ κανένα πράγμα, εἶναι εὐνόητο ὅτι κόβει αὐτόματα καί τήν πρωταρχική αἰτία τῆς ὀργῆς. Γιατί, συνήθως, οἱ ἀντιδικίες γεννιοῦνται ἀπό τίς διαφωνίες γιά τήν ἀπόκτηση μικροπραγμάτων ἤ ἀντικειμένων πού δέν ἔχουν καμμιά ἀξία. ῞Ενας ἄνθρωπος ὅμως πού θέλει νά διατηρήσει τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης, προσπαθεῖ μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά τηρεῖ αὐτό πού ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, σχετικά μέ τήν ἑνότητα πού ἐπικρατοῦσε μεταξύ τῶν πρώτων χριστιανῶν· «῞Ολο τό πλῆθος ἐκείνων πού εἶχαν πιστέψει στό Εὐαγγέλιο», λέει ὁ Εὐαγγελιστής, «εἶχαν μιά καρδιά καί μιά ψυχή. Καί κανείς δέν θεωροῦσε ὅτι κάτι ἀπό τά ὑπάρχοντά του ἦταν δικό του, ἀλλά ὅλα τά εἶχαν κοινά» (Πράξ. 4, 32).
῞Ενας ἄνθρωπος πού ζεῖ μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά σπείρει τή διχόνοια. Γιατί αὐτός εἶναι σκλάβος τοῦ θελήματος τοῦ ἀδελφοῦ του καί ὄχι τοῦ δικοῦ του. Αὐτός γίνεται μιμητής τοῦ Κυρίου καί Δημιουργοῦ του, πού ἔλεγε· «῎Εχω κατεβεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὡς ἄνθρωπος στή γῆ, γιά νά κάνω ὄχι τό θέλημά μου, ἀλλά τό θέλημα ἐκείνου πού μέ ἔχει στείλει» (᾿Ιωάν. 6, 38). ῎Ετσι, ποτέ δέν θά δινόταν ἀφορμή ἐξαιτίας του νά πέσει διχόνοια ἀνάμεσα σ᾿ αὐτόν καί στό φίλο του. Γιατί ἕνας ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται καί κόβει τό θέλημά του, ἔχει ὡς βασική ἀρχή του τό νά μήν ἐμπιστεύεται στήν κρίση του, ἀλλά νά προτάσσει πάντα τό θέλημα τοῦ ἀδελφοῦ του. ῎Εχοντας λοιπόν αὐτό ὡς κριτήριο, θά ἀκολουθοῦσε ἤ θά ἀρνιόταν, ἀναλόγως, τά δικά του θελήματα, λέγοντας μαζί μέ τόν Κύριο· «Πατέρα μου… ἄς γίνει ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλ᾿ ὅπως θέλεις ἐσύ» (Ματθ. 26, 39).
῞Ενας τέτοιος ἄνθρωπος δέν θά ἐπέτρεπε ποτέ στόν ἑαυτό του νά πράξει καί τό παραμικρότερο πράγμα πού θά λυποῦσε τόν ἀδελφό του. Γιατί αὐτός δέν θεωρεῖ τίποτε πολυτιμότερο ἀπό τό ἀγαθό τῆς εἰρήνης καί δέν ξεχνᾶ οὔτε στιγμή τό λόγο τοῦ Κυρίου πού λέει· «᾿Απ᾿ αὐτό θά καταλάβουν ὅλοι ὅτι εἶστε δικοί μου μαθηταί, ἐάν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας» (᾿Ιωάν. 13, 35). ῾Ο Κύριος ἤθελε αὐτή ἡ ἀγάπηνά χαρακτηρίζει τά λογικά πρόβατα τοῦ ποιμνίου Του καί νά τά διακρίνει μέσα σ᾿ αὐτό τόν κόσμο ὡς ἕνα ἰδιαίτερο σημεῖο ἀναγνώρισής τους, σάν σφραγίδα, θά λέγαμε καί σάν χαρακτηριστικό ἀποτύπωμα.
῾Ο πιστός χριστιανός γιά κανένα ἀπολύτως λόγο, δέν θεωρεῖ δικαιολογημένο τό νά ἀφήσει τή μνησικακία καί τή θλίψη νά εἰσχωρήσουν στήν καρδιά του ἤ νά παραμείνουν ἐξαιτίας του στήν καρδιά κάποιου ἄλλου. Γιατί τό πάθος τοῦ θυμοῦ, εἶναι ὀλέθριο καί ἐντελῶς ἀθέμιτο. Γι αὐτό καί δέν θά μποροῦσε ποτέ νά καλυφθεῖ ἀπό κανενός εἴδους δικαιολογία.
Εἶναι ἀδύνατον νά προσευχηθεῖ κανείς, ἄν ὁ ἀδελφός του ἔχει κάτι ἐναντίον του. ᾿Ακριβῶς τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει καί στήν περίπτωση πού ἐκεῖνος ἔχει κάτι ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος κρατάει διαρκῶς μέσα στήν ταπεινή καρδιά του τά λόγια τοῦ Κυρίου καί Λυτρωτῆ μας πού λέει· «῞Οταν προσφέρεις τό δῶρο σου στό Ναό κι ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, ἄφησε ἐκεῖ μπροστά στό θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ τό δῶρο σου καί πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδελφό σου· καί τότε ἔλα νά προσφέρεις τό δῶρο σου» (Ματθ. 5, 23-24).
Σέ τίποτα δέν θά ὠφελοῦσε τό νά δηλώνει κανείς ὅτι δέν τρέφει στήν καρδιά του θυμό. ᾿Ασφαλῶς πλανᾶται οἰκτρά, ἄν κάποιος ἰσχυρίζεται ὅτι δέν ἔχει θυμό ἐναντί -ον τοῦ ἀδελφοῦ του καί συγχρόνως περιφρονεῖ μέ ὑπεροψία καί σκληροκαρδία τή θλίψη του. Γιατί μόνο μ᾿ αὐτό δέν ἐκπληρώνει ὁ ἄνθρωπος τόν ἀποστολικό λόγο πού λέει, «ἡ δύση τοῦ ἡλίου ἄς μή σᾶς βρίσκει ἀκόμη ὀργισμένους» (᾿Εφεσ. 4, 26)· καί τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού προειδοποιεῖ λέγοντας, «ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο πρέπει νά καταδικαστεῖ ἀπό τό δικαστήριο» (Ματθ. 5, 22). Καί αὐτό, γιατί αὐτός θά μποροῦσε, μέ τήν συγκαταβατική καί ἐπιεική συμπεριφορά του, νά διαλύσει κάθε στενοχώρια ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ του. Μέ τό νά μήν ἔχει ὅμως ἐνεργήσει ἔτσι, διατρέχει πλέον τόν κίνδυνο –ἐξαιτίας τῆς δικῆς του συμπεριφορᾶς– νά κατηγορηθεῖ ὡς παραβάτης τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Γιατί ᾿Εκεῖνος πού εἶπε ὅτι δέν πρέπει νά ὀργίζεται κανείς ἐναντίον τοῦ πλησίον του, εἶπε ταυτόχρονα καί ὅτι δέν πρέπει νά ἀψηφᾶ καί τή θλίψη τοῦ ἀδελφοῦ του. Διότι γιά τόν Θεό, «ὁ ῾Οποῖος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι» (Α´ Τιμ. 2, 4), ἔχει τήν ἴδια σημασία εἴτε χαθεῖ ὁ ἕνας εἴτε ὁ ἄλλος. Εἶναι ἐξίσου ὀδυνηρό γιά τόν Θεό, ὅποιος ἀπ᾿ τούς δύο κι ἄν ὁδηγηθεῖ στόν αἰώνιο θάνατο. Τό ἴδιο καί ὁ ᾿Αντίδικος, πού χαίρεται μέ τήν καταστροφή καί τόν ἀφανισμό τῶν ἀνθρώπων, ἔχει τό ἴδιο κέρδος, εἴτε χαθεῖ ὁ ἕνας εἴτε ὁ ἄλλος.
Τελικά, εἶναι ποτέ δυνατόν νά κρατήσει κανείς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του καί τήν ἐλάχιστη ἔστω δυσάρεστη διάθεση, ἄν πιστεύει ὅτι ἐνδέχεται κάθε μέρα, ἤ καλύτερα κάθε στιγμή, νά φύγει ἀπ᾿ αὐτό τόν κόσμο;
Κεφάλαιο 7· Τίποτε νά μήν θεωροῦμε ἀνώτερο ἀπό τήν ἀγάπη καί τίποτε χειρότερο ἀπό τό θυμό.
῞Οπως ἀκριβῶς δέν πρέπει νά βάζουμε τίποτε μπροστά ἀπό τήν ἀγάπη, ἔτσι πρέπει καί νά θεωροῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε χειρότερο ἀπό τήν ὀργή καί ἀπό τό θυμό. ᾿Οφείλουμε νά θυσιάζουμε τά πάντα, ὅσο χρήσιμα καί ἀπαραίτητα κι ἄν φαίνονται, γιά νά ἀποφύγουμε τήν ἀναταραχή πού φέρνει αὐτό τό πάθος. Καί ἐπιπλέον, πρέπει νά ἀποδεχόμαστε καί νά ὑπομένουμε τό καθετί, ἀκόμα κι ἄν αὐτό μᾶς φαίνεται βαρύ καί ἀσήκωτο, ὥστε νά διατηρήσουμε ἀδιασάλευτη τήν ἀγάπη καί τήν εἰρήνη. Νά εἴσαστε βέβαιοι πώς δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ὀλέθριο ἀπό τό θυμό καί τή λύπη, ὅπως καί τίποτε πιό γλυκό καί πιό ὠφέλιμο ἀπό τήν ἀγάπη.
Κεφάλαιο 8· Πῶς δημιουργοῦνται διαφωνίες μεταξύ
τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων.
᾿Ανάμεσα στούς ἀδελφούς πού ἀκόμη εἶναι ἀδύναμοι καί διέπονται ἀπό τό σαρκικό φρόνημα, ὁ δαίμονας δέν ἀργεῖ νά σπείρει τήν ὀργή καί τήν ἀσυνεννοησία μέ ἀφορμή πράγματα εὐτελή καί τιποτένια. Στούς πνευματικούς ὅμως ἀνθρώπους, ὁ Πονηρός φέρνει τή διάσταση μέ τή διαφορά τῶν ἀντιλήψεων. Αὐτή εἶναι, χωρίς καμιά ἀμφιβολία, ἡ συνηθισμένη αἰτία τῶν προστριβῶν καί τῶν διενέξεων, τίς ὁποῖες καταδικάζει ὁ ᾿Απόστολος. Αὐτές ἀκριβῶς δίνουν τήν εὐκαιρία στόν ζηλό- φθονο ᾿Εχθρό, νά ὁδηγήσει στήν ἀντιδικία καί στό χωρισμό ἀδελφούς πού μέχρι ἐκείνη τήν στιγμή ἦταν ὁμόψυχοι. ῾Ο σοφός Σολομώντας λέει κάτι σχετικό· «Τό μίσος», λέει, «προξενεῖ διαμάχες, ἀλλά αὐτούς πού δέν φιλονικοῦν τούς σκεπάζει ἡ ἀγάπη τῆς φιλίας» (Παροιμ. 10, 12).
Κεφάλαιο 9· Γιά τό ὅτι πρέπει νά ἐξαλείψουμε καί τίς διχόνοιες πού ἀνακύπτουν ἀκόμα καί πάνω σέ πνευματικά θέματα.
῾Η πρώτη αἰτία πού γεννάει τίς διαφωνίες μεταξύ τῶν ἀδελφῶν ἀφορᾶ σχεδόν πάντα στή διεκδίκηση γήινων καί φθαρτῶν πραγμάτων. Πρέπει λοιπόν νά περιφρο- νοῦμε καθετί πού σχετίζεται μέ τά ἐπίγεια καί νά ἐπιτρέπουμε σ᾿ ὅλους τούς ἀδελ- φούς νά χρησιμοποιοῦν ἐξίσου ὅλα, ἀκόμα καί τά πιό ἀπαραίτητα γιά μᾶς, ἀντι- κείμενα. ᾿Αλλά κι αὐτό δέν θά ἦταν ἀρκετό, ἄν δέν καταφέρουμε νά ξεριζώσουμε ἐπίσης καί τή δεύτερη αἰτία τῶν διεκδικήσεων καί τῆς διχόνοιας. Καί αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τῶν ἀπόψεων πάνω σέ πνευματικά θέματα. ᾿Εκεῖνο λοιπόν πού προέχει γιά τή διατήρηση τῆς ἀγάπης, εἶναι τό νά καταφέρει κανείς, μέ τή βοήθεια τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος, νά συμπλεύσει μέ τούς ἀδελφούς του μέ σύμπνοια καί ὁμοφροσύνη. Νά ἀγωνισθεῖ δηλαδή, ὥστε τό θέλημά του νά συμπορευθεῖ μέ τό θέλημα καί τούς στόχους τῶν ἀδελφῶν του.
Κεφάλαιο 10· Γιά τόν καλύτερο τρόπο ἀναζήτησης τῆς ἀλήθειας.
Θυμᾶμαι ὅτι τόν καιρό πού, λόγω τῆς νεαρῆς ἡλικίας μου, ἀπέφευγα τή μόνωση καί ζητοῦσα νά συγκατοικῶ μέ κάποιον ἀδελφό, πολύ συχνά συνέβαινε νά βλέπουμε ὁρισμένα πράγματα, πού ἀφοροῦσαν τήν πνευματική μας πορεία ἤ τήν κατανόηση ἁγιογραφικῶν χωρίων, ἀπό διαφορετική ὀπτική γωνία. ᾿Επιμέναμε μάλιστα καθένας μας στήν ἄποψή του, σάν νά ἦταν αὐτή ἡ πιό λογική καί ἡ πιό σωστή σκέψη σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο. ῞Οταν ὅμως, στή συνέχεια, καθόμασταν μαζί καί συζητούσαμε τίς θέσεις μας συνέβαινε πρῶτα ὁ ἕνας μας νά διαπιστώνει ὅτι ἡ ἄποψή του εἶναι ὄχι μόνο λανθασμένη, ἀλλά καί ἐπικίνδυνη. Σέ λίγο, μετά ἀπό πολλή συζήτηση, καί οἱ δύο ὁμόφωνα ἀποκηρύτταμε ὅ,τι προηγουμένως ὑποστηρί- ζα με μέ πάθος ὡς σωστό καί ἀλάνθαστο.
Κι ὅμως πρίν, μέ τή δαιμονική συνέργεια, νομίζαμε ὅτι αὐτές οἱ ἀπόψεις μας ἔλαμπαν σάν τό φῶς. ῎Ετσι, πολύ εὔκολα αὐτές θά μποροῦσαν νά σκορπίσουν ἀνάμεσά μας τή διχόνοια, ἄν ἡ ἐντολή τῶν Γερόντων μας, τήν ὁποία τηρούσαμε σάν ἐντολή τοῦ ῎Ιδιου τοῦ Θεοῦ, δέν μᾶς εἶχε προφυλάξει ἀπό κάθε φιλονικία. Οἱ Γέροντές μας μᾶς εἶχαν διδάξει αὐτή τήν ἀρχή, τήν ὁποία ἔπρεπε νά τηροῦμε ὡς ἀπαράβατο κανόνα. Μᾶς ἔλεγαν δηλαδή, ὅτι δέν πρέπει ποτέ οὔτε ὁ ἕνας, οὔτε ὁ ἄλλος νά ἐμπιστεύεται στή δική του κρίση περισσότερο ἀπό αὐτήν τοῦ ἀδελφοῦ του, ἄν αὐτός βέβαια ἤθελε, νά μήν γίνει ποτέ ἕρμαιο τῆς πανουργίας τοῦ διαβόλου.
Κεφάλαιο 11· ῞Οποιος ἐμπιστεύεται τή δική του κρίση, εἶναι ἀδύνατον νά ξεφύγει τίς ἀπάτες τοῦ διαβόλου.
῎Εχει ἐπαληθευθεῖ πολλές φορές αὐτό πού λέει ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι δηλαδή «ὁ σατανάς ἀλλάζει ὡς πρός τήν ἐμφάνιση καί τή συμπεριφορά του καί μεταβάλλεται σέ φωτεινό ἄγγελο» (Β´ Κορ. 11, 14). Κι αὐτό, γιά νά παρουσιάσει μέ δόλο κάποιες παραμορφωμένες καί σκοτεινές σκέψεις, σάν αὐτές νά ἦταν τό ἀληθινό φῶς τῆς γνώσης. Γιά νά γλυτώσει κανείς ἀπό τέτοιου εἴδους σκέψεις, θά πρέπει, μέ ταπεινή καί γεμάτη πραότητα καρδιά, νά τίς ἐκθέσει σέ κάποιον πιό ὥριμο καί ἔμπειρο ἀδελφό, ἤ σέ ἕνα Γέροντα φθασμένο στήν ἀρετή. Μετά ἀπό τήν κρίση ἐκείνου μπορεῖ πλέον νά δεχθεῖ ὡς θετικές καί ἀκίνδυνες τίς σκέψεις του ἤ ἀντίστροφα νά τίς ἀπορρίψει. Διαφορετικά, ἐνδέχεται νά τιμήσει κανείς τόν δαίμονα σάν ἄγγελο τοῦ φωτός καί ἔτσι νά χαθεῖ μέ τόν πιό ὀλέθριο θάνατο.
᾿Εκεῖνος πού ἐμπιστεύεται τή λογική του καί τήν κρίση του, κινδυνεύει σίγουρα νά πέσει σέ τέτοιου εἴδους παγίδα, ἐκτός κι ἄν ἀγαπήσει τήν ἀληθινή ταπείνωση καί τήν κάνει τρόπο καί κανόνα τῆς ζωῆς του. Θά πρέπει κανείς μέ συντριβή καρδιᾶς νά ἀκολουθήσει τήν παρότρυνση τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει· «᾿Εάν ὑπάρχει κάποια ἐνθάρρυνση τήν ὁποία δίνει ἡ πίστη στόν Χριστό, κάποια παρηγοριά πού προέρχεται ἀπό ἀγάπη, ἐάν μετέχετε καί σεῖς στά χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ἐάν ἔχετε εὐσπλαχνία καί συμπόνια, τότε (σᾶς παρακαλῶ) γεμίστε τήν καρδιά μου μέ χαρά, μέ τό νά ἔχετε ὅλοι τά ἴδια φρονήματα, τήν ἴδια ἀγάπη μεταξύ σας, μέ τό νά εἴσαστε μιά ψυχή, ζώντας μέ ὁμόνοια. Νά μήν κάνετε τίποτε ἀπό διάθεση φιλονικίας ἤ κενοδοξίας, ἀλλά μέ ταπεινοφροσύνη ὁ ἕνας νά θεωρεῖ τόν ἄλλον ἀνώτερό του» (Φιλιπ. 2, 1-3). Καί ἀλλοῦ πάλι ὁ ἴδιος λέει· «Νά συναγωνίζεσθε ποιός θά δείξει περισσότερη ἐκτίμηση στόν ἄλλο» (Ρωμ. 12, 10), ὥστε ὁ καθένας νά θεωρεῖ τόν ἀδελφό του πιό γνωστικό καί πιό ἅγιο ἀπό τόν ἑαυτό του, καί νά πιστεύει ὅτι ἡ ἀληθινή καί τέλεια διάκριση βρίσκεται στήν κρίση τοῦ ἄλλου μᾶλλον, παρά στή δική του σοφία.
Κεφάλαιο 12· Στίς Συνάξεις δέν πρέπει νά περιφρονοῦνται οἱ άδελφοί πού ὑστεροῦν σέ γνώση καί εὐφυΐα.
Συμβαίνει συχνά, κάποιος πού ἀπό τή φύση του εἶναι πολύ εὐφυής ἄνθρωπος νά ἀντιλαμβάνεται κάτι λανθασμένα. Κι αὐτό ἀσφαλῶς προέρχεται εἴτε ἀπό ἐξαπάτηση τοῦ διαβόλου εἴτε ἀπό ἀνθρώπινη πλάνη. Γιατί δέν ὑπάρχει κανείς σ᾿ αὐτή τή ζωή πού σάν ἄνθρωπος νά μήν ὑπόκειται σέ ἀδυναμίες καί σέ λάθη. ᾿Αντί- θετα, κάποιος ἄλλος, λιγότερο ἔξυπνος καί ἱκανός, μπορεῖ νά βλέπει τά πράγματα πιό σωστά καί πιό καθαρά.
Κανείς λοιπόν, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι, δέν θά πρέπει νά φουσκώνει ἀπό μαται- οδοξία καί νά νομίζει ὅτι δέν χρειάζεται νά συζητᾶ τίς ἀπόψεις του μέ τόν ἀδελφό του. Γιατί, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος δέν θά κινδύνευε νά πέσει στίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί νά λαθέψει στήν κρίση του, ὅμως εἶναι σίγουρο ὅτι δέν εἶναι καί ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἀπειλή τῆς πτώσης του στήν ἔπαρση καί στήν ὑπερηφάνεια.
Ποιός θά μποροῦσε ἀλήθεια νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν διέτρεχε αὐτό τόν κίνδυνο ὁ ἀπόστολος Παῦλος –αὐτό τό «σκεῦος ἐκλογῆς», στό ὁποῖο μιλοῦσε ὁ Χριστός, ὅπως ἴδιος ὁ ᾿Απόστολος τό βεβαιώνει (Β´ Κορινθ. 13, 3)– ἀφοῦ αὐτός ἀνέβηκε στήν ῾Ιερουσαλήμ μόνο καί μόνο γιά νά κοινοποιήσει στούς ἄλλους ᾿Αποστόλους καί νά ὑποβάλει στήν κρίση τους τό Εὐαγγέλιο πού, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, κήρυττε στούς ἐθνικούς, μετά τήν ἀποκάλυψη πού εἶχε δεχθεῖ ἀπό τόν Κύριο; (Γαλ. 2, 1-2).
᾿Από ὅλα αὐτά λοιπόν συμπεραίνουμε ὅτι, ἡ ὑπακοή μας σ᾿ αὐτό τόν κανόνα πού θέσπισαν οἱ Πατέρες μας, δέν διατηρεῖ μόνο τήν ὁμοθυμία καί τήν ἀδελφική ἀγάπη, ἀλλά καί μᾶς προφυλάσσει ἐπίσης ἀπ᾿ ὅλες τίς ἐνέδρες τοῦ διαβόλου, καί ἀπό ὅλες τίς παγίδες τῶν ψευδαισθήσεων πού ὁ ἐχθρός συνεχῶς μᾶς στήνει.
Κεφάλαιο 13· ῾Η ἀγάπη δέν εἶναι ἁπλά μιά ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
῾Η ῾Αγία Γραφή θεωρεῖ τόσο σπουδαία τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης, ὥστε ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά δηλώσει ὅτι ἡ ἀγάπη ὄχι μόνο ἀνήκει στόν Θεό, ἀλλά ὅτι αὐτή εἶναι ὁ ῎Ιδιος ὁ Θεός· «῾Ο Θεός», λέει, «εἶναι ἀγάπη καί ὅποιος ζεῖ μέσα στήν ἀγάπη καί τήν ἀσκεῖ συνεχῶς, μένει μέσα στόν Θεό καί ὁ Θεός μένει μέσα του» (Α´ ᾿Ιωάν. 4, 16).
᾿Αλλά κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νιώθουμε ἔντονα ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι θεϊκή, γιατί ζοῦμε σάν ζωντανή πραγματικότητα αὐτό πού λέει ὁ ᾿Απόστολος· «῾Η ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πλημύρισε τίς καρδιές μας μέ τό ῞Αγιο Πνεῦμα πού μᾶς δόθηκε» (Ρωμ. 5, 5). Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τή Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὁ Θεός κατοίκησε μέσα στίς καρδιές μας. ῞Οταν λοιπόν ἐμεῖς δέν ξέρουμε πῶς καί τί νά ζητήσουμε στήν προσευχή μας, ὁ Παράκλητος «μεσιτεύει γιά μᾶς καί ἐμπνέει στούς πιστούς χριστιανούς στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά ἐκφρασθοῦν μέ λέξεις. ῾Ο Θεός ὅμως, πού βλέπει τά βάθη τῆς καρδιᾶς, γνωρίζει τί θέλει νά πεῖ τό Πνεῦμα, διότι Αὐτό μεσιτεύει γιά τούς Χριστιανούς πρός τόν Θεό καί σύμφωνα μέ τό θέλημά του» (Ρωμ. 8, 26-27).
Κεφάλαιο 14· Γιά τίς διάφορες κατηγορίες τῆς ἀγάπης.
Μποροῦμε λοιπόν, νά προσφέρουμε σ᾿ ὅλους τήν ἀγάπη μας. Αὐτή τήν ἀγάπη ἐννοεῖ ὁ ᾿Απόστολος ὅταν λέει· «Νά κάνουμε τό καλό σέ ὅλους, πρό παντός ὅμως σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν τήν ἴδια πίστη μέ μᾶς» (Γαλ. 6, 10). ῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος μᾶς δίνει ἐντολή νά ἀγαποῦμε κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς μας· «Νά ἀγαπᾶτε», λέει, «τούς ἐχθρούς σας» (Ματθ. 5, 44).
᾿Αλλά ἡ διάθεση αὐτή τῆς καρδιᾶς, δηλαδή ἡ εὐαισθησία καί ἡ τρυφερότητα τῆς ἀγάπης, δίνεται μόνο σέ πολύ λίγους ἀνθρώπους. Αὐτή παραχωρεῖται σέ ὅσους ἔχουν κοινούς στόχους καί ὁμοφροσύνη.
᾿Εξάλλου ἡ ἴδια αὐτή «διάθεσις» τῆς καρδιᾶς ἐκφράζεται ποικιλόμορφα. ῎Αλλη εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς γονεῖς καί ἄλλη ἡ συζυγική. ῎Αλλη εἶναι ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν «κατά σάρκα ἀδελφῶν» καί ἄλλη ἡ πατρική. ᾿Αλλά καί μέσα σ᾿ αὐτές τίς σχέσεις ἀγάπης παρατηρεῖται καί πάλι μεγάλη διαφορά, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἀγάπη τῶν γονέων πρός τά παιδιά, ἡ ὁποία ἔχει πολλές ἐκφράσεις καί διαβαθμί- σεις. ῎Ας πάρουμε τήν περίπτωση τοῦ Πατριάρχη ᾿Ιακώβ. ῾Ο ᾿Ιακώβ ἦταν πατέρας δώδεκα παιδιῶν καί τά ἀγαποῦσε ὅλα μέ μιά γνήσια πατρική ἀγάπη. ῎Ενιωθε ὡστό- σο μιά ἐντελῶς ἰδιαίτερη στοργή πρός τόν ᾿Ιωσήφ. ῾Η ῾Αγία Γραφή λέει ξεκάθαρα γι᾿ αὐτόν· «῞Οταν εἶδαν οἱ ἀδελφοί τοῦ ᾿Ιωσήφ ὅτι ὁ πατέρας τους τόν ἀγαποῦσε περισ- σότερο ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα παιδιά του, φθόνησαν καί μίσησαν τόν ᾿Ιωσήφ» (Γεν. 37, 4). Αὐ- τός ὁ δίκαιος, αὐτός ὁ ἀληθινός πατέρας, ἀσφαλῶς δέν ἀγαποῦσε λιγότερο τά ἄλλα παιδιά του. ᾿Αλλά στρεφόταν μέ περισσότερη γλυκύτητα, στοργή καί ἐπιείκεια πρός τόν ᾿Ιωσήφ, σάν νά ἔβλεπε στό πρόσωπό του τήν προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ.
Διαβάζουμε ἐπίσης ὅτι καί ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος ἐθεωρεῖτο ὁ πιό ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, πράγμα πού φαίνεται ξεκάθαρα στό Εὐαγγελικό χωρίο πού λέει· «῞Ενας ἀπό τούς μαθητές, τόν ὁποῖον ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς» (᾿Ιωάν. 13, 23). ῾Ο Κύριος βέβαια περιέβαλε μέ τήν ἴδια ἀγάπη καί στοργή καί τούς ἄλλους ἕνδεκα Μαθητές τούς ὁποίους εἶχε ἐπιλέξει, γιά εἰδική ἀποστολή, ὅπως καί τόν ᾿Ιωάννη. Αὐτή τήν εὔνοια πρός τούς ᾿Αποστόλους τήν πιστοποιεῖ ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος ὅταν λέει· «Καθώς ἐγώ σᾶς ἀγάπησα ἔτσι καί σεῖς νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον» (᾿Ιωάν. 13, 34). Σ᾿ αὐτούς ἀσφαλῶς ἀναφέρεται ὁ Εὐαγγελιστής ὅταν λέει· «῾Ο ᾿Ιησοῦς… στούς δικούς του, τούς ὁποίους τώρα ἄφηνε στόν κόσμο, καί τούς ὁποίους εἶχε κατά τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του ἀγαπήσει, τούς ἔδειξε καί τώρα θερμή καί τέλεια ἀγάπη» (᾿Ιωάν. 13, 1). ῎Ετσι, ἡ ἰδιαίτερη στοργή πού ὁ Κύριος ἔδειξε πρός τόν ᾿Ιωάννη, δέν ὑπονοοῦσε ταυτόχρονα καί ὅτι ἡ ἀγάπη Του γιά τούς ἄλλους ᾿Αποστόλους ἦταν λιγότερη. Αὐτή ἡ στοργική εὔνοια ἀπό τόν Κύριο πρός τόν ᾿Ιωάννη προσφερόταν ὡς δωρεά γιά τήν καθαρότητα τῆς παρθενίας καί ὡς ἀμοιβή γιά τήν τέλεια ἁγνότητά του. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστής ὑπογραμμίζει ὅτι αὐτή ἡ θέρμη τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου πρός τόν ᾿Ιωάννη ἦταν ἰδιαίτερη καί ξεχωριστή. ᾿Επιπλέον, ἐκεῖνο πού θέλει νά τονίσει ὁ Εὐαγγελιστής, εἶναι τό ξεχύλισμα τῆς στοργῆς πρός «τόν ἠγαπημένο Μαθητή» καί ὄχι τό ὅτι ὁ Κύριος δέν ἀγαποῦσε ἐξίσου καί ὅλους τούς ἄλλους Μαθητές.
Κάτι παρόμοιο βρίσκουμε ἐπίσης στό ῏Ασμα ᾿Ασμάτων ὅπου ἡ Νύμφη λέει· «Τάξατε ἐπ᾿ ἐμέ ἀγάπην» (῏Ασμ. 2, 4). Συνεπῶς μιλᾶμε γιά μιά ἀγάπη, πού χωρίς νά ἀποστρέφεται καί νά μισεῖ κανέναν, ξεχύνεται ἀφειδώλευτα σέ κάποιους, πού κατά κάποιο τρόπο τό δικαιοῦνται. Ξεχωρίζει δηλαδή κανείς ὁρισμένους ἀνθρώπους, τούς ὁποίους θεωρεῖ ὡς ἰδιαίτερα ἐκλεκτούς, χωρίς αὐτό ἀσφαλῶς νά σημαίνει ὅτι δέν ἀγαπᾶ καί ὅλους τούς ἄλλους συνανθρώπους του. Πολλές φορές μάλιστα καί ἀνάμεσα στούς ἐκλεκτούς καί στούς πιό ἀγαπημένους, ὑπάρχουν μερικοί στούς ὁποίους κανείς δίνει μιά θέση ὑψηλότερη στήν καρδιά του.
Κεφάλαιο 15· Αὐτοί πού προσπαθοῦν νά κρύβουν τήν ταραχή τή δική τους, ἤ τοῦ ἀδελφοῦ τους, τό μόνο πού καταφέρνουν εἶναι νά τήν αὐξάνουν.
῾Υπάρχουν ὅμως, ἀντίθετα, καί κάποιοι ἄλλοι ἀδελφοί πού συμπεριφέρονται –καί καλύτερα νά μήν εἶχα ἀντιληφθεῖ πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο– μέ ἔντονο πεῖσμα καί ἰδιαίτερη σκληρότητα. Αὐτοί, ὅταν ταραχθοῦν ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ τους, ἤ ὅταν ὁ ἀδελφός τους ἔχει κάτι ἐναντίον τους, προσπαθοῦν νά κρύψουν τήν ἀντί -δραση πού ἔχει ἀναστατώσει τήν ψυχή τους, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά συνδιαλλαχθοῦν μαζί τους μέ ταπείνωση, δίνοντάς τους ἐνδεχομένως τίς ἀπαραίτητες ἐξηγήσεις. ᾿Αλλά ὅμως ἀποφεύγουν νά τό κάνουν αὐτό καί προσπαθοῦν νά ξεπεράσουν τή φουρτούνα πού ἔχει κτυπήσει τήν ψυχή τους μέ ἄλλες ὑπεκφυγές, ὅπως, γιά παράδειγμα, μέ τό νά ψάλλουν ἀδιάφορα, σάν νά μήν ἔχει συμβεῖ ἀπολύτως τίποτα. Νομίζουν ὅτι μ᾿ αὐτό τόν τρόπο θά μετριάσουν τήν πίκρα πού πλημμυρίζει τήν καρδιά τους. ᾿Αλλά αὐτή «ἡ εὐγενής περιφρόνηση» δέν συντελεῖ σέ τίποτε ἄλλο, παρά μόνο στό νά αὐξήσει τή φωτιά μέσα τους. ῾Η ταραχή αὐτή θά εἶχε ἀσφαλῶς σβύσει ἀμέσως, ἄν οἱ ἴδιοι εἶχαν ταπεινωθεῖ καί εἶχαν ἐκφράσει τόν πόνο καί τήν με τάνοιά τους. ῎Αν ἔτσι εἶχαν ἐνεργήσει, τότε θά εἶχαν σίγουρα γιατρέψει καί τή δική τους πληγή, ἀλλά καί τόν πόνο τοῦ ἀδελφοῦ τους. Κάνοντας ὅμως τούς ἀδιάφορους συντηροῦν καί τρέφουν τή στενοκαρδία τους ἤ καλύτερα τήν ὑπερηφάνειά τους. Δέν χτυποῦν ἔτσι τή ρίζα πού γεννάει τίς προστριβές. Αὐτοί ἔχουν ἐντελῶς λησμο νήσει τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου πού λέει· «῞Οποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο, πρέπει νά καταδικασθεῖ ἀπό τό δικαστήριο. ῞Οταν προσφέρεις τό δῶρο σου στό Ναό κι ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, ἄφησε ἐκεῖ τό δῶρο σου μπροστά στό θυσιαστήριο τοῦ Ναοῦ καί πήγαινε νά συμφιλιωθεῖς πρῶτα μέ τόν ἀδελφό σου· καί τότε ἔλα νά προσφέρεις τό δῶρο σου» (Ματθ. 5, 22-24).
Κεφάλαιο 16· ῾Ο Θεός δέν δέχεται τίς προσευχές πού Τοῦ προσφέρουμε, ἐάν ὁ ἀδελφός μας εἶναι λυπημένος μαζί μας.
῾Ο Κύριος δέν εὐαρεστεῖται ἀπό αὐτή τή συμπεριφορά μας, καί μάλιστα ὅταν ἐμεῖς περιφρονοῦμε ἀδιάφορα τή λύπη τοῦ ἀδελφοῦ μας. ῎Αν ὁ ἀδελφός μας ἔχει κάτι ἐναντίον μας, ὁ Κύριος δέν θέλει κάν νά δεχθεῖ τά δῶρα μας. Δέν μᾶς ἐπιτρέπει δηλαδή νά Τοῦ προσφέρουμε τίς προσευχές μας, ὅσο ἀκόμα δέν προσπαθοῦμε νά συνδιαλλαγοῦμε καί νά βγάλουμε ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ τή θλίψη, εἴτε αὐτή εἶναι δικαιολογημένη εἴτε ὄχι. ῾Ο Κύριος δέν λέει, ἀφῆστε ἐδῶ τήν προσφορά σας καί πηγαίνετε νά συμφιλιωθεῖτε μέ τόν ἀδελφό σας, ἄν αὐτός ἔχει δικαιολογημένα παράπονα ἀπό σᾶς, ἀλλά λέει· «᾿Εάν θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου». Αὐτό σημαίνει· ᾿Ακόμα κι ἄν αὐτό πού προκάλεσε τήν ψυχική ἀναστάτωση τοῦ ἀδελφοῦ σας εἶναι ἀσήμαντο, ἐφόσον ἦρθε στό νοῦ σας, νά ξέρετε ὅτι δέν πρέπει νά προσφέρετε στόν Κύριο τά πνευματικά δῶρα τῶν προσευχῶν σας, πρίν νά σφουγγίσετε μέ γλυκύτητα ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀδελφοῦ σας τή θλίψη, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ αἰτία πού τήν προκάλεσε.
Μ᾿ αὐτό τόν τρόπο μᾶς παραγγέλει τό Εὐαγγέλιο νά φερόμαστε στούς ἀδελ- φούς μας, ὅταν αὐτοί ἔχουν κάτι ἐναντίον μας, ἀκόμα κι ἄν ἡ παρεξήγηση ἔχει συμ- βεῖ ἀπό παλιά ἤ εἶναι ἐντελῶς ἀσήμαντη. ᾿Εμεῖς ὅμως, ἐνῶ κάτι ἔχει συμβεῖ πρό- σφατα καί ἔχει διαταράξει τή σχέση μας μέ τόν ἀδελφό, καί μάλιστα ἐξαιτίας μας, ἀδιαφοροῦμε καί κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Τί θά γίνει λοιπόν μέ μᾶς τούς δύστυχους; Εἴμαστε φουσκωμένοι ἀπό διαβολική ὑπερηφάνεια πού μᾶς ἐμποδίζει νά ταπεινωθοῦμε. Δέν θέλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι ἐμεῖς φταῖμε γιά τή λύπη τοῦ ἀδελφοῦ μας. Τό ἀτίθασο πνεῦμα μας δέν καταδέχεται νά ὑποταχθεῖ στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου. ᾿Ισχυριζόμαστε συχνά ὅτι οἱ Εὐαγγελικές ἐντολές εἶναι ὑπερβολικές καί ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κρίνοντας ὅμως ἀνεφάρμοστες ἤ ὑπερβολικές τίς ἐντολές πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔχει δώσει, γινόμαστε, ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος, «ὄχι ἐκτελεστές τοῦ νόμου ἀλλά κριτές του» (᾿Ιακ. 4, 11).
Κεφάλαιο 17· Μερικοί ἔχουν τή λανθασμένη γνώμη ὅτι πρέπει νά δείχνουμε ὑπομονή στίς προστριβές μας μέ τούς κοσμικούς, ἀλλά ὄχι σ᾿ αὐτές πού ἔχουμε μέ τούς πνευματικούς ἀδελφούς μας.
Πόσο ἐπίσης θά ἔπρεπε νά θρηνοῦμε καί γιά ἕνα ἀκόμα λάθος πού κάνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί μάλιστα τόσο συχνά! Συμβαίνει, πράγματι, ἐνῶ διαπλη- κτίζονται δυό ἀδελφοί, νά ἐπεμβαίνει ἕνας τρίτος γιά νά τούς μονοιάσει, παρακαλώντας τους νά ἠρεμήσουν. Αὐτός τούς θυμίζει ὅτι δέν πρέπει ποτέ κανείς νά θυμώνει καί πολύ περισσότερο νά κρατάει θυμό ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, καθώς μᾶς προτρέπει καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού λέει· «῞Οποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο, πρέπει νά καταδικασθεῖ ἀπό τό δικαστήριο» (Ματθ. 5, 22). Καί ὁ ᾿Απόστολος ἐπίσης λέει· «῾Η δύση τοῦ ἥλιου νά μή σᾶς βρίσκει ὀργισμένους» (᾿Εφεσ. 4, 26). ᾿Αντί ὅμως αὐτοί πού μαλώνουν νά ἠρεμήσουν καί νά σταματήσουν τόν καυγά, ἀρχίζουν νά δικαιολογοῦνται καί νά λένε· ῎Αν ἕνας ἄθεος ἤ ἕνας κοσμι- κός μᾶς εἶχε κάνει ἤ μᾶς εἶχε πεῖ κάτι παρόμοιο τότε ναί, θά ὀφείλαμε νά τόν ὑπομείνουμε, τότε θά ὑπῆρχε γι᾿ αὐτόν κάποια δικαιολογία. ᾿Αλλά μπορεῖ κανείς νά ὑπομείνει ἀτάραχα ἕναν ἀδελφό, πού ἐνῶ πρέπει νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτός ἐνεργεῖ συνειδητά τήν ἀνομία, ἐξαπολύοντας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του τόσο προσβλητικά λόγια;
Αὐτά προτάσσει ὡς δικαιολογία ὁ ὀργισμένος ἄνθρωπος, λές καί ὀφείλουμε νά εἴμαστε ὑπομονετικοί μόνο μέ τούς ἄπιστους καί μέ τούς ἁμαρτωλούς καί ὄχι μέ ὅλους γενικά τούς συνανθρώπους μας. Λές καί ὁ θυμός, πού εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ὅταν ἐκδηλώνεται ἐνάντια σ᾿ ἕναν εἰδωλολάτρη, γίνεται θεμιτή συμπεριφορά, ὅταν ξεσπάει ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ μας.
῞Οποιος θυμώνει γιά κάτι πού τοῦ ἔγινε καί παραμένει πεισματικά στήν ταραχή του, διαπράττει τό ἴδιο σφάλμα μέ ἐκεῖνον πού κατηγορεῖ τόν ἀδελφό του ὡς ἁμαρτωλό καί παραβάτη. Κι αὐτό ἀφορᾶ σ᾿ ὅλες τίς περιπτώσεις, ὅποιος κι ἄν εἶναι δηλαδή αὐτός πού τοῦ ἔχει προκαλέσει τήν ταραχή.
Τί στενοκεφαλιά, ἤ καλύτερα, τί παραφροσύνη εἶναι αὐτή; Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν χάσει κάθε λογική. Δέν καταλαβαίνουν τό οὐσιαστικό νόημα τοῦ Εὐαγγελι- κοῦ χωρίου πού προαναφέραμε. Γιατί τό Εὐαγγέλιο δέν λέει ὅτι πρέπει νά τιμωρεῖ- ται μόνο ὅποιος ὀργίζεται ἐναντίον κάποιου ἀλλόφυλου ἤ ἑτερόδοξου, ἐνῶ, ὅταν θυμώνει κανείς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του, συγχωρεῖται. ᾿Αλλά αὐτοί ἑρμηνεύουν ἔτσι τό Εὐαγγελικό αὐτό χωρίο, γιατί ἀσφαλῶς, ἔτσι τούς συμφέρει. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως λέει ξεκάθαρα· «῞Οποιος ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς λόγο, πρέπει νά καταδικασθεῖ» (Ματθ. 5, 22). Καί σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, πρέπει νά θεωροῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς μας. Τό ὄνομα μάλιστα «ἀδελφός», σ᾿ αὐτό τό Εὐαγγελικό χωρίο, δηλώνει κυρίως τούς πιστούς τῆς ᾿Εκκλησίας καί τούς συντοπίτες μας καί ὄχι τούς ἀλλόφυλους καί τούς ἑτερόδοξους στούς ὁποίους, ὅπως νομίζουν μερικοί, ὀφείλουμε νά εἴμαστε περισσότερο ἐπιεικεῖς.
Κεφάλαιο 18· Μερικοί δείχνουν ὅτι κάνουν ὑπομονή, ἀλλά μέ τή σιωπή τους προκαλοῦν τό θυμό τοῦ ἀδελφοῦ τους.
Συχνά πλανιόμαστε, ὅταν πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε ὑπομονετικοί καί πράοι, ἐπει- δή δέν καταδεχόμαστε νά ἀπαντήσουμε στήν πρόκληση τοῦ ἀδελφοῦ μας. Πρέπει νά ξέρουμε ὅμως ὅτι τήν ὥρα πού κρατᾶμε αὐτή τήν πικρόχολη σιωπή, ἤ ὅταν κάνουμε μιά κοροϊδευτική χειρονομία, τότε οὐσιαστικά χλευάζουμε τούς ταραγμένους ἀδελφούς μας καί μ᾿ αὐτό τό ἀπαθές προσωπεῖο τούς ἐξοργίζουμε, καί μάλιστα πολύ περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι θά εἶχε κάνει ἡ ὀργισμένη ἀντίδρασή μας. Νομίζουμε ὅτι δέν εἴμαστε διόλου ἔνοχοι ἀπέναντι στόν Θεό, ἐπειδή δέν ἀπαντήσαμε ἄσχημα καί δέν πέσαμε στά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ ὅμως δέν μετρᾶνε μόνο τά λόγια, ἀλλά κυρίως καί πρωταρχικά ἀξιολογεῖται ἡ προαίρεση. Γιατί λογίζεται ὡς ἁμαρτία ὄχι μονάχα ἡ πράξη, ἀλλά κυρίως ἡ ἐπιθυμία καί ἡ πρόθεση. Στήν Κρίση θά μᾶς ζητηθεῖ ἀσφαλῶς λόγος ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό πού πράξαμε, ἀλλά καί γι᾿ αὐτό πού εἴχαμε σκοπό νά πράξουμε καί δέν τό πραγματοποιήσαμε. Γιατί ἁμαρτία δέν εἶναι μονάχα τό ἀποτέλεσμα, δηλαδή ἡ σύγχυση πού δημιουργήθηκε ἀνάμεσα στούς ἀδελφούς. ᾿Αλλά λογίζεται ἐξίσου ἁμαρτία καί ἡ πρόθεση ἐκείνου πού τήν προκάλεσε. ῾Ο Κύριος κατά τήν Κρίση δέν θά ζητήσει λόγο γιά τό πῶς δημιουργήθηκε ἡ ταραχή, ὅσο γιά τό ποιός τήν προκάλεσε. Αὐτό πού ἔχει σημασία εἶναι τό ἀποτέλεσμα, δηλαδή ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία καί ὄχι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο διαπράχθηκε. Τί σημασία ἔχει ἄν σκοτώσουμε τόν ἀδελφό μας ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μέ τό μαχαίρι ἤ ἄν τόν σπρώξουμε πρός τό θάνατο μέ δολιότητα; Εἴτε μέ ὅπλο εἴτε μέ δολοπλοκία συμβεῖ τό φονικό, τό σίγουρο εἶναι ὅτι αὐτός θά πεθάνει ἐξαιτίας μας. ῎Αν ἀφήσουμε ἀπροστάτευτο ἕναν τυφλό πού βρίσκεται στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί αὐτός πέσει, θά εἶναι ἄραγε λιγότερο κακό, ἀπό τό νά τόν σπρώχναμε μέ τά ἴδια μας τά χέρια; Γιατί θά μποροῦσε ἀσφαλῶς κάποιος νά τόν συγκρατήσει, ἀλλά δέν τό ἔκανε. Καί μάλιστα, τήν ὥρα πού τόν ἔβλεπε νά εἶναι σκυμμένος στό γκρεμό καί νά κινδυνεύει ἄμεσα. Δέν θά ἦταν πραγματικά τό ἴδιο ὑπεύθυνος γιά τό θάνατο τοῦ τυφλοῦ, ὅποιος θά μποροῦσε νά τόν συγκρατήσει, τή στιγμή πού αὐτός βρισκόταν στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί δέ τό ἔκανε; Μήπως θά εἴμασταν ἐγκληματίες μόνο ἄν στραγγαλίζαμε μέ τά ἴδια μας τά χέρια τόν πλησίον μας καί θά ἤμασταν ἀθῶοι ἄν τοῦ ἑτοιμάζαμε τό σχοινί ἤ ἄν τοῦ τό περνούσαμε στό λαιμό, ἤ τουλάχιστον ἄν δέν τοῦ τό βγάζαμε, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, ἐνῶ εἴχαμε ἀκόμα τό χρόνο καί τή δυνατότητα νά τό κάνουμε;
Κατά τόν ἴδιο τρόπο, σέ τίποτε δέν ἐξυπηρετεῖ ἡ σιωπή μας τήν ὥρα τῆς ἀντιδικίας, ἄν αὐτή παίρνει τή θέση τῆς βρισιᾶς καί τῆς ἀντιλογίας ἤ ἄν τή συνδυάζουμε μέ κάποιες χειρονομίες, οἱ ὁποῖες θά ἐξοργίσουν ἀσφαλῶς περισ-σότερο αὐτόν πού προσπαθοῦμε νά κατευνάσουμε καί ἔτσι θά γίνουμε αἰτία τῆς καταστροφῆς του.
Γινόμαστε μεγαλύτεροι ἐγκληματίες καί μόνο ἀπό τό γεγονός ὅτι φροντίζουμε νά καλύψουμε φίλαυτα τήν ἀδιαφορία μας, θέλοντας νά δικαιωθοῦμε. Κι αὐτό τό κάνουμε τή στιγμή πού βλέπουμε πώς ὁ ἀδελφός μας κινδυνεύει ἄμεσα κι ἐμεῖς θά μπορούσαμε ἀσφαλῶς νά τοῦ συμπαρασταθοῦμε. Μιά τέτοια σιωπή θά εἶναι ἀσφαλῶς γιά ὅλους ὀλέθρια. Γιατί, καθώς αὐξάνει ἡ θλίψη στήν καρδιά τοῦ πλησίον μας, γεννιέται συγχρόνως καί στή δική μας. Σέ τέτοιου εἴδους συμπεριφορές ἀπευθύνεται ὁ Προφήτης ὅταν λέει· «᾿Αλλοίμονο σέ σένα πού ποτίζεις τούς ἀνθρώπους καί τούς μεθᾶς, θολώνοντάς τους τό νοῦ, γιά νά εἰσέλθεις καί νά ἐρευνήσεις τίς οἰκίες τους. Πιές καί σύ καί μέθυσε ἀπό τό ποτήρι τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου καί, ἀντί γιά τήν προηγούμενη δόξα σου, δοκίμασε τώρα τήν ἀτιμία» (᾿Αββακ. 2, 15-16). Κι ἕνας ἄλλος Προφήτης ἐπίσης λέει· «Καθένας νά φυλάγεται ἀπό τόν φίλο του καί νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη οὔτε στόν ἀδελφό του. Γιατί ὁ ἀδελφός ἐξαπατᾶ τόν ἀδελφό καί ὁ φίλος δολιεύεται τόν φίλο» (῾Ιερ. 9, 4-5)· διότι «σάν τόξο τεντωμένο εἶναι ἡ γλώσσα τους, ἕτοιμη νά συκοφαντήσει. Στή χώρα ἐπικρατεῖ τό ψέμα κι ὄχι ἡ ἀλήθεια, ἀπό τό ἕνα κακό πέφτουν στό ἄλλο καί ἀρνοῦνται νά γνωρίσουν ἐμένα, τόν ἀληθινό Θεό» (῾Ιερ. 9, 3).
Συχνά, μιά προσποιητή ὑπομονή ἐξωθεῖ πιό βίαια πρός τήν ὀργή ἀπ᾿ ὅ,τι θά ἔκαναν τά ὑβριστικά λόγια. Μιά μοχθηρή σιωπή ξεπερνᾶ σέ πίκρα καί τίς πιό δυνατές βρισιές. ᾿Επιπλέον, ὑπομένουμε πιό εὔκολα τά χτυπήματα ἀπό ἕνα δηλωμένο ἐχθρό, παρά τά ψεύτικα καλοπιάσματα κάποιου ὑποκριτῆ. Σέ τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους ἀπευθύνεται ὁ Προφήτης ὅταν λέει· «Τά λόγια τους εἶναι ἁπαλότερα ἀπ᾿ τό λάδι, κι ὡστόσο εἶναι σουβλερά σάν βέλη» (Ψαλμ. 54, 22). Καί ὁ σοφός Σολομώντας ἐπίσης λέει· «Οἱ λόγοι τοῦ πονηροῦ εἶναι μαλακοί, ὅμως σέ χτυπᾶνε βαθιά στά σπλάχνα σου» (Παροιμ. 26, 22). Σ᾿ αὐτούς ταιριάζει κι ἐκεῖνο πού λέει ὁ προφήτης ῾Ιερεμίας· «Καθένας, λέει λόγια φιλικά στό διπλανό του, μέσα στήν καρδιά του ὅμως τόν ἐχθρεύεται» (῾Ιερ. 9, 8). ᾿Αλλά ἐκεῖνος πού ἐξαπατᾶ εἶναι αὐτός πού στήν πραγματικότητα ἀπατᾶται. Γιατί, «ἐκεῖνος πού ἑτοιμάζει δίχτυ γιά νά στήσει σάν παγίδα μπροστά στόν φίλο του, εἶναι σάν νά τό ἁπλώνει μπροστά στά ἴδια του τά πόδια» (Παροιμ. 29, 5)· καί «ὅποιος σκάβει λάκκο γιά τόν ἄλλο, πέφτει ὁ ἴδιος μέσα» (Παροιμ. 26, 27).
Στή Γεθσημανή εἶχε ἔλθει ὄχλος πολύς, μέ μαχαίρια καί ρόπαλα γιά νά συλλάβει τόν Κύριο. ῞Ομως κανείς δέν διέπραξε πιό φρικτή πατροκτονία πρός τόν Δημιουργό τῆς ζωῆς, ἀπό ἐκεῖνον πού ἔτρεχε πρίν ἀπ᾿ ὅλους τούς ἄλλους καί πού ἤθελε νά Τοῦ ἀποδώσει μέ τόν ἀσπασμό μιά ὑποκριτική τιμή. ῾Ο Προδότης Τοῦ ἔδωσε τό φίλημα μιᾶς προσποιητῆς ἀγάπης. ῾Ο Κύριος τότε τοῦ εἶπε· «᾿Ιούδα μέ φίλημα παραδίδεις τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου;» (Λουκ. 22, 48). Καί μ᾿ αὐτό ἦταν σάν νά τοῦ ἔλεγε· «Γιά νά καλύψεις τήν πικρία τοῦ διωγμοῦ καί τοῦ μίσους, δανείζεσαι τόν ἀσπασμό πού εἶναι δεῖγμα ἔκφρασης γλυκύτητας καί ἀληθινῆς ἀγάπης»; ᾿Αλλά ὁ Κύριος ἐκφράζει πιό καθαρά καί δίνει μεγαλύτερη ἔμφαση στήν ἔνταση τοῦ πόνου Του, μέ τά λόγια τοῦ Προφήτη πού λέει· «᾿Εάν μέ ἔβριζε ὁ ἐχθρός μου θά τό ὑπέφερα, κι ἄν ἐκεῖνος πού μέ μισεῖ μοῦ μιλοῦσε μέ θρασύτητα, μπροστά του θά κρυβόμουν. Σύ ὅμως, πού σέ θεωροῦσα ἴσο μέ τόν ἑαυτό μου, σέ εἶχα σύμβουλο καί στενό φίλο μου, σύ πού γλύκαινες τό φαγητό πού τρώγαμε μαζί, καί πού πηγαίναμε συντροφιά στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, (σύ νά κάνεις αὐτό τό πράγμα ἐναντίον μου;)» (Ψαλμ. 54, 13-15).
Κεφάλαιο 19· Γι᾿ αὐτούς πού μένουν νηστικοί ὅταν θυμώνουν.
῾Υπάρχει ἐπίσης ἕνα ἄλλο εἶδος λύπης πού πραγματικά ὑποκινεῖται ἀπό τόν διάβολο καί πού δέν θά ἄξιζε τόν κόπο νά τό ἀναφέρουμε, ἄν δέν γνωρίζαμε ὅτι πολλοί ἀδελφοί εἶναι ὑποχείριοι αὐτοῦ τοῦ πάθους. Πολλοί λοιπόν, ὅταν πέφτουν σ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή λύπην δέν τρώγουν καθόλου. Ντρέπομαι πού τό λέω. ῎Ανθρω- ποι οἱ ὁποῖοι, ὅταν εἶναι εἰρηνικοί ἰσχυρίζονται ὅτι δέν μποροῦν νά καθυστερήσουν τό γεῦμα τους οὔτε μέχρι τήν ῞Εκτη ἤ πολύ περισσότερο μέχρι τήν ᾿Ενάτη ὥρα, ἄν καταληφθοῦν ἀπό μιά τέτοια λύπη, μποροῦν νά μείνουν νηστικοί ἀκόμα καί δυό ἡμέρες. ῾Η ἔλλειψη τροφῆς θά ἔπρεπε νά τούς εἶχε ἐξαντλήσει. Αὐτοί ὅμως ὑπομέ- νουν τήν πείνα τους χορταίνοντας μέ τό θυμό τους. Εἶναι σαφέστατο ὅτι αὐτοί πέφτουν στό ἁμάρτημα τῆς ἱεροσυλίας. Γιατί νηστεῖες, τίς ὁποῖες ὀφείλουμε νά προσφέρουμε μόνο στόν Θεό –γιά νά ταπεινώσουμε τήν καρδιά μας καί γιά νά καθαρισθοῦμε ἀπό τά πάθη μας– αὐτοί τίς ὑπομένουν παρακινημένοι ἀπό αὐτό τό διαβολικό πάθος. Αὐτό ὅμως ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά προσφέρουν αὐτοί προσευχές καί θυσίες, ὄχι στόν Θεό, ἀλλά στούς δαίμονες. Θά τούς ἄξιζε λοιπόν, νά ἀκούσουν τήν ἐπιτίμηση τοῦ προφήτη Μωυσῆ πού λέει· «Προσέφεραν θυσίες στά δαιμόνια καί ὄχι στόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά σέ θεούς πού δέν τούς ἤξεραν ἕως τότε» (Δευτ. 32, 17).
Κεφάλαιο 20· Γιά τήν προσποιητή ὑπομονή μερικῶν, οἱ ὁποῖοι στρέφουν τό πρόσωπό τους γιά νά τούς χτυπήσουν καί στό ἄλλο μάγουλο
Συνταντοῦμε ὅμως συχνά σέ ὁρισμένους ἀδελφούς καί ἕνα ἄλλο εἶδος ἀνόητης συμπεριφορᾶς μέ τή μορφή μιᾶς ἐπιτηδευμένης ὑπομονῆς.
Αὐτοί δέν σταματοῦν τή λογομαχία, τήν ὁποία οἱ ἴδιοι ἔχουν ὑποκινήσει μέ τά προκλητικά τους λόγια, ἀλλά συνεχίζουν νά ἐξοργίζουν τούς ἀδελφούς τους μέχρι πού νά τούς ἀναγκάσουν νά ἀντιγράσουν ἔντονα ἤ καί νά τούς ἐπιτεθοῦν. ῎Αν μάλιστα συμβεῖ καί δεχθοῦν στή συνέχεια ἕνα ἐλαφρό ράπισμα, γυρίζουν κι ἀπό τήν «ἄλλη σιαγόνα» γιά νά τούς κτυπήσουν καί ἐκεῖ, σάν νά ἐφαρμόζουν μ᾿ αὐτό τόν τρόπο τήν τελειότητα τῆς Εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, πού λέει· «῎Αν κάποιος σέ κτυ- πήσει στό δεξί μάγουλο, γύρισέ του καί τό ἄλλο» (Ματθ. 5, 39). Δέν καταλαβαίνουν ὅμως αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οὔτε καί στό ἐλάχιστο, τό νόημα καί τό σκοπό αὐτοῦ τοῦ κειμένου. Νομίζουν ὅτι μ᾿ αὐτή τή συμπεριφορά τους ἐφαρμόζουν τήν ὑπομονή πού μᾶς συστήνει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἐνῶ στήν πραγματικότητα εἶναι δέσμιοι τοῦ πάθους τῆς ὀργῆς. Τό νόημα ὅμως τοῦ Εὐαγγελικοῦ αὐτοῦ τοῦ χωρίου εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό. ῾Ο Κύριος θέλει νά ξεριζώσει ὁλοσχερῶς αὐτό τό πάθος. Γι᾿ αὐτό δέν ἀρκεῖται στό νά ἀπαγορεύσει ἁπλῶς τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς ἀνταπόδωσης καί τῆς βιαιοπραγίας, ἀλλά μᾶς παραγγέλλει, νά καταπραΰνουμε αὐτόν πού μᾶς χτυπᾶ –τή στιγμή ἀκριβῶς πού δεχόμαστε ἀπανωτές προσβολές καί κτυπήματα– μέ τήν πραότητα καί τήν ὑπομονή μας.
Κεφάλαιο 21· Πῶς γίνεται καί, ἐνῶ τηροῦμε αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, δέν ὁδηγούμαστε πρός τήν τελειότητα;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Πῶς εἶναι δυνατόν νά θεωρεῖται ἀξιόμεμπτος ἐκεῖνος πού τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου; Αὐτός πού ὄχι μόνο δέν ἀνταποδίδει κακό στό κακό, ἀλλά πού εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνει καί ἐνδεχόμενη νέα προσβολή;
Κεφάλαιο 22· ῾Ο Κύριος δέν βλέπει μόνο τήν πράξη, ἀλλά ἀξιολογεῖ καί τήν προαίρεση.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· ᾿Αναφέρθηκα σ᾿ αὐτό πρίν ἀπό λίγο. Δέν πρέπει νά λαμβάνουμε ὑπόψη μας μόνο αὐτό πού κάποιος ἔκανε, ἀλλά ἐπίσης καί τήν πνευματική διάθεση καί τήν πρόθεσή του. Παρατηρῆστε τά συναισθήματα πού ὑποκινοῦν τίς ἀνθρώπινες πράξεις καί ἐξετάστε ἀπό ποιές κινήσεις τῆς καρδιᾶς πηγάζουν. Σίγουρα τότε θά δεῖτε ὅτι δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση νά ἀποκτήσει τήν ἀρετή τῆς ὑπομονῆς ἕνα ἀντίθετο πνεῦμα, δηλαδή τό πνεῦμα τῆς ἀνυπομο- νησίας καί τῆς ὀργῆς. ῾Ο Κύριος καί Λυτρωτής μας θέλησε νά μᾶς διδάξει αὐτή τή μεγάλη ἀρετή καί νά μᾶς τή μεταδώσει ἔτσι ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά τή ζήσουμε ὄχι ὡς ἁπλή γνώση, ἀλλά ὡς βίωμα καί ὡς κίνηση τῆς καρδιᾶς. ῾Ο Κύριος λέει· «῎Αν κάποιος σέ ραπίσει στό δεξί μάγουλο, γύρισέ του καί τό ἄλλο» (Ματθ. 5, 39). Αὐτή ἡ φράση μᾶς δίνει μέ δύο λόγια ὅλη τήν τελειότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Λέγοντας ὁ Κύριος «τήν ἄλλην σιαγόνα», ἐννοεῖ ἀσφαλῶς «τή δεξιά». Καί αὐτό τό «ἄλλο» τό δεξί μάγουλο δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τή «βαθεῖα καρδία» τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο Κύριος λοιπόν θέλει νά ξεριζώσει ἀπό τίς πιό κρυφές πτυχές τῆς ψυχῆς τήν ἑστία τῆς ὀργῆς. Θέλει ἐπίσης νά μᾶς διδάξει ὅτι, ὅταν ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος δέχεται ἕνα χτύπημα στό δεξιό μάγουλο ἀπό ἕναν ἄδικο καί ἐπίβουλο συνάνθρωπο, τότε θά πρέπει καί ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» νά προσφέρει ἐπίσης τή δεξιά του παρειά γιά χτύπη- μα. Θά πρέπει δηλαδή καί ὁ «ἔσω ἄνθρωπος» νά συγκαταβεῖ ταπεινά στήν προσβο- λή πού τοῦ ἔγινε καί νά πονέσει μαζί μέ τόν ἐξωτερικό ἄνθρωπο, προσφέροντας καί παραδίνοντας κατά κάποιο τρόπο καί τό δικό του σῶμα στήν προσβολή.
Βλέπετε λοιπόν τώρα, πόσο ἀπέχουν αὐτοί πού προαναφέρατε ἀπό τή χριστια- νική τελειότητα. Τό ἱερό Εὐαγγέλιο μᾶς διδάσκει νά διατηροῦμε τήν ὑπομονή καί ὄχι μόνο νά μήν ἀντιδροῦμε ἐξωτερικά, ἀλλά καί νά παραμένουμε μέσα μας εἰρηνικοί. Νά μένουμε δηλαδή «ἀναλλοίωτοι» τήν ὥρα τῆς ἀντιδικίας καί τῆς σύγκρουσης.
Δέν ἀρκεῖ βέβαια τό νά μείνουμε κατά τήν ὥρα τῆς προσβολῆς, μόνο ἐμεῖς ἀτά- ραχοι καί εἰρηνικοί. ᾿Οφείλουμε ἐπιπλέον, μέ τήν πραότητα καί τόν ὑποχωρητικό τρόπο μας, νά βοηθήσουμε καί τούς ἄλλους, –οἱ ὁποῖοι εὐθύνονται γιά τήν ἀνατα- ραχή πού προηγήθηκε, καθώς ξέσπασαν πάνω μας τό πάθος τους– νά ξεπεράσουν τό θυμό τους καί νά ἠρεμήσουν. Θά πρέπει κι ἐμεῖς νά μήν ὑποχωρήσουμε στήν πρόκληση, ἀλλά καί μέ τή δύναμη τῆς πραότητας νά καταστείλουμε παράλληλα καί τήν ἔκρηξη τοῦ πάθους τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι θά ἐφαρμόσουμε τόν ἀποστολικό λόγο πού λέει· «Μήν ἀφήνεις νά σέ νικήσει τό κακό, ἀλλά νά νικᾶς τό κακό μέ τό ἀγαθό» (Ρωμ. 12, 21).
Δέν μποροῦν ὅμως νά συμπεριφερθοῦν ἔτσι ἐκεῖνοι πού, ὅπως προαναφέραμε, μιλοῦν γλυκά καί ἐκφράζονται ταπεινόσχημα καί ὑποκριτικά. Γιατί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, ἀντί νά σβήσουν μέσα τους τήν πυρκαϊά τοῦ θυμοῦ, τή συνδαυλίζουν. Ρίχνουν μάλιστα προσανάμματα ὄχι μόνο στή φωτιά τῆς δικῆς τους καρδιᾶς, ἀλλά καί σ᾿ ἐκείνη τοῦ ἀδελφοῦ τους. ᾿Ακόμα κι ἄν πετύχαιναν ποτέ αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά διατηρήσουν τήν πραότητα καί τήν εἰρήνη τους, καί τότε πάλι δέν θά εἶχαν τό δίκιο μέ τό μέρος τους. Κι αὐτό, γιατί αὐτοί θέλησαν νά ἀποκτήσουν τή δόξα τῆς ὑπομονῆς, βάζοντας σέ δοκιμασία τήν ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ τους. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἄνθρωποι παραμένουν ξένοι ἀπό ἐκείνη τήν ἀγάπη πού ἐννοεῖ ὁ ᾿Απόστολος, ὅταν λέει· «῾Η ἀγάπη δέν ἐπιδιώκει τό δικό της συμφέρον» (Α´ Κορ. 13, 5), ἀλλά τήν ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Γιατί, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει αὐτή τήν ἀγάπη, δέν ἐπιδιώκει νά πλουτίσει ἐπιβαρύνοντας τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οὔτε ἐπιθυμεῖ νά κερδίσει ὀφέλη, ἀδιαφορώντας καί ἐξουθενώνοντας τόν ἀδελφό του.
Κεφάλαιο 23· Αὐτός πού ὑποχωρεῖ στό θέλημα τοῦ ἄλλου εἶναι δυνατός καί ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος.
᾿Εκεῖνο πού πρέπει νά κατανοήσουμε βαθιά εἶναι αὐτό ἐδῶ·
Εἶναι πιό δυνατός ἐκεῖνος πού ὑποτάσσει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ ἀδελ- φοῦ του, ἀπό αὐτόν πού προσπαθεῖ πεισματικά νά ὑπερασπίσει τήν ἄποψή του καί νά ἐπιβάλλει στόν ἄλλο τή γνώμη του. ῾Ο πρῶτος, ἐπειδή ὑπομένει καί ἀνέχεται τόν συνάνθρωπό του, εἶναι πραγματικά ὑγιής καί ἰσχυρός χαρακτήρας. ῾Ο δεύτερος, ἀντίθετα, εἶναι ἀδύνατος καί κατά κάποιο τρόπο, ἀσθενής. Καί γι᾿ αὐτό θά πρέπει νά τόν περιβάλλουμε μέ τρυφερότητα καί μέ καλοσύνη. Θά ἦταν προτιμότερο, μερικές φορές, νά ἀποφύγει κανείς νά κάνει λόγο γιά ὁρισμένα ἀκόμα καί ἀναγκαῖα πράγματα, προκειμένου νά ἐξασφαλίσει τήν ἠρεμία καί τήν εἰρήνη του. Κι ἄς μή νομίζει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅτι, ἐνεργώντας μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, δείχνει ἀδιαφορία γιά τόν ἁγιασμό του. ᾿Αντίθετα, νά εἶναι βέβαιος ὅτι, μέ τήν ἀνεκτικότη- τα καί τήν ὑπομονή του, θά κερδίσει πολύ περισσότερα. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ ἐντολή τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει· «᾿Εμεῖς οἱ δυνατοί στήν ἀρετή πρέπει νά ἀνεχόμαστε τίς ἀδυναμίες αὐτῶν πού ἔχουν ἀδύνατη πίστη» (Ρωμ. 15, 1). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «Νά σηκώνετε ὁ ἕνας τό φορτίο τοῦ ἄλλου κι ἔτσι θά ἐφαρμόσετε τελείως τό νόμο τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. 6, 2).
Ποτέ ὁ ἀδύνατος δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τόν ἀδύνατο, οὔτε ὁ ἄρρωστος θά μπορέσει ποτέ νά ἀντέξει ἤ νά θεραπεύσει τόν ἀσθενή. Μόνο ἐκεῖνος πού δέν ἔχει ὑποκύψει στό πάθος καί στήν ἀδυναμία, θά μπορέσει νά προσφέρει θεραπεία στόν ἀδύναμο. Διαφορετικά θά ἦταν ἄξιος νά ἀκούσει τό, «γιατρέ, θεράπευσε τόν ἑαυτό σου» (Λουκ. 4, 23).
Κεφάλαιο 24· ῾Ο ἀδύνατος πνευματικά ἄνθρωπος ζημιώνεται, γιατί δέν μπορεῖ νά ὑπομένει τά λάθη τοῦ ἄλλου.
Στόν ἀδύναμο πνευματικά ἄνθρωπο παρατηρεῖ κανείς τό ἑξῆς· ᾿Ενῶ εἶναι ταχύς καί εὔκολος στό νά ἀνάψει καυγά καί στό νά ἐξυβρίσει, ὁ ἴδιος ποτέ δέν ἀνέχεται νά τόν θίξουν οὔτε καί στό ἐλάχιστο. Δέν ἀνέχεται οὔτε κάν νά ἀφήσει κανείς εἰς βάρος του τήν πιό ἐλαφριά ὑπόνοια προσβολῆς. Γεμάτος προκλητικότητα μεταχειρί- ζεται τούς πάντες ἀφ᾿ ὑψηλοῦ, μέ ἀπόλυτη αὐθάδεια καί ὑπεροψία. ῞Οταν ὅμως πρέπει αὐτός νά ὑπομείνει, ἔστω καί κάτι τό ἐλάχιστο, ἐξίσταται καί δυσαρεστεῖται ὑπερβολικά.
῎Ας ἐπανέλθουμε ὅμως στό ἀπόφθεγμα τῶν Γερόντων πού λέει· ῾Η φιλία δέν θά μποροῦσε νά διαρκέσει ἕως τέλους σταθερή καί ἀδιάπτωτη, παρά μονάχα ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού ἔχουν τόν ἴδιο βαθμό ἀρετῆς καί κοινό πνευματικό στόχο. Διαφορετικά, ἀργά ἤ γρήγορα, θά διαλυθεῖ αὐτή ἡ σχέση, ὅσο καί ἄν ἀγωνίζεται ὁ δυνατός νά διατηρήσει τήν ὑπομονή του.
Κεφάλαιο 25· Θεωρεῖται δυνατός αὐτός πού δέν ἀνέχεται τόν ἀδύνατο;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Γιά ποιό λόγο ὅμως ἡ ὑπομονή τοῦ πνευματικά δυνατοῦ εἶναι ἀξιέπαινη, τή στιγμή πού καί αὐτός πολλές φορές, δέν μπορεῖ νά ὑπομένει μέχρι τέλους τόν ἀδύνατο ἀδελφό του;
Κεφάλαιο 26· ῾Ο ἀδύνατος πνευματικά δέν ἀνέχεται πάντοτε νά τόν ὑπομένουν οἱ ἄλλοι.
ΑΒΒΑΣ ΙΩΣΗΦ· Δέν εἶπα καθόλου ὅτι ἡ ἀρετή ἤ ὅτι ἡ ὑπομονή τοῦ πνευματικά δυνατοῦ πρέπει νά ξεπεράσει τά ὅρια. ᾿Επεσήμανα ,ἀντίθετα, ὅτι οἱ ἄσχημες διαθέσεις τοῦ ἀδύνατου αὐξάνονται καί χειροτερεύουν ἀπό τήν ὑπομονή τοῦ ἄλλου. Καί μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου πού νά μήν μπορεῖ πιά κανείς νά τόν ἀντέξει. Γιατί τελικά,ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἑρμηνεύοντας τήν ὑπομονή τοῦ ἀδελφοῦ του ὡς σημάδι προσβολῆς καί ἀτίμωσης –ἡ ὁποία προκαλεῖται βέβαια, ἀπό τή δική του ἀνυπομονησία καί μόνο– θά προτιμήσει νά ἀπομακρυνθεῖ. Κι αὐτό, γιατί ὁ ἀδύνατος δέν θά ἀντέξει τελικά νά βλέπει τόν ἄλλο, νά τοῦ συμπεριφέρεται μέ τήν ἴδια πάντα ἀνοχή καί ὑπομονή.
῞Οσοι λοιπόν θέλουν νά διατηρήσουν ἀδιάπτωτη τή φιλία τους, ὀφείλουν, καθώς νομίζω, νά ἑδραιώσουν τή σχέση τους στίς ἑξῆς βασικές ἀρχές· Πρῶτα – πρῶτα, ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ προσβολές πού δέχεται κανείς, θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά διαφυλάξει τήν εἰρήνη του, ὄχι μόνο ἐξωτερικά, ἀλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς του. Θά πρέπει νά συγκρατεῖται κανείς καί νά τηρεῖ ἀπόλυτη σιωπή, ἀκόμα καί ἄν νιώ- θει τήν ἐλάχιστη ταραχή, ἐφαρμόζοντας αὐτό πού λέει ὁ Ψαλμωδός· «Ταράχθηκα κι ἔμεινα σιωπηλός» (Ψαλμ. 76, 5)· «εἶπα καί ἀπεφάσισα νά προσέχω τή συμπεριφορά μου, ὥστε νά μήν ἁμαρτάνω μέ τή γλώσσα μου. ῎Εβαλα φραγμό στό στόμα μου, ὅσο ἦταν μπροστά μου ὁ ἁμαρτωλός. ῎Εγινα ἄφωνος καί μέ ταπείνωση πολλή τήρησα σιγή, ἀκόμα καί γιά καλά πράγματα» (Ψαλμ. 38, 2-3).
Δέν πρέπει ἐπίσης νά στέκεται κανείς καί νά δίνει σημασία σ᾿ αὐτό πού συμβαίνει ἐκείνη τή στιγμή, οὔτε νά ξεστομίζει ὅ,τι τοῦ φέρνει στά χείλη του ὁ παροξυσμός τοῦ θυμοῦ του καί ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ἐξοργισμένη καρδιά του. ᾿Αντίθετα μάλιστα, θά πρέπει νά ξαναφέρει στή μνήμη του τή χάρη τῆς ἀγάπης πού εὔφραινε, πρίν ἀπό τόν παροξυσμό, τήν ψυχή τους ἤ νά στρέψει τά βλέμματά του πρός τό μέλλον. ᾿Εκεῖ νά ὁραματισθεῖ τήν εἰρήνη πού θά ἀπολαύσουν καί πάλι καί τή ζωντανή φιλία πού θά ξαναζήσουν καί θά ξαναχαροῦν ὅπως τότε, πρίν δηλαδή ἀπό τόν πειρασμό. Νά μή χάσει κανείς αὐτό τό ὅραμα ἀκόμα καί τήν ὥρα πού νιώθει ταραγμένος, ἀλλά νά σκέπτεται ὅτι ἡ εἰρήνη καί ἡ ὁμόνοια θά ξανάρθουν πολύ σύντομα.
῎Αν λοιπόν ἔτσι προετοιμάζει κανείς τόν ἑαυτό του τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ, τότε προγεύεται τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης πού σύντομα θά βασιλεύσει καί πάλι στήν καρδιά του καί δέν νιώθει καθόλου τήν πίκρα τῆς διαμάχης. Γι᾿ αὐτό θά προτιμήσει νά μιλήσει στόν ἀδελφό του κατά τέτοιο τρόπο, πού ἀργότερα νά μή νιώσει ἐνοχή γιά τή συμπεριφορά του, οὔτε νά φέρει τόν ἀδελφό στή θέση νά τοῦ καταλογίσει συμμετοχή καί εὐθύνη γιά ὅ,τι συνέβη μεταξύ τους. Θά ἐφαρμόσει ἔτσι τό λόγο τοῦ Προφήτη πού λέει· «῞Οταν ταραχθεῖ ἡ ψυχή μου ἀπό ὀργή, ἐλέησέ με, Κύριε» (᾿Αββ. 3, 2)
Κεφάλαιο 27· Πῶς θά συγκρατήσουμε τό θυμό.
Πρέπει λοιπόν, νά συγκρατεῖται κανείς τή στιγμή πού νιώθει τό θυμό νά ταράζει τήν ψυχή του καί, μέ τή βοήθεια τῆς διάκρισης, νά αὐτοκυριαρχεῖται, ἀνησυχώντας μήπως καί παραφερθεῖ καί πέσει ξαφνικά σ᾿ αὐτό πού ὁ σοφός Σολομώντας καταδικάζει λέγοντας· «῾Ο ἀνόητος ἐξωτερικεύει ὅλο τό θυμό του, ὁ συνετός ὅμως ἄνθρωπος τόν περιορίζει καί συγκρατεῖται» (Παροιμ. 29, 11). Πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ ἀνόητος καίγεται γιά ἐκδίκηση τήν ὥρα πού εἶναι ὀργισμένος, ἀλλά ὁ σοφός μετριάζει τήν ἀντίδρασή του καί σιγά–σιγά τήν ἐξαφανίζει μέ τήν φρόνηση καί τή μετριοπάθειά του.
Αὐτό ἐπίσης ἐννοεῖ καί ὁ ᾿Απόστολος ὅταν λέει· «Μή ζητᾶτε νά ἐκδικεῖσθε οἱ ἴδιοι τόν ἄλλο, ἀδελφοί, ἀλλά ἀφῆστε ἐλεύθερο τόν τόπο γιά νά ἐνεργήσει ἡ δίκαιη ὀργή τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 12, 19). Νά μήν ἐπιδιώκετε δηλαδή τήν ἐκδίκηση τήν ὥρα πού βρισκόσαστε κάτω ἀπό τήν τυφλή ὑποκίνηση τοῦ πάθους, ἀλλά νά δίνετε τόπο στήν ὀργή. Νά μήν ἀφήνετε νά σφιχτοῦν οἱ καρδιές σας ἀπό τή στενότητα τῆς ὀργῆς καί τῆς μικροψυχίας, ὥστε νά ἀτονήσουν μέχρι τοῦ σημείου πού νά μήν μποροῦν νά συγκρατήσουν τή σφοδρή καταιγίδα καί τό ξέσπασμα τοῦ πάθους. Πλατύνετε τήν καρδιά σας καί δεχθεῖτε τήν ἐπίθεση τοῦ ἀδελφοῦ μέσα στήν εὐρυχωρία τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «ὅλα τά σκεπάζει, σέ ὅλα δείχνει ὑπομονή» (Α´ Κορ. 13, 7). ῎Ετσι, ζώντας τόν πλατυσμό τῆς μεγαλοψυχίας καί τῆς ὑπομονῆς, θά ὁδεύσετε πρός τά σωστικά μονοπάτια τῆς σύνεσης, ἀπ᾿ ὅπου ἡ ὀργή θά βρεῖ διέξοδο, θά σκορπισθεῖ καί πολύ σύντομα θά διαλυθεῖ.
Δίνουμε, γιά παράδειγμα τόπο στήν ὀργή κάθε φορά πού σκύβουμε μπροστά στήν ταραχή τοῦ ἀδελφοῦ μας μέ ταπεινή καί ἤρεμη ψυχή. Θεωροῦμε δηλαδή τούς ἑαυτούς μας ἄξιους γιά ὅλες τίς προσβολές καί ἔτσι ὑποχωροῦμε μπροστά στό ὀργισμένο ξέσπασμα τοῦ ἀδελφοῦ μας.
῾Υπάρχουν ὅμως μερικοί πού παρερμηνεύουν τήν ἐντολή τοῦ ᾿Αποστόλου. Τό νά δώσουμε τόπο στήν ὀργή κατά τή γνώμη τους, σημαίνει τό ὅτι πρέπει νά ἀπομα- κρυνθοῦμε ἀπό τόν συγκεκριμένο ἀδελφό, ἐπειδή αὐτός εἶναι θυμώδης καί εὔκολα ἐξοργίζεται. ᾿Αλλά νομίζω ὅτι, κάνοντας ἔτσι, ὄχι μόνο δέν ἐξαλείφουμε τήν ἑστία τῶν διενέξεων, ἀλλά καί τή συντηροῦμε.
Θά πρέπει μέ τή δική μας ταπείνωση νά νικήσουμε τήν ὀργή τοῦ πλησίον μας, τή στιγμή ἀκριβῶς πού αὐτή ἐκδηλώνεται. Γιατί ἡ φυγή μας προκαλεῖ μᾶλλον τόν παροργισμό στόν ἀδελφό παρά τόν ἀποδιώχνει.
Κάτι παρόμοιο λέει καί ὁ σοφός Σολομώντας· «῾Η ψυχή σου», λέει, «νά μήν φουντώνει εὔκολα ἀπό τό θυμό, γιατί ὁ θυμός, σάν τό φίδι, φωλιάζει μέσα στόν κόρφο τοῦ ἀνόητου» (᾿Εκκλ. 7, 9). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει· «Μή δημιουργεῖς εὔκολα καυγάδες, γιατί θά μετανοήσεις ἀργότερα» (Παροιμ. 25, 8).
Μέ τό νά ἀποδοκιμάζει ὁ σοφός Σολομώντας τίς διαμάχες καί τά ἄμεσα ξεσπάσματα τοῦ θυμοῦ, δέν σημαίνει ταυτόχρονα ὅτι τά ἐπιτρέπει καί τά ἐπιδοκιμάζει, ἄν τό πάθος ἐκδηλωθεῖ ἀργότερα. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει καί τό χωρίο πού λέει· «῾Ο ἀνόητος ἀφήνει τό θυμό του νά ἐκδηλωθεῖ ἀμέσως, ἐνῶ ὁ συνετός ἄνθρωπος συγκρατεῖ τήν ὀργή του, γιατί αὐτή τόν ἐξευτελίζει» (Παροιμ. 12, 16). Μέ τό νά λέει βέβαια ὁ σοφός Σολομώντας ὅτι ὁ σώφρονας ἄνθρωπος ὀφείλει νά τιθασσεύει τό ἀτιμωτικό πάθος τοῦ θυμοῦ καί νά μήν ξεσπάει ἐκείνη τή στιγμή, δέν σημαίνει ἀσφαλῶς ὅτι τοῦ ἐπιτρέπεται νά τόν ἐκδηλώσει ἀργότερα. Θέλει, ἀντίθετα, νά πεῖ ὅτι, ἄν κάποια φορά κυριευθεῖ κανείς ἀπό τό θυμό, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, θά πρέπει νά συγκρατεῖται καί νά μήν ἐκδηλώνει τό πάθος του. ῎Ετσι, καλυμμένος μέ σύνεση τήν ὥρα τοῦ παροξυσμοῦ, θά κατευνάσει τό θυμό του καί σιγά-σιγά θά τόν σβήσει τελείως. Γιατί, πράγματι, τέτοια εἶναι ἡ φύση αὐτοῦ τοῦ πάθους. ῞Οταν δέν ἐκδηλώνεται, ἀτονεῖ καί σβήνει. ῞Οταν ὅμως ἐκδηλωθεῖ, τότε αὐτό φουντώνει ὅλο καί περισσότερο.
Πρέπει λοιπόν νά ἀνοίξει διάπλατα ἡ καρδιά μας καί νά πλατυνθεῖ ἀπέραντα. Γιατί διαφορετικά, σφιγμένη καί στενεμένη ἀπό τή μικροψυχία, θά φουντώσει καί θά ξεχειλίσει, ἀπό τίς φλόγες τοῦ θυμοῦ. Καί ἔτσι, μέσα σέ μιά στενή καρδιά, δέν θά ὑπάρξει καθόλου χῶρος, γιά νά κλείσει κανείς τή Θεία ἐντολή τῆς ἀγάπης πού εἶναι αἰώνια, οὔτε θά μπορέσει πλέον νά ξαναπεῖ μαζί μέ τόν Προφήτη· «῎Εσπευσα νά ἐκτελέσω τίς ἐντολές σου, ὅταν ἔκανες τήν καρδιά μου εὐρύχωρη καί πλατιά» (Ψαλμ. 118, 32).
῾Η μεγαλοψυχία εἶναι σοφία. ῾Η ῾Αγία Γραφή τό λέει ξεκάθαρα·«῾Ο ἄνθρωπος πού δέν θυμώνει εὔκολα, εἶναι πολύ συνετός, ὅποιος ὅμως εἶναι δειλός καί εὐέξαπτος, εἶναι ὑπερβολικά ἀνόητος» (Παροιμ. 14, 29). Κι ἀλλοῦ πάλι ἀναφέρεται σ᾿ ἐκεῖνον πού τιμήθηκε μέ τό χάρισμα τῆς σύνεσης καί λέει· «῎Εδωσε ὁ Θεός πολλή σοφία καί σύνεση στόν Σολομώντα καί καρδιά πλατιά κι ἀπέραντη, σάν τήν ἀμμουδιά τῆς θάλασσας» (Γ´ Βασ. 5, 5).
Κεφάλαιο 28· ῾Η φιλία πού βασίζεται μόνο σέ ἀμοιβαῖες ὑποσχέσεις δέν διαρκεῖ πολύ.
῾Υπάρχει ὅμως καί κάτι ἀκόμη πού συναντοῦμε συχνά καί πού ἡ πείρα μᾶς τό ἔχει διδάξει. Αὐτοί πού θεμελίωσαν τή φιλία τους πάνω σ᾿ ἕναν ὅρκο, δέν μπόρεσαν τελικά νά διατηρήσουν ζωντανή τήν ἀγάπη καί τήν ὁμόνοια. Κι αὐτό, γιατί δέν ἔκτισαν τή σχέση τους πάνω στόν πόθο καί στόν ἀγώνα γιά τόν ἁγιασμό τους, οὔτε τή δρομολόγησαν ὑπακούοντας στήν ἀποστολική ἐντολή τῆς ἀγάπης. ῾Η φιλία καί ἡ ἀγάπη τέτοιων ἀνθρώπων ὑπαγορεύεται συχνά ἀπό ἕνα γήινο συναίσθημα ἤ ἀπό μιά ἀνάγκη συντροφικότητας ἤ ἀκόμα ἁπλά καί μόνο ἀπό διάθεση νά τηρήσουν τήν ὑπόσχεση πού εἶχε δώσει ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Στή διακοπή βέβαια, ἑνός τέτοιου δεσμοῦ ἀγάπης καί φιλίας, συντελεῖ καί ἡ ἐμπλοκή τοῦ Πονηροῦ. ῾Ο ᾿Εχθρός πειράζει τούς ἀνθρώπους ἔτσι, ὥστε νά πικρανθοῦν μεταξύ τους καί νά παραβοῦν τήν ὑπόσχεση τῆς φιλίας πού εἶχαν δώσει ὁ ἕνας στόν ἄλλο.
Βλέπουμε λοιπόν ξεκάθαρα, πόσο δίκιο εἶχαν οἱ σοφοί αὐτοί καί συνετοί Γέροντες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν ὅτι ἡ ἀληθινή ὁμόνοια καί ἡ ἄρρηκτη φιλία δέν μπορεῖ νά κρατηθεῖ, παρά μονάχα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν ἁγιασμένη ζωή καί πορεύονται πρός ἕνα κοινό στόχο καί πρός κάποιο ἅγιο σκοπό.
Ἀπό τό βιβλίο,
«Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός, Συνομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου» τ. β΄
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Ἀββᾶ Κασσιανοῦ Τόμος Α’


Ἀββᾶ Κασσιανοῦ Τόμος Α’

Συνομιλίες μέ τούς
Πατέρες τῆς ἐρήμου
Ὁ Ἀββάς Κασσιανός καταγράφει τή σοφή διδα σκαλία καί τήν ἅγια βιοτή τῶν ἐρημιτῶν Πατέρων τοῦ 4ου αἰώνα, ὅπως τή γνώρισε κατά τήν πολυετή παραμονή του στήν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης.
Ἕνα μνημειῶδες καί ἀνέκδοτο μέχρι σήμερα ἔργο, δοσμένο στήν νεοελληνική καί συνοδευμένο μέ ἐκτενή εἰσαγωγή, πλούσια βιβλιογραφία καί ἀναλυτικούς πίνακες.

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΘΕΟΔΩΡΟ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Κεφάλαιο 1· Περιγραφή τῆς ἐρήμου καί ἐρώτηση σχετική μέ τό μαρτύριο τῶν ῾Αγίων.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· Στήν χώρα τῆς Παλαιστίνης, κοντά στήν κωμόπολη Θεκουέ, πού ἔχει τήν τιμή νά εἶναι ἡ γενέτειρα τοῦ Προφήτη ᾿Αμώς, ἁπλώνεται μιά τεράστια ἔρημος. ᾿Από τή μιά πλευρά μέχρι τήν ᾿Αραβία ὑπάρχουν ἀχανεῖς ἄγονες ἐκτάσεις, κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἔρημος ἐκτείνεται μέχρι τήν Νεκρή Θάλασσα, ὅπου χύνονται τά νερά τοῦ ᾿Ιορδάνη, στήν ὁποία βυθίστηκαν οἱ στάχτες ἀπό τήν πόλη τῶν Σοδόμων.
᾿Από πολύ παλιά ζοῦσαν ἐκεῖ ἅγιοι μοναχοί, ἀφιερωμένοι ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Κάποτε ὅμως, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, μιά συμμορία νομάδων ληστῶν Σαρακηνῶν τούς ἐπετέθη καί τούς κατέσφαξε.
Δημιουργήθηκε τότε μιά διαμάχη ἀνάμεσα στίς ἀρχές καί σέ ὅλο τόν πληθυσμό τῆς περιοχῆς τοῦ ᾿Αραβικοῦ λαοῦ, γιά τό ποιός θά ἔπαιρνε τά σώματα τῶν μοναχῶν πού σφαγιάσθηκαν καί θά τά τοποθετοῦσε μαζί μέ τά λείψανα τῶν Μαρτύρων. ῏Ηταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ εὐλάβεια ὅλων πρός τούς κεκοιμημένους πατέρες, ὥστε τά ἀντιμαχόμενα πλήθη πού συγκεντρώθηκαν ἀπό τίς δύο διαφορετικές πόλεις ἦρθαν σέ βίαιη συμπλοκή μεταξύ τους, μέχρι τοῦ σημείου νά πάρουν τά ὅπλα, προκειμένου νά ἀποκτήσουν τόν ἱερό θησαυρό. Μέσα στό θρησκευτικό ζῆλο τους, κάθε μιά ἀπό τίς δύο πλευρές, ἤθελε νά ἔχει τά περισσότερα δικαιώματα πάνω στόν τάφο καί στά λείψανα τῶν μοναχῶν. Οἱ μέν καυχιόνταν καί ἔλεγαν ὅτι οἱ μοναχοί ἔζησαν καί μαρτύρησαν ἐκεῖ, στό δικό τους τόπο· ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἰσχυρίζονταν ὅτι δικαιοῦνταν τά λείψανα γιατί οἱ μάρτυρες μοναχοί κατάγονταν ἀπό τήν χώρα τους.
Νιώσαμε νά συγκλονιζόμαστε ἀπό μιά ὀδυνηρή ἔκπληξη. Γιατί, ἐκτός ἀπό τήν τρομερή εἴδηση πού ἀκούσαμε, εἴδαμε παράλληλα καί πολλούς ἀδελφούς νά σκανδαλίζονται ἀπό τό γεγονός τῆς διαμάχης καί νά διερωτῶνται· Πῶς εἶναι δυνατόν νά φονευθοῦν ἀπό ληστές αὐτοί οἱ τόσο ἀξιοσέβαστοι ἄνθρωποι; Πῶς ὁ Κύριος ἐπέτρεψε νά διαπραχθεῖ ἕνα τέτοιο κακούργημα πρός τούς λειτουργούς Του καί πῶς ἐγκατέλειψε σέ ἀνόσια χέρια αὐτούς τούς ἀξιοθαύμαστους αὐτούς ἀνθρώπους;
Γεμάτοι θλίψη, πήγαμε νά βροῦμε τόν ἀββά Θεόδωρο, ἄνδρα ὀνομαστό γιά τήν ἀσκητική ζωή του. ῾Ο ἀββάς Θεόδωρος κατοικοῦσε στήν ἔρημο τῶν Κελιῶν, πού βρίσκεται πέντε μίλια μακρύτερα ἀπό τά μοναστήρια τῆς Νιτρίας, καί εἰκοσιτέσσερα μίλια ἀπό τή Σκήτη, ὅπου μέναμε ἐμεῖς. ῾Η ἀπόσταση αὐτή καλύπτεται ἀπό ἀχανή, ἀκατοίκητη ἔρημο.
῞Οταν φθάσαμε ἐκεῖ, ἐκθέσαμε στόν ἀββά Θεόδωρο τόν προβληματισμό μας, σχετικά μέ τό φονικό πού μόλις εἶχε διαπραχθεῖ. ᾿Απορούσαμε γιά τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ. Πῶς ᾿Εκεῖνος εἶχε ἐπιτρέψει, ὥστε ἄνθρωποι τέτοιας ἀξίας νά χαθοῦν μέ ἀνόσιο θάνατο; ῾Η ἁγιότητα τῶν μοναχῶν αὐτῶν θά μποροῦσε νά εἶχε προφυλάξει καί ἄλλους ἀπό ἀντίστοιχες δοκιμασίες. Καί νά πού τώρα, αὐτοί δέν εἶχαν κατορθώσει νά γλιτώσουν τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς τους ἀπό τά χέρια τῶν δημίων τους. Γιατί ἄραγε, εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά διαπραχθεῖ ἕνα τόσο μεγάλο ἔγκλημα ἐναντίον τῶν δούλων του;
Κεφάλαιο 2· ᾿Απάντηση τοῦ ἀββᾶ Θεοδώρου στήν ἐρώτηση πού τοῦ ὑποβάλαμε.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· Αὐτό τό ἐρώτημα βασανίζει συνήθως τίς ψυχές πού ἔχουν λίγη πίστη καί γνώση. Οἱ ῞Αγιοι δέν περιμένουν νά λάβουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο τήν ἀνταμοιβή γιά τούς κόπους τους. ῾Ο Θεός τούς ἐπιφυλάσσει τή δόξα καί τίς ἀπολαύσεις γιά τήν αἰωνιότητα. Οἱ ὀλιγόπιστοι ἀντίθετα φαντάζονται ὅτι πρέπει νά εἰσπράξουν τήν ἀνταμοιβή τους σ᾿ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή.
῾Η δική μας ἐλπίδα στόν Χριστό δέν ἀφορᾶ αὐτή μονάχα τή ζωή. Γιατί, διαφορετικά, ἄν ἀποβλέπαμε στήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτή ἐδῶ τή ζωή —πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἐξαιτίας τῆς δυσπιστίας μας θά χάναμε τά αἰώνια ἀγαθά— θά ὑπῆρχε φόβος νά γίνουμε, ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος, «οἱ πιό ἀξιολύπητοι ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους» (Α´ Κορ. 15, 19).
Δέν πρέπει ὅμως μέ κανένα τρόπο νά ἀποδεχθοῦμε αὐτή τή λανθασμένη ἄποψη. ῎Αν δέν εἴμαστε ἑδραιωμένοι στή σωστή πίστη, θά γίνουμε πνευματικά ἀδύνατοι καί θά εἴμαστε πολύ εὐάλωτοι στίς δοκιμασίες καί στίς θλίψεις. ῞Ολοι μας διατρέχουμε τόν κίνδυνο νά κλονισθοῦμε, ὅταν βρεθοῦμε σέ τέτοιες δύσκολες ὧρες, καί νά καταλογίσουμε στόν Θεό τήν ἀδικία πού μᾶς γίνεται καί τήν ἀδιαφορία τῶν συνανθρώπων μας —πράγματα πού εἶναι συνηθισμένα καί ἀνθρώπινα— λέγοντας ὅτι ὁ Θεός δέν προστατεύει ἀπό τούς πειρασμούς τούς ῾Αγίους καί τούς εὐσεβεῖς καί ὅτι δέν ἀνταποδίδει ἀπό αὐτή ἤδη τή ζωή, τό καλό στούς καλούς καί τό κακό στούς κακούς. Σέ μιά τέτοια περίπτωση θά γινόμασταν ἄξιοι κάθε καταδίκης, μαζί μ᾿ αὐτούς πού τούς ραπίζει ὁ λόγος τοῦ Προφήτη Σοφονία, ὁ ὁποῖος λέει· «Θά τιμωρήσω τούς ἀνθρώπους πού λένε· ὁ Κύριος δέν κάνει τίποτα, οὔτε καλό, οὔτε κακό» (Σοφ. 1, 12). Θά λογιαζόμασταν τότε μαζί μ᾿ ἐκείνους πού ἡ ῾Αγία Γραφή ἀναφέρει ὅτι ἐγόγγυζαν καί ἔλεγαν· «Αὐτοί πού κάνουν τό κακό εἶναι ἀρεστοί στόν Κύριο, κι ᾿Εκεῖνος τούς ἀγαπάει. Καί ποῦ εἶναι λοιπόν ὁ Θεός πού φροντίζει γιά τό δίκαιο;» (Μαλ. 2, 17). Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, θά συμμετείχαμε στή βλασφημία ἐκείνη πού λέει· «Εἴπατε ὅτι εἶναι ἄσκοπο νά ὑπηρετεῖ κανείς τόν Θεό· καί λέτε· τί κερδίσαμε πού τηρήσαμε τίς ἐντολές του καί συμπεριφερθήκαμε ταπεινά ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ Παντοκράτορος; Καί τώρα ἐμεῖς μακαρίζουμε τούς ἀσεβεῖς· καί προοδεύουν ὅλοι ὅσοι κάνουν παρανομίες· ἀντιστέκονται στόν Θεό καί διαφεύγουν τήν τιμωρία» (Μαλ. 3, 14-15).
Γιά νά ξεφύγουμε ὅμως ἀπό τήν ἄγνοια, πού εἶναι ἡ ρίζα καί ἡ αἰτία μιᾶς τόσο βαριᾶς πλάνης, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα τί εἶναι πραγματικά καλό καί τί κακό. ῎Αν, ἀντί νά ἀκολουθοῦμε τίς διάφορες λανθασμένες προκαταλήψεις, κρατᾶμε τήν ἀληθινή πίστη τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, δέν θά μπορέσουν ποτέ νά μᾶς ἐξαπατήσουν οἱ πλάνες τῶν ἀπίστων.
Κεφάλαιο 3· Τρεῖς κατηγορίες πραγμάτων ὑπάρχουν στόν κόσμο· Τά καλά, τά κακά καί αὐτά πού δέν εἶναι οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο.
Μποροῦμε νά κατατάξουμε ὅλα τά πράγματα σ᾿ αὐτό τόν κόσμο στίς ἑξῆς τρεῖς κατηγορίες· Σ᾿ αὐτά πού εἶναι καλά, σέ ὅσα εἶναι κακά καί σέ πράγματα πού δέν εἶναι οὔτε τό ἕνα οὔτε τό ἄλλο. ᾿Οφείλουμε συνεπῶς νά γνωρίζουμε ποιό εἶναι πραγματικά καλό, ποιό εἶναι κακό καί ποιό δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ οὔτε καλό οὔτε κακό. ῎Ετσι ἡ πίστη μας, στηριγμένη στήν ἀληθινή γνώση, θά παραμένει ἀκλόνητη σέ ὅλες τίς δοκιμασίες.
᾿Ανάμεσα στίς καταστάσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ὑπάρχει τίποτα πού νά ἀξίζει νά θεωρεῖται καλό, μέ τήν πλήρη σημασία τῆς λέξης. Καλό στήν πραγματικότητα εἶναι μονάχα ἡ ἀρετή. ῞Οταν μάλιστα ἡ ἀρετή εἶναι βασισμένη στή σωστή πίστη, τότε αὐτή μᾶς ὁδηγεῖ στόν Θεό, καί μᾶς κάνει νά εἴμαστε σέ διαρκή κοινωνία μαζί Του. ᾿Αντίθετα, κακό εἶναι μονάχα ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό —πού εἶναι τό ἀπόλυτο ᾿Αγαθό— καί μᾶς ἑνώνει μέ τόν διάβολο πού εἶναι ὁ πατέρας τοῦ κακοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος, ἀνάλογα μέ τά συναισθήματα ἤ τήν προαίρεσή του, μπορεῖ νά στραφεῖ πρός τή μία ἤ πρός τήν ἄλλη κατεύθυνση. ῎Ετσι τά πλούτη, ἡ ἐξουσία, ἡ τιμή, ἡ φυσική δύναμη, ἡ ὑγεία, ἡ ὀμορφιά, ἀκόμα καί ἡ ζωή, ὁ θάνατος, ἡ φτώχεια, οἱ ἀρρώστιες, οἱ βρισιές καί ἄλλα παρόμοια —ἀνάλογα μέ τίς διαθέσεις καί τά συναισθήματα αὐτοῦ πού τά βιώνει— μπορεῖ νά χρησιμοποιηθοῦν ἐξίσου εἴτε γιά τό καλό εἴτε γιά τό κακό.
Εἶναι γεγονός ὅτι τά πλούτη χρησιμεύουν συχνά γιά καλούς σκοπούς, καθώς λέει καί ὁ ᾿Απόστολος· «Οἱ πλούσιοι τοῦ κόσμου τούτου νά εἶναι πρόθυμοι νά δίνουν καί νά μοιράζονται μέ τούς ἄλλους ὅ,τι ἔχουν. ῎Ετσι θά ἀποταμιεύσουν τό θησαυρό τους καί θά βάλουν γιά τόν ἑαυτό τους ἕνα καλό θεμέλιο γιά τό μέλλον, γιά νά ἀποκτήσουν τήν αἰώνια ζωή» (Α´ Τιμ. 6, 18-19). Τό Εὐαγγέλιο ἐπίσης μαρτυρεῖ ὅτι τά πλούτη εἶναι καλά σ᾿ αὐτούς «πού κάνουν φίλους ἀκόμα κι ἀπό τά χρήματα τῆς ἀδικίας» (Λουκ. 16, 9). ᾿Αλλά, μπορεῖ νά ἀποβαίνουν καί ἐπιζήμια, ὅταν τά συγκεντρώνουμε γιά νά θησαυρίζουμε ἤ γιά νά τά χρησιμοποιήσουμε γιά ἀπόλαυση καί ὄχι γιά νά τήν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν.
Εἶναι πολύ εὔκολο νά ἀποδειχθῆ κατά πόσο ἡ ἐξουσία καί οἱ τιμές, ἡ φυσική δύναμη καί ἡ ὑγεία εἶναι πράγματα πού μποροῦν νά συντελέσουν στή διάπραξη τοῦ καλοῦ ἤ τοῦ κακοῦ. Γιά παράδειγμα, πολλοί ῞Αγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατεῖχαν ὅλα αὐτά τά καλά, περιουσίες τεράστιες, ἀνώτατα ἀξιώματα καί φυσική δύναμη. Παρόλα αὐτά ὅμως εὐαρέστησαν στόν Θεό. ᾿Ενῶ ὅσοι ἔκαναν κατάχρηση αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν, χρησιμοποιώντας τα γιά νά ὑπηρετήσουν τή διεστραμμένη ἐπιθυμία τους, τιμωρήθηκαν δίκαια καί ἐξαλείφθηκαν ἀπό τή γῆ, ὅπως βλέπουμε σέ πολλά παραδείγματα στό Βιβλίο τῶν Βασιλειῶν.
῾Η δυνατότητα νά ἐλεχθοῦν τά πράγματα, ἀνάλογα μέ τή χρήση καί τήν ἀντιμετώπισή τους, σέ καλά ἤ σέ κακά ἐγγίζει καί μέχρι τό ὅριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Αὐτό τό μαρτυροῦν ἡ γέννηση τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Προδρόμου καί ἡ ἀντίστοιχη τοῦ ᾿Ιούδα. ῏Ηταν ἀνυπολόγιστα σπουδαῖο τό ὄφελος πού προερχόταν ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ τίμιος Πρόδρομος ἐρχόταν στή ζωή. Γι᾿ αὐτό καί ἡ γέννησή του κατά τή μαρτυρία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἔδωσε χαρά ὄχι μόνο στούς γονεῖς του, ἀλλά καί σέ πολλούς ἄλλους· «Καί θά χαροῦν» λέει, «πολλοί γιά τή γέννησή του» (Λουκ. 1, 14). ῞Ομως γιά τόν Προδότη ἔχει εἰπωθεῖ· «Θά ἦταν καλύτερα γιά τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνον νά μήν εἶχε γεννηθεῖ» (Ματθ. 26, 24). Γιά τό θάνατο τοῦ ᾿Ιωάννη λέει ὁ Προφήτης Δαυίδ· «Πολύτιμος εἶναι μπροστά στά μάτια τοῦ Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ἁγίων Του» (Ψαλμ. 115, 16). Γιά τό θάνατο τοῦ ᾿Ιούδα καί τῶν ὁμοίων του, ὁ Ψαλμωδός μᾶς διαβεβαιώνει λέγοντας· «῾Ο θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν θά εἶναι ἐπαίσχυντος καί κακός» (Ψαλμ. 33, 22).
Τά εὐεργετικά ἀποτελέσματα πού μᾶς προσφέρει ἡ ἀσθένεια, φαίνονται ξεκάθαρα ἀπό τήν μακαριότητα πού περίμενε τόν φτωχό καί καταπληγωμένο Λάζαρο. ῾Η ῾Αγία Γραφή δέν ἀναφέρει γιά τόν Λάζαρο πώς αὐτός εἶχε κάποια ἄλλη ἀρετή. Τό μόνο πού διέθετε ἦταν ἡ μεγάλη του ὑπομονή, ὥστε νά ὑποφέρει τή φτώχεια καί τήν ἀρρώστια. Καί αὐτή ἡ ὑπομονή τόν ἀξίωσε νά λάβει τήν οὐράνια ἀμοιβή, νά βρεῖ δηλαδή τόπο στούς κόλπους τοῦ ᾿Αβραάμ (Λουκ. 16, 20-22).
῾Η φτώχεια, οἱ διωγμοί, οἱ προσβολές θεωροῦνται ἀπό τούς ἀνθρώπους γενικά ὡς πράγματα κακά καί ἐπιζήμια. Καί ὅμως πόση ὠφέλεια προκύπτει ἀπό αὐτά! Αὐτό μᾶς τό βεβαιώνει ξεκάθαρα ἡ ζωή τῶν ῾Αγίων. Οἱ ῞Αγιοι, ὄχι μόνο δέν ἀπέφευγαν τά διάφορα δεινά, πού τούς εὕρισκαν, ἀλλά, ἀντίθετα, καί ἡ ἀρετή καί ἡ ἀνδρεία τους τά ἐπιζητοῦσε καί τά ὑπέμενε μέ σθένος καί γενναιότητα. ῎Ετσι, ἀφοῦ ἔγιναν «φίλοι τοῦ Θεοῦ», πῆραν, ἐπιπλέον, καί τό βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς. ᾿Ακοῦστε τόν θριαμβευτικό ὕμνο τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει· «Γι᾿ αὐτό εὐφραίνομαι στίς ἀσθένειες, στίς βρισιές, στίς ἀνάγκες, στούς διωγμούς καί στίς πιέσεις, ὅταν αὐτά τά ὑποφέρω γιά τή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὅταν φαίνεται ὅτι ἔχω χάσει κάθε δύναμη, τότε εἶμαι πραγματικά δυνατός» (Β´ Κορ. 12, 10).
Νά μή νομίζουμε λοιπόν ὅτι εἶναι εὐτυχεῖς καί μακάριοι ἐκεῖνοι πού εἶναι μεγαλωμένοι, σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, μέ πλούτη, τιμές καί ἐξουσία. ῾Η εὐτυχία βρίσκεται μονάχα στήν ἀρετή. Εἶναι λοιπόν τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἀξίες χωρίς ἀντίκρυσμα. Τά ὑλικά ἀγαθά εἶναι χρήσιμα καί ἐπωφελή στούς δίκαιους, πού τά χρησιμοποιοῦν μέ σωστό τρόπο καί γιά νά ἱκανοποιήσουν πραγματικές ἀνάγκες. Γιατί τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι πράγματα πού δίνουν στόν δίκαιο ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία νά ἀγαθοεργήσει καί νά κερδίσει, μέ τήν καλή χρήση τους, τήν αἰώνια ζωή. Τά ἴδια ὅμως ἀγαθά ἀποβαίνουν ἐξίσου βλαβερά καί ἐπιζήμια, σ᾿ αὐτούς πού κάνουν κατάχρηση· γιατί τούς τροφοδοτοῦν μέ εὐκαιρίες γιά ἁμαρτία καί, κατά συνέπεια, γιά τόν αἰώνιο θάνατο.
Κεφάλαιο 4· Τό κακό δέν ἐπιβάλλεται σέ κάποιον μέ τή βία καί χωρίς νά τό θέλει.
῎Ας ξαναφέρουμε στό νοῦ μας τίς διακρίσεις πού μόλις κάναμε. ῎Ας μή λησμονοῦμε ὅτι καλό εἶναι μόνο ἡ ἀρετή πού πηγάζει ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τήν ἀγάπη. Κακό ἐπίσης εἶναι μονάχα ἡ ἁμαρτία καί ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό.
Καί τώρα, ἄς ἐξετάσουμε προσεκτικά, ἄν ἔχει ἐπιτρέψει ποτέ ὁ Θεός νά καταβληθοῦν τά ἀφοσιωμένα σ᾿ Αὐτόν παιδιά Του ἀπό κάποιο κακό, πού εἴτε ὁ ῎Ιδιος τό ἐπέτρεψε εἴτε ἡ κακία κάποιου ἄλλου ἀνθρώπου τό ἐπέβαλε. Σίγουρα, δέν θά βροῦμε οὔτε ἕνα τέτοιο παράδειγμα.
Εἶναι ἀδύνατον νά προξενήσει κανείς κακό σέ μιά ψυχή πού ἀρνεῖται νά συγκατατεθεῖ στό κακό καί ἀντιστέκεται στήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία δέν βρίσκει τόπο, παρά μόνο ἐκεῖ πού τῆς δίνει ἔδαφος μιά καρδιά δειλή καί μιά διεφθαρμένη θέληση. Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὁ δαίμονας ἔθεσε σέ κίνηση ἐναντίον τοῦ μακαρίου ᾿Ιώβ ὅλα τά πολεμικά τεχνάσματά του, γιά νά τόν κάνει τελικά νά ὑποκύψει στήν ἁμαρτία. Τόν ἀπογύμνωσε ἀπ᾿ ὅλα τά ἀγαθά του καί, ὅταν τόν εἶδε βυθισμένο σέ βαθύ πένθος ἀπό τό θάνατο τῶν ἑπτά γιῶν του καί σέ πόνο τόσο φρικτό καί ἀναπάντεχο, τόν χτύπησε ἀκόμη περισσότερο μέ μιά φοβερή λέπρα πού ἁπλώνοταν ἀπό τήν κορυφή τοῦ κεφαλιοῦ μέχρι τά πέλματα τῶν ποδιῶν του. Τόν χτύπησε μέ τά πιό ἀφόρητα μαρτύρια. ᾿Αλλά δέν μπόρεσε νά τόν μολύνει καί νά τόν ρίξει στήν ἁμαρτία. ῾Ο ᾿Ιώβ, μέσα σ᾿ ὅλα αὐτά, παρέμεινε ἀκλόνητος, χωρίς νά δώσει τόπο στό γογγυσμό οὔτε γιά μιά στιγμή.
Κεφάλαιο 5· ᾿Ερώτηση, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι δημιουργός τοῦ κακοῦ.
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Συναντοῦμε συχνά στήν ῾Αγία Γραφή χωρία πού ὑπαινίσσονται ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τό κακό καί ἐπιτρέπει μέ αὐτό νά θλίβονται οἱ ἄνθρωποι. Γιά παράδειγμα· «῎Αλλος Θεός δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό μένα. ᾿Εγώ εἶμαι ὁ Κύριος καί δέν ὑπάρχει ἄλλος. ᾿Εγώ δημιούργησα τό φῶς καί τό σκοτάδι, ἐγώ φέρνω τήν εἰρήνη καί ἐπιτρέπω νά γίνεται τό κακό» (῾Ησ. 45, 6-7). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει· «Εἶναι δυνατόν νά συμβεῖ συμφορά σέ μιά πόλη πού νά μήν τήν ἔχει ἐπιτρέψει ὁ Κύριος;» (᾿Αμώς 3, 6).
Κεφάλαιο 6· ᾿Απάντηση στήν προηγούμενη ἐρώτηση.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· ῾Η ῾Αγία Γραφή χρησιμοποιεῖ μερικές φορές τή λέξη «κακό», μέ μιά ἔννοια πού δέν εἶναι πολύ δόκιμη, γιά νά ἐκφράσει τή «θλίψη». Οἱ θλίψεις δέν εἶναι ὁπωσδήποτε κακό πράγμα. Φαίνονται ὅμως ἔτσι στά μάτια αὐτῶν πού ἔχουν χτυπηθεῖ. ῾Ο σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἐπιτρέπει ὁ Θεός τίς θλίψεις εἶναι ἡ ὠφέλεια ἐκείνου πού τίς ὑπομένει. ῞Οταν ὁ Θεός ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους, θέλοντας νά τούς παιδαγωγήσει, ἀναγκαστικά πρέπει νά ἐκφράσει τό θέλημά Του μέ ὅρους πού μπορεῖ νά προσλάβει καί νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς γίνεται ἡ χρήση αὐτοῦ τοῦ ὅρου.
Πραγματικά, πόσο λυτρωτικά καί σωτήρια, γιά μιά πληγή μέ γάγγραινα, μποροῦν νά ἀποδειχθοῦν τό κοφτερό νυστέρι καί τό χέρι τοῦ χειρουργοῦ; Στά μάτια ὅμως τοῦ ἀσθενῆ ὅλα αὐτά εἶναι ἀφόρητα κακά. Τό σπιρούνι δέν εἶναι ποτέ μαλακό γιά τό ἄλογο, οὔτε εἶναι εὐπρόσδεκτη ἡ ἐπιτίμηση πού γίνεται σέ κάποιον ἔνοχο, γιά νά προκαλέσει τή μετάνοια καί τή διόρθωσή του. ῾Η τιμωρία φαίνεται πικρή τήν ὥρα πού ἐπιβάλλεται, γιά νά διορθωθεῖ κανείς. ῾Ο ᾿Απόστολος λέει· «῾Η διαπαιδαγώγηση ποτέ δέν φαίνεται στήν ἀρχή νά προξενεῖ χαρά, ἀλλά λύπη. ᾿Αργότερα ὅμως, ἀποφέρει καρπό εἰρήνης καί δικαιοσύνης» (῾Εβρ. 12, 11)· καί, «ὅποιον ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν διαπαιδαγωγεῖ καί μαστιγώνει καθέναν πού παραδέχεται γιά παιδί του. Γιατί, ποιό παιδί δέν τό διαπαιδαγωγεῖ ὁ πατέρας του;» (῾Εβρ. 12, 6-7).
῎Ετσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ λέξη «κακό» χρησιμοποιεῖται γιά νά δώσει τήν ἔννοια τῆς θλίψης, ὅπως τό βλέπουμε στό Εὐαγγελικό κείμενο πού λέει· «῾Ο Θεός μετανόησε γιά τό κακό πού εἶχε πεῖ πώς θά τούς ἔκανε καί δέν τό ἔκανε» (᾿Ιωάν. 3, 10). Καί σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἐπίσης λέει· «Σύ Κύριε, ὁ Θεός μας εἶσαι ἐλεήμων καί οἰκτίρμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί λυπᾶσαι γιά τό κακό» (᾿Ιωήλ 2, 13). Λυπᾶσαι δηλαδή, γιά τίς δοκιμασίες καί γιά τούς κόπους πού οἱ ἁμαρτίες μας Σέ ἀναγκάζουν νά μᾶς ἐπιβάλλεις.
Γνωρίζοντας τήν ὠφέλεια πού προκύπτει γιά πολλούς ἀπό αὐτές τίς δοκιμασίες, ἕνας ἄλλος Προφήτης, ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδή φθόνησε τή σωτηρία τους, ἀλλά γιά νά τούς βοηθήσει, τούς εὔχεται τό κακό· «Κύριε» λέει, «πρόσθεσε σ᾿ αὐτούς κακά, πρόσθεσε σ᾿ αὐτούς κακά, στούς ἐνδόξους ἀσεβεῖς τῆς γῆς» (῾Ησ. 26, 15). Καί ὁ Κύριος, μέ τό στόμα τοῦ προφήτη ῾Ιερεμία, ἐπίσης λέει· «Θά τούς προξενήσω κακά» (῾Ιερ. 11, 11). Θά ἐπιτρέψω δηλαδή νά τούς βροῦν πόνοι καί καταστροφές. ῎Ετσι, ὑπομένοντας τώρα αὐτή τήν τιμωρία —ἀφοῦ μέ περιφρόνησαν μέσα στήν εὐημερία— θά ἀναγκασθοῦν μέ τίς θλίψεις, νά στραφοῦν ἐπιτέλους καί νά προστρέξουν σ᾿ ᾿Εμένα.
᾿Αλλά πῶς μποροῦμε νά θεωροῦμε ὡς κακό τίς διάφορες θλίψεις, ἀφοῦ αὐτές ὠφελοῦν ἕνα μεγάλο μέρος ἀνθρώπων καί τούς παρέχουν τή δυνατότητα νά κερδίσουν τήν αἰώνια χαρά;
Δέν πρέπει λοιπόν —γιά νά ἐπανέλθουμε στό θέμα πού θέσατε— νά πιστεύουμε ὅτι τά ὑποτιθέμενα κακά, τά ὁποῖα παρακινοῦν καί ὑποδαυλίζουν οἱ ᾿Εχθροί μας, ἤ ἄλλα πρόσωπα, εἶναι καί «κατ᾿ οὐσίαν» κακά. ᾿Αντίθετα, πρέπει νά θεωροῦμε ὅτι αὐτά ἀνήκουν στήν κατηγορία ἐκείνων πού δέν μποροῦμε νά τά χαρακτηρίσουμε οὔτε καλά οὔτε κακά. Αὐτά δέν ἀξιολογοῦνται ὅπως τά ἐκλαμβάνει ὁ δράστης, πού βρίσκεται μέσα στήν παραφορά τῆς ὀργῆς του, ἀλλά ὅπως τά ἐκτιμᾶ αὐτός πού τά ὑπομένει. ῎Ετσι, ὅταν φονευθεῖ ἕνας ῞Αγιος δέν πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι τοῦ ἔκαναν κάτι κακό, ἀλλά ὅτι τοῦ συνέβη κάτι πού δέν εἶναι οὔτε καλό οὔτε κακό. Αὐτό πού γιά ἕναν ἁμαρτωλό θά ἦταν κακό, γιά τόν δίκαιο εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἀνάπαυσης καί τῆς ἀπελευθέρωσής του ἀπό ὅλες τίς ἐπίγειες συμφορές. «῾Ο θάνατος», λέει ἡ ῾Αγία Γραφή, «εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο ἀνάπαυση» (᾿Ιώβ 3, 23). ῾Ο δίκαιος σέ καμιά περίπτωση δέν ζημιώνεται μέ τό θάνατο. ῎Αλλωστε, τί ἰδιαίτερο τοῦ συνέβη; ῎Ετσι ἤ ἀλλιῶς, κάποτε θά πέθαινε ἀπό φυσικό θάνατο. Μέ τό νά τόν σκοτώνει ἡ κακία κάποιου, τόν στέλνει μιά ὥρα γρηγορότερα στήν ἀπολαβή τῆς αἰώνιας μακαριότητας. ᾿Εξοφλεῖ μέ τό θάνατό του ἕνα ἀναπόφευκτο γιά κάθε ἄνθρωπο γεγονός. ᾿Επιπλέον, τοῦ χαρίζεται γιά τήν ὑπομονή του, τό βραβεῖο τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Κεφάλαιο 7· ῎Αν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πράγματι κερδισμένος, ὅταν πεθαίνει, τότε εἶναι ἔνοχος αὐτός πού τόν φονεύει;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· ῎Αν ὁ δίκαιος πού φονεύεται, ἐκτός τοῦ ὅτι δέν παθαίνει κανένα κακό, ἀνταμείβεται κιόλας γιά τήν ὀδύνη του, τότε γιατί νά κατηγορήσουμε τόν φονιά, ὁ ὁποῖος σκοτώνοντάς τον, δέν τοῦ στερεῖ τίποτα, ἀλλά ἀντίθετα τόν εὐεργετεῖ;
Κεφάλαιο 8· ᾿Απάντηση τοῦ ᾿Αββᾶ στήν προηγούμενη ἐρώτηση.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· ᾿Εδῶ μιλᾶμε γι᾿ αὐτό πού εἶναι, ὅπως εἴπαμε, καλό καί γιά ὅ,τι, μέ τή σωστή ἀντιμετώπιση, μπορεῖ νά ἀποβεῖ ὄφελος ἤ ζημία. Δέν ἀναφερθήκαμε ἀσφαλῶς μ᾿ αὐτά πού εἰπώθηκαν στίς προθέσεις τοῦ δράστη. Συνεπῶς μέ ὅτι εἴπαμε δέν ἐννούσαμε ὅτι θά μείνει ἀτιμώρητος ὁ δράστης μιᾶς θηριωδίας ἤ ὁ ἄδικος ἄνθρωπος, ἐπειδή ἡ κακία του δέν μπόρεσε νά βλάψει πνευματικά τόν δίκαιο. ῾Η ἀνταμοιβή γιά τήν καρτερικότητα καί τήν ἀρετή τοῦ δικαίου, δέν χαρίζεται σ᾿ αὐτόν πού τόν βασανίζει ἤ πού τόν φονεύει, ἀλλά σ᾿ αὐτόν πού τά ὑπομένει ὅλα αὐτά μέ καρτερία. ῾Ο ἕνας, ὁ δίκαιος θά τιμωρηθεῖ γιά τήν ὡμότητά του, γιατί θέλησε νά κάνει κακό. ῾Ο ἄλλος ὅμως, δέν ὑπέστη καμιά ζημιά, γιατί μέ τή δύναμη τῆς ψυχῆς του, βαστάζοντας ὑπομονετικά τή δοκιμασία καί τό μαρτύριο, ἀξιοποίησε τά βάσανά του. Κι ἔτσι ὠφελήθηκε, κερδίζοντας μέ τήν ὑπομονή του τόν Παράδεισο.
Κεφάλαιο 9· Γιά τόν ᾿Ιώβ πού δοκιμάσθηκε ἀπό τόν διάβολο· καί γιά τόν ᾿Ιούδα πού πρόδωσε τόν Κύριο· Καί ὅτι τόσο ἡ εὐημερία ὅσο καί οἰ ἀντιξοότητες εἶναι καταστάσεις ὠφέλιμες γιά τόν ἄνθρωπο.
᾿Επειδή ὁ ᾿Ιώβ τελικά δοξάσθηκε μέσα ἀπό τή δοκιμασία του, θά ἔπρεπε νά γίνει ἡ ὑπομονή του βραβεῖο γιά τόν δαίμονα πού τόν πείραξε; Τό βραβεῖο δέν εἶναι παρά μόνο γιά ἐκεῖνον πού σήκωσε μέ ἀνδρεία τίς φοβερές ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Οὔτε καί ὁ ᾿Ιούδας ὅμως θά ξεφύγει ἀπό τά αἰώνια βασανιστήρια, ἐπειδή ἡ προδοσία του συντέλεσε στό ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν πρέπει νά ἀξιολογοῦμε τό τελικό ἀποτέλεσμα μιᾶς πράξης, ἀλλά τήν πρόθεση αὐτοῦ πού τήν ἔκανε. Καί γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά κρίνουμε μέ αὐτό τό μέτρο, ὅτι δηλαδή εἶναι ἀδύνατον νά προκύψει ἀπό τόν πειρασμό κακό, ἐκτός ἄν, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πού θλίβεται, δώσει, μέ τή μικροψυχία καί τήν ὀλιγοπιστία του, ἀφορμή ὥστε νά ἐξελιχθεῖ ὁ πειρασμός σέ κακό.
῞Ενας λόγος τῆς πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολῆς τοῦ ᾿Αποστόλου ἐπιβεβαιώνει αὐτή τή θέση μου· «Γνωρίζουμε», λέει, «ὅτι σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό, ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους» (Ρωμ. 8, 28). ῾Ο ᾿Απόστολος λέει, «ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους». Συνεπῶς, ὁ ᾿Απόστολος περικλείει στό λόγο του, παράλληλα μέ τά εὐχάριστα γεγονότα, κι ὅλα αὐτά πού ἐμεῖς τά θεωροῦμε ὡς δυσάρεστα. Σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ὁ ἴδιος ᾿Απόστολος μᾶς πληροφορεῖ καί μᾶς λέει ὅτι πέρασε κι αὐτός ἀπό τέτοιες περιπέτειες καί κακοτυχίες· «Μέ τά ὅπλα», λέει, «τῆς δικαιοσύνης, τά δεξιά (ἐπιθετικά) καί τά ἀριστερά (ἀμυντικά)». Μ᾿ ἄλλα λόγια, «δοκιμάζοντας δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους καί ὅμως εἴμαστε ἀληθινοί, μᾶς προκαλοῦν στενοχώριες καί ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε, εἴμαστε φτωχοί καί ὅμως κάνουμε πολλούς πλούσιους» (Β´ Κορ. 6, 7-10).
Συνεπῶς, ὅ,τι θεωρεῖται ὡς καλό, αὐτά πού ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος τά περικλείει στούς ὅρους «δόξα» καί «ἔπαινο», καί ὅ,τι ἐπίσης θεωρεῖται ὡς κακό —τό ὁποῖο προφανῶς ἐκφράζεται ἀπό τόν ἴδιο μέ τούς ὅρους «ἀτίμωση» καί «δυσφήμηση»— γιά τόν τέλειο χριστιανό, γίνεται ὅπλο δικαιοσύνης. Γίνονται δηλαδή ὅπλα αὐτά πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι συνθλίβουν τόν ἄνθρωπο. Στήν πραγματικότητα τόν ἐνισχύουν καί τόν τροφοδοτοῦν μέ ὅπλα αὐτά πού ἐμεῖς θεωροῦμε ὡς συμφορές. Εἶναι, μέ ἄλλα λόγια, σάν νά τόν προμηθεύουν μέ ἕνα τόξο, μέ μιά ρομφαία ἤ μέ μιά γερή ἀσπίδα, ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του.
῾Ο δίκαιος πού δοκιμάζεται μέ τίς θλίψεις αὐξάνεται σέ καρτερία καί ἀρετή, καί τελικά κερδίζει τό ἔνδοξο ἔπαθλο τῆς ὑπομονῆς. Κι αὐτό, γιατί ἀξιοποιεῖ πρός ὄφελός του τά ἴδια βέλη, τά ὁποῖα οἱ ἐχθροί του προόριζαν γιά τήν ἀπώλειά του. ῎Ετσι οὔτε ἡ εὐημερία τόν ἀνυψώνει, οὔτε ἡ δυστυχία τόν καταβάλλει. Βαδίζει συνεχῶς σέ ἕνα μονοπάτι. Πορεύεται τή μιά καί βασιλική ὁδό. Παραμένει μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς εἰρήνης, ἀπ᾿ τήν ὁποία οἱ χαρές πού ἔρχονται δέν τόν ἀλλοιώνουν, ὅπως θά λέγαμε, πρός τά δεξιά. Οὔτε ὅμως καί οἱ ἐπιθέσεις τῶν ἀντίξοων καταστάσεων τόν σπρώχνουν, νικημένο ἀπό τή θλίψη, πρός τά ἀριστερά. ῾Ο Προφητάναξ Δαυίδ λέει χαρακτηριστικά· «Πολλή εἰρήνη ἔχουν ὅσοι τό νόμο σου ἀγαποῦν, καί πρόσκομμα δέν συναντοῦν μπροστά τους» (Ψαλμ. 118, 165).
Τό ἀντίθετο ἀκριβῶς ἔχει εἰπωθεῖ γι᾿ αὐτούς πού ἀλλοιώνονται ἐσωτερικά σέ κάθε γεγονός, ἀνάλογα μέ τό τί εἴδους εἶναι αὐτό τό γεγονός· «῾Ο ἄφρονας» λέει ὁ σοφός Σειράχ, «ἀλλοιώνεται σάν τή σελήνη» (Σοφ. Σειρ. 27,12). Καί ἄν ἰσχύει γιά τούς τέλειους, «σ᾿ ἐκείνους πού ἀγαποῦν τόν Θεό ὅλα συνεργοῦν γιά τό καλό τους» (Ρωμ. 8, 28), ὑπάρχει καί ἡ ἀντίστοιχη προφητεία γιά τούς ἀδύναμους καί ἀπερίσκεπτους, ἡ ὁποία λέει· «Στόν ἄφρονα ἄνθρωπο ἔρχονται ὅλα ἀνάποδα» (Παροιμ. 14, 7). Πράγματι, ὁ ἄδικος καί ὁ ἀπερίσκεπτος ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται εἰρηνικός καί ἱκανοποιημένος τόν καιρό τῆς εὐημερίας. Οὔτε ὅμως οἱ συμφορές τοῦ προσφέρουν ἐμπειρίες καί οὔτε ποτέ τόν συνετίζουν.
Τό νά ὑπομένει κανείς μέ σθένος τή θλίψη, καθώς καί τό νά παραμένει κυρίαρχος τοῦ ἑαυτοῦ του τήν ὥρα τῆς καλοτυχίας, εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας ἀρετῆς. ᾿Αλλά καί τό νά νικηθεῖ κανείς σ᾿ ἕνα ἀπό αὐτά τά δύο, εἶναι φανερό σημάδι τῆς ἴδιας ἔλλειψης καί ἀδυναμίας. ᾿Αδυνατεῖ δηλαδή αὐτός ὁ ἄνθρωπος, νά ἀντιμετωπίσει σωστά, τόσο τήν εὐτυχία ὅσο καί τήν δυστυχία.
Παρόλα αὐτά, εἶναι πιό εὔκολο νά ἀποτύχει κανείς τόν καιρό τῆς εὐτυχίας, παρά τόν καιρό τῶν θλίψεων. Γιατί ἡ θλίψη, πολλές φορές, συγκρατεῖ καί ταπεινώνει τόν ἄνθρωπο. Μέ τήν συντριβή πού ἀκολουθεῖ τόν πειρασμό προφυλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία καί διορθώνεται. ῾Η καλοτυχία καί ἡ εὐημερία, ἀντίθετα, ζημιώνουν μέ τίς μαλθακές καί ἐπικίνδυνες θωπεῖες τους τήν ψυχή καί τήν κάνουν νά ἐπαίρεται. Καί ὅσο πιό μεγάλη ἀσφάλεια ἐμπνέει μιά ἀνέφελη εὐημερία, τόσο πιό βαθιά εἶναι ἡ ἄβυσσος, στήν ὁποία αὐτή γκρεμίζει τήν ψυχή.
Κεφάλαιο 10· Γιά τήν ὑπεροχή τοῦ τέλειου ἀνθρώπου, πού μεταφορικά ὀνομάζεται ἀμφοτεροδέξιος.
Οἱ τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἡ ῾Αγία Γραφή ὀνομάζει «ἀμφοτεροδέξιους». ῎Ετσι μᾶς περιγράφεται στό Βιβλίο τῶν Κριτῶν πώς ἦταν ὁ ξακουστός ᾿Εούδ, «ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά χρησιμοποιεῖ τό ἀριστερό του χέρι τόσο καλά ὅσο καί τό δεξιό» (Κριτ. 3, 15).
῎Ετσι θά ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νά γίνουμε καί νά λεγόμαστε ἀμφοτεροδέξιοι —μέ τήν πνευματική βέβαια, ἔννοια τοῦ ὅρου— ἄν δηλαδή κάνουμε καλή χρήση τῆς εὐημερίας, τήν ὁποία ὀνομάζουμε συμβολικά «δεξί χέρι», καί τῆς θλίψης, τήν ὁποία παριστάνουμε ὡς «ἀριστερό χέρι». ῎Αν, μ᾿ ἄλλα λόγια, θεωρήσουμε τά πάντα, ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβαίνει, ὅτι εἶναι καλά, θετικά καί χρήσιμα. Νά μᾶς γίνεται καθετί, ὅπως λέει ὁ ᾿Απόστολος, «ὅπλο δικαιοσύνης» (Β´ Κορ. 6, 7). ῾Ο ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, πράγματι, τό βλέπουμε ξεκάθαρα, ἀποτελεῖται ἀπό δύο οὐσιώδη μέρη. ῎Η νά τό ποῦμε κι᾿ ἀλλιῶς, «ὁ ἔσω ἄνθρωπος» ἔχει στήν πραγματικότητα δύο χέρια. Δέν ὑπάρχει δίκαιος πού νά μήν ἔχει στή ζωή του θλίψεις, νά μήν ἔχει δηλαδή ἀριστερό χέρι. ᾿Αλλά ἡ τέλεια ἀρετή ἀναγνωρίζεται ἀπό τό ἑξῆς σημάδι· Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο χέρι, χαρές καί θλίψεις, λειτουργοῦν σάν τό δεξιό, μέ τή θετική τους δηλαδή μορφή καί ἐνέργεια. Γιατί, ὅταν φθάσει κανείς σ᾿ αὐτό τό ὕψος ἀρετῆς, τότε ξέρει πλέον νά κάνει ὀρθή χρήση καί τῶν δύο καταστάσεων, καί τῶν εὐχάριστων καί τῶν θλιβερῶν.
῎Ας προσπαθήσουμε νά γίνουμε πιό σαφεῖς. ῾Ο δίκαιος ἔχει τό δεξί του χέρι, πού εἶναι ἡ πνευματική του προκοπή. Μέσα στή θέρμη τῆς ψυχῆς του ἐπιβάλλεται καί ἐλέγχει ἐξουσιαστικά, σάν κυρίαρχος, ὅλα τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες του. ᾿Απαλλαγμένος λοιπόν ἀπό τόν δαίμονα, ἀποφεύγει ἤ περικόπτει χωρίς ἰδιαίτερη δυσκολία τά πάθη τῆς σάρκας. Πετάει τόσο ψηλά, ξεπερνάει τόσο ὅλα τά γήινα, ὥστε τά παρόντα καί ἐφήμερα, τοῦ φαίνονται σάν ἀνυπόστατος καπνός. Τά θεωρεῖ ὅλα σάν μάταιη σκιά, πού ὁ παροδικός χαρακτήρας τους δέν τοῦ ἐμπνέει παρά τήν περιφρόνηση. ῾Η ψυχή του χαρούμενη στρέφεται μέ πόθο καί θέρμη πρός τά μέλλοντα ἀγαθά, τά ὁποῖα ἀτενίζει μέσα σέ φωτεινή προοπτική. ῾Η θεωρία αὐτή τόν τρέφει θετικά. Τά οὐράνια μυστικά ἀποκαλύπτονται καθαρότερα στόν ὁρίζοντά του. Οἱ προσευχές του ἀνεβαίνουν πρός τόν Θεό πιό ἁγνές καί πιό θερμές. Μιά μεγάλη φλόγα τόν καίει ἐσωτερικά καί, μέ ὅλο τόν ἐνθουσιώδη ζῆλο τῆς ψυχῆς του, μεταφέρεται πρός τά ἀόρατα καί αἰώνια ἀγαθά, σέ τέτοιο σημεῖο, πού νά τοῦ δίνεται ἡ ἐντύπωση ὅτι δέν κατοικεῖ πλέον μέσα στή θνητή σάρκα.
῾Ο ἴδιος ὅμως ἔχει καί τό «ἀριστερό του χέρι». ῾Η δίνη τῶν πειρασμῶν τόν ἁρπάζει. Οἱ φλόγες τῆς αἰσχρῆς ἐπιθυμίας πυρώνουν τή σάρκα του. Τά πάθη τόν ρίχνουν στόν ἄκρατο θυμό. ῾Η ὑπερηφάνεια καί ἡ κενοδοξία φουσκώνουν καί τόν ταράζουν. ῾Η θλίψη πού φθάνει ὡς τά ὅρια τοῦ θανάτου τόν ἐξουθενώνει. ῾Η ἀκηδία τοῦ ἐπιτίθεται μέ ὅλες τίς πολεμικές τεχνικές της καί τόν κλονίζει. ᾿Αφοῦ πλέον ὅλος του ὁ ζῆλος ἀποσύρεται, καταπέφτει σ᾿ ἕνα εἶδος χλιαρότητας καί σέ μιά ἀδικαιολόγητη καταπόνηση. Δέν τοῦ γεννιοῦνται πλέον ἐνάρετοι καί φλογεροί λογισμοί. Τί λέω; Κι αὐτή ἡ ψαλμωδία, ἡ προσευχή, ἡ ἀνάγνωση, ἡ μοναχικότητα τοῦ κελλιοῦ τοῦ γίνονται ξαφνικά ἀντικείμενα φρίκης καί ὅλα τά μέσα γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς τοῦ ἐμπνέουν μιά σκοτεινή καί ἀνυπόφορη ἀπέχθεια.
῞Οταν ὁ μοναχός αἰσθάνεται χτυπημένος ἀπό τέτοια κύματα, ἄς εἶναι βέβαιος ὅτι ἡ ἐπίθεση προέρχεται ἀπό «ἀριστερά».
῎Ας πάρουμε τώρα ἕναν ἄνθρωπο πού, μέσα στίς συγκυρίες πού τίς ὀνομάζουμε «τῆς δεξιᾶς», δέν φουσκώνει καθόλου ἀπό τό δηλητήριο τῆς κενοδοξίας. Μέσα, ἐπίσης, στίς ἀντίστοιχες καταστάσεις τῆς «ἀριστερᾶς», μάχεται μέ τόση ἀνδρεία, ὥστε ὄχι μόνο δέν πέφτει σέ ἀπελπισία, ἀλλά, ἀντίθετα, μέ τήν ὑπομονή του φτιάχνει ἀπό τίς ἀντίξοες αὐτές καταστάσεις ἕνα ἀποτελεσματικό ὅπλο γιά νά ἀσκηθεῖ στήν ἀρετή. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ καί τά δύο χέρια, σάν νά ἦταν «δεξιά». Θριαμβεύοντας καί στή μία καί στήν ἄλλη μάχη, συλλέγει τελικά καί ἀπό τά δεξιά καί ἀπό τά ἀριστερά τό βραβεῖο τῆς νίκης.
῾Ο μακάριος ᾿Ιώβ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς δόξης καί, καθώς διαβάζουμε στή ῾Αγία Γραφή, κέρδισε τό στεφάνι ἀπό τά δεξιά. ῏Ηταν πατέρας ἑπτά γιῶν. Ζοῦσε μέσα στόν πλοῦτο καί στήν ἀφθονία. Κι ὅμως, βλέπουμε νά προσφέρει γι᾿ αὐτούς καθημερινά στόν Κύριο ἐξιλαστήριες θυσίες (᾿Ιώβ 1, 5). Γιατί ὁ ᾿Ιώβ φρόντιζε νά κάνει τά παιδιά του περισσότερο οἰκεῖα καί ἀγαπητά στόν Θεό παρά στόν ἑαυτό του. ῾Η πόρτα του ἔμενε ὁλάνοιχτη στόν κάθε ξένο. ῾Ο ᾿Ιώβ ἦταν γιά τούς χωλούς τά πόδια καί γιά τούς τυφλούς τά μάτια (᾿Ιώβ 29, 15). Τά δέρματα καί τά μαλλιά, πού τοῦ πρόσφεραν τά ζῶα του, ζέσταιναν τά κορμιά τῶν ἀρρώστων (᾿Ιώβ 31, 20). ῏Ηταν ὁ πατέρας τῶν ὀρφανῶν καί τό στήριγμα τῶν χηρῶν. ῞Οταν ἔπεφτε ὁ ἐχθρός του, δέν χαιρόταν. Δέν δεχόταν ἡ καρδιά του, γι᾿ αὐτή τήν κακοτυχία τοῦ ἐχθροῦ του, οὔτε ἕνα σκίρτημα μυστικῆς ἱκανοποίησης.
῾Ο ᾿Ιώβ ὅμως θριάμβευσε ἐπίσης καί ἀπό τά «ἀριστερά». ᾿Ανέπτυξε, μέσα στήν δυστυχία καί στήν στέρηση τῶν πάντων, ἀκόμα πιό ἀξιοζήλευτη ἀρετή. Μέσα σέ μιά στιγμή ἔχασε τούς ἑπτά γιούς του. Κι ὅμως δέν βλέπουμε καθόλου νά ἐκδηλώνεται σ᾿ αὐτόν ὁ πατέρας ἤ ἕνας γονιός πού θά ἀφηνόταν νά ἀναλωθεῖ ἀπό τόν πικρό καημό. ᾿Αντίθετα, ὁ ᾿Ιώβ ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινός ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ· ἄνθρωπος πού βρίσκει ἱκανοποίηση καί χαρά μέσα στό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ του. ῏Ηταν πλούσιος καί κατάντησε στήν ἔσχατη φτώχεια. Εἶχε τά πάντα καί ἔμεινε γυμνός. ῏Ηταν ὑγιής, καί ξαφνικά τό σῶμα του βρέθηκε καταπληγωμένο καί κυριολεκτικά σέ ἀποσύνθεση. Ζοῦσε μέσα στή δόξα καί στίς τιμές καί καταποντίσθηκε μέσα στήν ἀχρειότητα καί στήν περιφρόνηση. Παρόλα ὅμως αὐτά τά παθήματά του, ὁ ᾿Ιώβ διατήρησε ἀκέραιη ὅλη τήν ψυχική του δύναμη. ᾿Αποστερημένος ἀπό ὅλα του τά ἀγαθά καί ἀπό ὅλους τούς πόρους του, κοιτόταν πεσμένος πάνω στήν κοπριά (᾿Ιώβ 2, 8)· καί κάνοντας ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του ἔργο δημίου, ἔξυνε μέ ἕνα ὄστρακο τίς πληγές, ἀπ᾿ ὅπου ἔβγαινε συνεχῶς ὑγρό βγάζοντας μέ τά χέρια του τά σκουλήκια πού περπατοῦσαν πάνω σέ ὅλα τά μέλη του καί πού εἶχαν εἰσχωρήσει στό βάθος τῶν πληγῶν του. Μέσα σέ τόσες συμφορές ὁ ᾿Ιώβ δέν ἐκδήλωσε καμία ἀπελπισία, καμία βλασφημία. Κανένας γογγυσμός δέν βγῆκε ἀπό τά χείλη του ἐναντίον τοῦ δημιουργοῦ του. Καί κάτι πολύ περισσότερο· Τόσες καί τόσες σκληρές δοκιμασίες δέν τόν τρόμαξαν οὔτε καί κάν στό ἐλάχιστο. ᾿Από τά μεγαλεῖα τοῦ παρελθόντος τοῦ εἶχαν μείνει μόνο τά ροῦχα του, τό μοναδικό πράγμα πού ξέφυγε ἀπό τήν καταστροφική μανία τοῦ δαίμονα. Τά ἔσκισε ὅμως κι αὐτά μέ τά ἴδια του τά χέρια καί τά πέταξε μακριά του, προσθέτοντας ἔτσι σ᾿ ὅλες τίς στερήσεις, πού τοῦ ἐπέβαλλε ὁ ἀδυσώπητος ἅρπαγας δαίμονας, καί αὐτή τή θεληματική γυμνότητα. Μόνο τά πλούσια μαλλιά του παρέμειναν ἀνέγγιχτα, τελευταῖο ἀπομεινάρι τῆς παλιᾶς του δόξας. Τά ἔκοψε τέλος καί αὐτά τά πέταξε στόν δήμιό του καί, ἀφοῦ ἀφαίρεσε ἀπό πάνω του ἀκόμα καί ἐκεῖνα πού ἡ λύσσα τοῦ ἐχθροῦ του τοῦ εἶχε ἀφήσει, τοῦ εἶπε, κατά πρόσωπο, γεμάτος χαρά καί ἀγαλλίαση, αὐτά τά πραγματικά θεσπέσια λόγια· «Μόνο τά καλά θά δεχόμαστε ἀπό τόν Κύριο; Δέν πρέπει νά δεχόμαστε καί τά κακά; ᾿Εγώ γυμνός βγῆκα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας μου, γυμνός καί θά γυρίσω ἐκεῖ, στή μητέρα γῆ. ῾Ο Κύριος ὅλα τά ἔδωσε, ὁ Κύριος τά πῆρε πίσω· ὅπως φάνηκε καλό στόν Κύριο ἔτσι ἔγινε. ῎Ας εἶναι δοξασμένο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (᾿Ιώβ 2, 10· 1, 21).
Πολύ δίκαια, ἐπίσης, θά μποροῦσα νά τοποθετήσω τόν Πατριάρχη ᾿Ιωσήφ στήν τάξη αὐτῶν πού ἀξιοποιοῦν καί ὅλα τά «ἀριστερά», ὅλες τίς θλίψεις, ὡς «δεξιά», ὡς θετικά δηλαδή καί ὠφέλιμα. ῾Ο ᾿Ιωσήφ ἦταν ὁ πιό ἀγαπημένος γιός τοῦ πατέρα του. ῞Οταν βρισκόταν μέσα στήν εὐημερία του, ἦταν ὑπόδειγμα εὐσέβειας γιά τούς ἀδελφούς του καί πολύ εὐάρεστος στόν Θεό. ᾿Αλλά, ὅπως ἦταν θεοσεβής τόν καιρό τῆς εὐτυχίας, ἔτσι καί ἡ ἀντιξοότητα τόν βρῆκε ἁγνό, πιστό στόν Κύριό του, τρυφερό στούς φυλακισμένους, ἀμνησίκακο, εὐεργέτη τῶν ἐχθρῶν του, στοργικό —καί κάτι ἀκόμη περισσότερο— μεγαλόκαρδο ἀπέναντι στούς φθονερούς ἀδελφούς του, σ᾿ αὐτούς πού ἦταν δολοφόνοι του κατά τήν προαίρεση.
Ναί, πολύ δίκαια, τέτοιοι ἄνθρωποι ὀνομάζονται «ἀμφοτεροδέξιοι». Χρησιμοποιοῦν δηλαδή, μέ τόν ἴδιο τρόπο καί τά δύο χέρια ὡς δεξί. Αὐτοί, ἀφοῦ περάσουν ἀπό τίς ἴδιες ἀκραῖες καταστάσεις πού ὁ ᾿Απόστολος ἀπαριθμεῖ, κραυγάζουν μαζί του λέγοντας· «Μέ τά ὅπλα τῆς δικαιοσύνης, τά δεξιά καί τά ἀριστερά, δοκιμάζοντας δηλαδή δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο» (Β´ Κορ. 6, 7-8).
Κι ὁ σοφός Σολομώντας, ἐπίσης, μιλάει μέ τό στόμα τῆς Νύμφης στό ῎Ασμα ᾿Ασμάτων, γιά τό δεξί χέρι, γιά τήν εὐημερία, ἀλλά καί γιά τό ἀριστερό, δηλαδή γιά τήν δυστυχία· «Τό ἀριστερό του χέρι», λέει, «εἶναι κάτω ἀπό τήν κεφαλή μου καί τό δεξί θά μέ ἐναγκαλισθεῖ» (῎Ασμα 2, 6). Μ᾿ αὐτά τά λόγια, ἡ Νύμφη μαρτυρεῖ ὅτι καί τό ἕνα καί τό ἄλλο χέρι —χαρές καί δυστυχίες— εἶναι χρήσιμα γιά τόν ἄνθρωπο. Παρόλα αὐτά, κάνει ἕνα διαχωρισμό ἀνάμεσα στά δύο. Τοποθετεῖ τό ἀριστερό κάτω ἀπό τό κεφάλι, γιατί αὐτό, ἀφοῦ μᾶς ἐναντιώνεται, ὀφείλει νά ὑποταχθεῖ στό κύριο ὄργανο τῆς ψυχῆς, στό κεφάλι.
῾Η δυστυχία καί ἡ θλίψη ἔχουν ἐπιπλέον ἄμεση χρησιμότητα. Μᾶς ἐξασκοῦν καί τά δύο καί μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία. Μᾶς ὁλοκληρώνουν ὡς πρόσωπα καί μᾶς ἁγιάζουν, μέ τή χάρη τῆς ὑπομονῆς. Γιά τό δεξί χέρι ὅμως, ἡ Νύμφη ψυχή εὔχεται νά τήν ἀγκαλιάζει μέ μιά ἄλυτη περίπτυξη. Νά τή θερμαίνει καί νά τήν κρατᾶ γιά πάντα ἑνωμένη μέ τόν Νυμφίο της, μέσα σ᾿ ἕνα λυτρωτικό καί σωτήριο ἐναγκαλισμό.
«᾿Αμφοτεροδέξιοι» εἴμαστε κι ἐμεῖς, ὅταν ἡ ἀφθονία ἤ ἡ στέρηση τῶν παρόντων ἀγαθῶν δέν καταφέρνει νά ἀλλοιώσει τίς διαθέσεις τῆς ψυχῆς μας. ῞Οταν δηλαδή, οὔτε ἡ εὐημερία δέν καταφέρνει νά μᾶς ρίξει στή χλιαρότητα καί στίς ἡδονές, ἀλλά οὔτε καί ἡ θλίψη πετυχαίνει νά μᾶς κατακρημνίσει στό βάραθρο τῆς ἀπελπισίας καί στό γογγυσμό. ῞Οταν ἐπίσης ἀποδίδουμε στόν Θεό τήν ἴδια εὐχαριστία καί στόν καιρό τῆς εὐτυχίας καί ὅταν μᾶς δέρνουν οἱ πειρασμοί. ῎Αν ἔτσι κάνουμε, τότε ἀσφαλῶς, θά ἔχουμε τό ἴδιο κέρδος καί ἀπό τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη κατάσταση.
῎Ετσι ἀμφοτεροδέξιος ἦταν, πράγματι, καί ὁ ᾿Απόστολος τῶν ᾿Εθνῶν, ὁ ὁποῖος λέει· «Διότι ἐγώ ἔμαθα νά εἶμαι εὐχαριστημένος σέ ὅ,τι ἔχω. Γνωρίζω νά ζῶ μέ στέρηση, γνωρίζω νά ζῶ καί μέ ἀφθονία. Σέ καθετί πού συμβαίνει καί σέ ὅλες τίς καταστάσεις ἔχω μάθει τό μυστικό τοῦ νά εἶμαι καί χορτασμένος καί πεινασμένος· νά ἔχω ἀφθονία ἀλλά καί νά στεροῦμαι. Τά πάντα μπορῶ νά τά κατορθώνω μέ τή δύναμη πού μοῦ δίνει ὁ Χριστός» (Φιλιπ. 4, 11-13).
Κεφάλαιο 11. Οἱ πειρασμοί εἶναι δύο εἰδῶν καί μᾶς προσβάλλουν μέ τρεῖς τρόπους.
῾Ο πειρασμός, ὅπως εἴπαμε, πλήττει τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τίς δύο πλευρές δηλαδή καί μέ τήν εὐημερία καί μέ τή δυστυχία. Πρέπει νά ξέρουμε ἐπιπλέον ὅτι, ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν πειρασμό νά προσβάλλει ὅλους τούς ἀνθρώπους γιά διάφορους λόγους, ὅπως γιά παράδειγμα, γιά νά δοκιμασθοῦν, γιά νά καθαρθοῦν. Οἱ πειρασμοί καί οἱ θλίψεις ἐπέρχονται, ἐπίσης, ὡς φυσικοί καρποί τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Πειρασμός πού ἔχει ὡς σκοπό τή δοκιμασία εἶναι σάν αὐτόν τοῦ ᾿Αβραάμ καί τοῦ ᾿Ιώβ, ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων δικαίων, οἱ ὁποῖοι καθώς λέει ἡ ῾Αγία Γραφή, ὑπέστησαν ἀναρίθμητες δοκιμασίες. Μέ τήν ἴδια ἔννοια εἰπώθηκε ἀπό τόν Νομοθέτη Μωυσῆ, στό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ τό, «νά θυμᾶσαι ὅλη τήν πορεία σου στήν ἔρημο, στήν ὁποία σέ ὁδήγησε ὁ Κύριος ὁ Θεός σου, πού σκοπό εἶχε νά σέ κάνει νά ὑποφέρεις καί νά σέ δοκιμάσει, γιά νά φανοῦν οἱ διαθέσεις τῆς καρδιᾶς σου· ἄν θά τηρήσεις δηλαδή ἤ ὄχι τίς ἐντολές του» (Δευτ. 8, 2). Αὐτή ἐπίσης τή σημασία ἔχουν καί τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ ἐκείνου πού λέει· «Σέ δοκίμασα στά νερά τῆς Μεριβᾶ, ὅπου, ἐπειδή ἐδίψασες, ἄρχισες νά ἀντιλέγεις καί νά γογγύζεις» (Ψαλμ. 80, 8). Τό ἴδιο νόημα ἔχει καί αὐτό πού εἰπώθηκε στόν ᾿Ιώβ· «Νομίζεις ὅτι αὐτά πού ἔκανα γιά σένα τά ἔκανα γιά κανένα ἄλλο σκοπό, τά ἔκανα γιά νά ἀναδειχθεῖς δίκαιος» (᾿Ιώβ 40, 8).
῾Ο Θεός ἐπιτρέπει ἐπίσης νά πειρασθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά καθαρθεῖ. Βλέποντας στούς δικαίους Του ὁρισμένα μικροσφάλματα, ἤ ὅτι αὐτοί νιώθουν κάποια ἔπαρση, ἐξαιτίας τῆς καθαρότητά τους, ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά ταπεινωθοῦν. Τούς παραδίδει δηλαδή σέ διάφορους πειρασμούς, μέ σκοπό νά ἐξαλείψει, ἀπό αὐτή ἤδη τή ζωή, ὅλα τά στίγματα τῆς ἁμαρτίας τους ἤ, ὅπως λέει ὁ Προφήτης, ὅλες τίς σκουριές πού ᾿Εκεῖνος βλέπει ὅτι ὑπάρχουν μέσα στό βάθος τῆς ψυχῆς τους (῾Ησ. 1, 25). Γιατί ὁ Θεός θέλει νά ἐμφανισθοῦν τά παιδιά Του τήν ῾Ημέρα τῆς Κρίσεως σάν καθαρό χρυσάφι, καί νά μήν παραμείνει στήν ψυχή τους τίποτε ἀπό ἐκεῖνα πού προσφέρουν παρανάλωμα στό αἰώνιο πῦρ τῆς Κολάσεως. Αὐτό ἀκριβῶς, σημαίνουν τά λόγια τοῦ Ψαλμοῦ πού λένε· «Πολλές εἶναι οἱ θλίψεις πού θά δοκιμάσουν στή ζωή τους οἱ δίκαιοι» (Ψαλμ. 33, 20). Τό ἴδιο ἐννοεῖ καί ὁ ᾿Απόστολος μέ αὐτό πού λέει· «Παιδί μου, μήν περιφρονήσεις τήν διαπαιδαγώγηση τοῦ Κυρίου καί μή χάσεις τό θάρρος σου, ὅταν ἐλέγχεσαι ἀπ᾿ αὐτόν, γιατί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τόν παιδαγωγεῖ καί μαστιγώνει μέ δοκιμασίες κάθε παιδί πού δέχεται σάν δικό του. Γιατί ποιό παιδί δέν τό διαπαιδαγωγεῖ ὁ πατέρας του; ᾿Εάν ὅμως εἶστε χωρίς παιδαγωγία, τήν ὁποία ἐδοκίμασαν ὅλα τά γνήσια παιδιά, τότε εἶστε νόθα παιδιά καί ὄχι γνήσια» (῾Εβρ. 12, 5-8). ῾Η ᾿Αποκάλυψη ἐπίσης λέει· «᾿Εγώ ὅσους ἀγαπῶ τούς ἐλέγχω καί τούς παιδαγωγῶ» (᾿Αποκ. 3, 19). Πρός αὐτούς τούς δικαίους, ἀπεικονίζοντάς τους μεταφορικά σάν τήν ῾Ιερουσαλήμ, μιλάει μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ῾Ιερεμία, ὁ Θεός καί λέει· «Θά ἐξαλείψω ὅλα τά ἔθνη ὅπου σᾶς διασκόρπισα, ἐσᾶς ὅμως δέν θά σᾶς καταστρέψω, ἀλλά θά σᾶς δοκιμάσω καί θά σᾶς κρίνω γιά νά μήν νομίσετε τόν ἑαυτό σας ἀθῶο» (῾Ιερ. 30, 11). Γι᾿ αὐτόν τόν σωτήριο λυτρωτικό ἐξαγνισμό παρακαλεῖ καί ὁ προφήτης Δαβίδ λέγοντας· «Δοκίμασέ με Κύριε, καί ἔλεγξέ με, ἐξέτασε τίς σκέψεις καί τήν καρδιά μου» (Ψαλμ. 25, 2). Γνωρίζοντας ἐπίσης ὁ προφήτης ῾Ιερεμίας τή χρησιμότητα αὐτῶν τῶν δοκιμασιῶν, κραυγάζει πρός τόν Κύριο καί λέει· «Διαπαιδαγώγησέ μας, Κύριε, ἀλλά κατά τήν δικαιοσύνη σου, ὄχι σύμφωνα μέ τήν ὀργή σου» (῾Ιερ. 10, 24). Καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας ἐπίσης λέει· «Θά σέ δοξολογήσω, Κύριε, γιατί ἤσουν ὀργισμένος ἐναντίον μου, ἀλλά γύρισε πίσω ὁ θυμός σου καί μέ ἐλέησες» (῾Ησ. 12, 1).
Τέλος, ὁ πειρασμός εἶναι ἡ φυσική τιμωρία πού ἐπέρχεται στόν ἄνθρωπο, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του. Αὐτή εἶναι σάν τίς πληγές πού ἀπειλεῖ νά στείλει ὁ Κύριος στό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ· «Θά τούς στείλω», λέει, «ἄγρια ἁρπακτικά θηρία, θυμωμένα, σάν τά ἐξοργισμένα δηλητηριώδη ἑρπετά πού σύρονται στή γῆ» (Δευτ. 32, 24). ῾Ο προφήτης ῾Ιερεμίας ἐπίσης λέει· «Μάταια τιμώρησα τά παιδιά σας, δέν δεχθήκατε τήν διαπαιδαγώγησή μου» (῾Ιερ. 2, 30). Καί στούς Ψαλμούς διαβάζουμε· «Πολλές εἶναι οἱ συμφορές, μέ τίς ὁποῖες μαστιγώνει ὁ Κύριος τόν ἁμαρτωλό» (Ψαλμ. 31, 10). Τέλος, ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο λέει· «Δές, ἔγινες ὑγιής, ἀπό δῶ καί πέρα μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν πάθεις τίποτε χειρότερο» (᾿Ιωάν. 5, 14).
῾Η ῾Αγία Γραφή λέει ὅτι μερικοί ἄνθρωποι ἔχουν δεχθεῖ πειρασμούς γιά διαφορετικούς λόγους, ἀπό ἐκείνους πού ἔχουμε ἤδη ἀναφέρει. Μιά τέτοια περίπτωση εἶναι αὐτή γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε· «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, ἀλλά γεννήθηκε τυφλός γιά νά φανερωθοῦν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ πάνω σ᾿ αὐτόν» (᾿Ιωάν. 9, 3). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «Αὐτή ἡ ἀσθένεια δέν θά καταλήξει σέ θάνατο, ἀλλά συνέβη γιά νά λάμψει ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοξασθεῖ δι᾿ αὐτῆς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιωάν. 11, 4).
῾Υπάρχουν καί διάφορες ἄλλες συμφορές, μέ τίς ὁποῖες ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά χτυπιοῦνται ἀμέσως αὐτοί πού ἔχουν ξεπερἀσει τό ὅριο τῆς ἀνθρώπινης κακίας. Μιά παρόμοια συμφορά, πού εἶναι πράγματι ἡ χειρότερη, βτῆκε τόν Δαθάν, τόν ᾿Αβειρών καί τόν Κορρέ· καί κυρίως αὐτούς, γιά τούς ὁποίους ὁ ᾿Απόστολος λέει· «Τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ πάθη ἀτιμωτικά, σέ νοῦ ἀνίκανο νά διακρίνει τό ὀρθό» (Ρωμ. 1, 26-28). Εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού ἐννοεῖ ὁ Ψαλμωδός ὅταν λέει· «Δέν ὑπάρχουν σ᾿ αὐτούς οἱ μόχθοι τῶν θνητῶν, οὔτε ταλαιπωροῦνται ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι» (Ψαλμ. 72, 5). Αὐτοί δέν εἶναι ἄξιοι νά δεχθοῦν ἀπό τόν Κύριο τίς σωτήριες ἐπισκέψεις τῶν θλίψεων ἤ νά δοῦν τή γιατρειά τους μέ τό φάρμακο τῶν θλίψεων πού τούς βρίσκουν λόγῳ τῶν πτώσεων καί τῶν ἁμαρτιῶν τους. «Αὐτοί, ἀφοῦ ἔγιναν ἀναίσθητοι, παρέδωσαν τόν ἑαυτό τους στήν ἀκολασία, γιά νά ἐργάζονται ἀχόρταγα κάθε ἀκαθαρσία» (᾿Εφεσ. 4, 19). Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαιτίας τῆς σκληροκαρδίας τους —ἐπειδή οἱ πολλές ἁμαρτίες τους τούς ἔχουν ἐθίσει στό κακό— δέν ἐνδιαφέρονται πλέον νά καθαρίσουν τήν ψυχή τους, ἐνόσω βρίσκονται σ᾿ αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή, οὔτε φιλοτιμοῦνται νά ἀξιοποιήσουν τίς παιδαγωγίες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά τούς βροῦν καί ἔτσι νά μετανοήσουν. ῾Ο Θεός, μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ᾿Αμώς, τούς μέμφεται ὅλους αὐτούς καί τούς λέει· «Σᾶς κατέστρεψα, ὅπως ἄλλοτε κατέστρεψα ἐγώ ὁ ἴδιος Θεός τά Σόδομα καί τά Γόμορα, καί γίνατε σάν τό μισοκαμμένο ἄχρηστο δαυλί πού τό βγάζουν ἀπό τή φωτιά· ἀλλά καί πάλι δέν ἐπιστρέψατε σέ μένα, λέγει ὁ Κύριος» (᾿Αμώς 4, 11). Καί μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη ῾Ιερεμία ἐπίσης τούς λέει· «Σᾶς ἀφάνισα, κατέστρεψα τό λαό μου, ἀλλά καί πάλι δέν ἐπιστρέψατε ἀπό τό δρόμο τῆς ἀσέβειας» (῾Ιερ. 15, 7). Καί σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο ἐπίσης λέει· «Κύριε, τούς μαστίγωσες καί δέν πόνεσαν, τούς σύντριψες, ἀλλά δέν θέλησαν νά διορθωθοῦν, ἐσκλήρυναν τά πρόσωπά τους περισσότερο ἀπό τήν πέτρα, δέν θέλησαν νά μετανοήσουν» (῾Ιερ. 5, 3). Βλέποντας τέλος, πώς ὅλα τά φάρμακα, πού τούς προσφέρθηκαν ὡς εὐκαιρίες μετάνοιας, ἀπέβησαν μάταια καί δέν τούς γιάτρεψαν, ὁ Προφήτης, ἀπελπισμένος κατά κάποιο τρόπο γιά τήν σωτηρία τους, ἀναφωνεῖ· «Κάηκε τό φυσερό τοῦ ἀργυροχόου, καταναλώθηκε τό μολύβι (πού χρησιμοποιεῖται γιά τό καθάρισμα τοῦ ἀργύρου). Μάταια ὁ ἀργυροχόος (ὁ προφήτης) κατεργάζεται τόν ἄργυρο (τούς ᾿Ιουδαίους), ἡ κακία τους δέν ἔλυωσε. ῎Αχρηστο ἀσήμι θά ὀνομάσουν τούς ᾿Ιουδαίους, γιατί ὁ Κύριος τούς ἀποδοκίμασε» (῾Ιερ. 6, 29-30). ᾿Ακοῦστε ἀκόμα τόν Κύριο πού, μέ τό στόμα τοῦ ἴδιου Προφήτη, παραπονεῖται καί λέει ὅτι, ἄδικα ἐφάρμοσε αὐτή τήν «διά πυρός» κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τόσο σκληρυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία. Αὐτούς τούς παρομοιάζει μέ τήν ῾Ιερουσαλήμ, τήν βαθιά διαβρωμένη ἀπό τή σκουριά τῆς ἁμαρτίας, καί λέει· «Θά μείνει ἡ χύτρα πάνω στά ἀναμμένα κάρβουνα γιά νά πυρωθεῖ ὁ χαλκός, ὥστε νά διαλυθεῖ ἡ ἀκαθαρσία πού ἔχει μέσα της καί νά ἐξαλειφθεῖ ἡ σκουριά. Μάταια ὅμως· εἶναι πολλή ἡ σκουριά της καί δέν ἐξαφανίζεται μέ τή φωτιά. ῾Η ἀκαθαρσία σου, ᾿Ιερουσαλήμ, εἶναι φρικτή. Γιατί θέλησα νά σέ καθαρίσω καί σύ δέν καθαρίζεσαι ἀπό τήν ἀκαθαρσία σου» (᾿Ιεζεκ. 24, 11-13). ῞Οπως θά ἔκανε ἕνας ἐπιτήδειος γιατρός, ὁ Κύριος ἐξάντλησε ὅλα τά θεραπευτικά μέσα. ᾿Αλλά δέν βλέπει νά ὑπάρχει πλέον θεραπεία πού νά μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ γιά τήν γιατρειά ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου. ῎Ετσι, κατά κάποιο τρόπο, ὑποχωρεῖ μπροστά στό μέγεθος τῆς ἀνομίας τους, καί μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη τούς λέει· «Δέν θά εἶμαι πιά ἀγανακτισμένος ἐναντίον σου, θά πάψει ἡ ὀργή μου γιά σένα» (᾿Ιεζεκ. 16, 42). ᾿Εντελῶς διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση πού κάνει ὁ Θεός πρός αὐτούς πού τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους δέν τούς ἔχει σκληρύνει ἀκόμα τήν καρδιά. Γιατί αὐτοί δέν ἔχουν ἀνάγκη, ἀπ᾿ αὐτό τόν καυτηριασμό, ἀλλά ἡ ἐπίπληξη καί μόνο τούς ἀρκεῖ γιά νά θεραπευθοῦν· «Θά τούς παιδαγωγήσω μέ τό ν᾿ ἀκούσω τίς θλίψεις τους» (῾Ωσηέ 7, 12).
Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὑπάρχουν καί πολλοί ἀκόμη λόγοι πού κάνουν τόν Θεό νά ἀσκήσει, σέ ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, ἔντονα αὐστηρή παιδαγωγία. Πολλές φορές μάλιστα, ἐπιτρέπει νά τούς πλήξουν ἀφόρητα δεινά. Κι αὐτό, ὄχι γιά νά λυτρωθοῦν ἀπό τίς ἁμαρτίες τους ἤ γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν πόνο πού γεννάει μέσα τους ἡ ἐνοχή. ῾Ο Θεός ἐπιτρέπει τούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις, γιά νά διορθωθοῦν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, πού θά παρακινηθοῦν ἀπό τό φόβο τῆς ἴδιας μάστιγας. ῾Η τιμωρία τοῦ ῾Ιεροβοάμ, γιοῦ τοῦ Ναβάτ, αὐτή τοῦ Βαασᾶ, γιοῦ τοῦ ᾿Αχία, τοῦ ᾿Αχάβ καί τῆς ᾿Ιεζάβελ, εἶχαν προφανῶς αὐτό τό χαρακτήρα. Αὐτό τό βεβαιώνει ἡ ῾Αγία Γραφή πού λέει· «Νά! ᾿Εγώ θά σοῦ προξενήσω μεγάλες συμφορές καί θά ἐξολοθρεύσω ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ ᾿Αχαάβ κάθε ἀρσενικό ἄνθρωπο, ἀκόμα καί δοῦλο καί ἐλεύθερο μεταξύ τοῦ ᾿Ισραηλιτικοῦ λαοῦ. Θά κάνω τήν οἰκογένειά σου ὅπως ἔκανα τήν οἰκογένεια τοῦ ῾Ιεροβοάμ, γιοῦ τοῦ Ναβάτ καί σάν τήν οἰκογένεια τοῦ Βασᾶ, γιοῦ τοῦ ᾿Αχία· ἐπειδή ἐξόργισες ἐμένα, τόν Κύριο, κι ἔκανες τόν ᾿Ισραηλιτικό λαό νά ἁμαρτήσει. Καί γιά τήν ᾿Ιεζάβελ εἶπε ὁ Κύριος· «Τά σκυλιά θά τή φᾶνε στό τεῖχος τῆς πόλεως ᾿Ιζρεέλ. Καί ὅποιον ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ ᾿Αχαάβ πεθάνει στήν πόλη, θά τόν φάνε τά σκυλιά. Καί ἐκεῖνον πού θά πεθάνει στό ὕπαιθρο, θά τόν φᾶνε τά ὄρνεα» (Γ´ Βασ. 21, 21-24). Τέτοια ὑπῆρξε καί ἡ φοβερή ἀπειλή πού εἰπώθηκε κάποια μέρα στόν Προφήτη πού καταγόταν ἀπό τή φυλή τοῦ ᾿Ιούδα· «Δέν θά ταφεῖ τό σῶμα σου στόν τάφο τῶν πατέρων σου» (Γ´ Βασ. 13, 22).
Αὐτά τά λόγια δέν σημαίνουν βέβαια ὅτι οἱ ἐγκληματικές ἐπινοήσεις τοῦ ῾Ιεροβαάμ —ἦταν ὁ πρῶτος πού ἔστησε τά χρυσά βόδια καί παρέσυρε τό λαό τοῦ ᾿Ισραήλ σέ μιά παράβαση πού ἀπέβη μοιραῖα, καί σ᾿ ἕνα ἀνόσιο χωρισμό ἀπό τόν Κύριο— καί ὅτι τά ἀποτρόπαια καί ἐπαναλαμβανόμενα ἀνοσιουργήματα τῶν ἄλλων εἶναι τέτοια, πού θά μποροῦσαν νά σβήσουν μέ μιά μικρή τιμωρία. ᾿Αλλά τά λόγια αὐτά εἰπώθηκαν γιά τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους, γιά τούς ἀμελεῖς ἤ γι᾿ αὐτούς πού δέν πιστεύουν στίς αἰώνιες ἐπιπτώσεις τῆς ἁμαρτίας καί πού τρέμουν μονάχα στή σκέψη τῶν συμφορῶν τῆς παρούσας ζωῆς. ῾Ο Θεός, ἐπιτρέποντας μιά τέτοια τιμωρία, ἤθηλε νά κάνει τούς ἄλλους νά σκεφθοῦν τήν αἰώνια Κόλαση καί ἔτσι νά διορθωθοῦν. Αὐτή ἡ αὐστηρότητα θά τούς ὁδηγοῦσε ἐπιπλέον στό νά ἀναγνωρίσουν μέσα ἀπό τή δική τους πλέον πείρα, τό ὅτι ὁ Μεγαλοδύναμος Κύριος δέν ἀδιαφορεῖ γιά τίς ἀνθρώπινες ὑποθέσεις οὔτε ἐγκαταλείπει στήν τύχη τήν καθημερινή πορεία τοῦ κόσμου.
῾Ο Θεός ἐπέτρεψε αὐτές τίς τιμωρίες καί γιά ἕναν ἄλλο λόγο. ῎Ηθελε νά προκαλέσει μέ αὐτές τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὑπάρχει γιά κάθε πράξη καί ἡ σχετική καλή ἤ κακή συνέπειά της.
Συναντοῦμε ἐπίσης πολλούς, στούς ὁποίους τά ἐλαφρά παραπτώματα τους, τούς ἐπιβλήθηκε ἀκαριαῖα ἡ ἴδια θανατική καταδίκη πού ἐπιβάλλεται στούς ἱερόσυλους, γιά τούς ὁποίους μιλήσαμε. ῎Ετσι συνέβη καί σ᾿ ἐκεῖνον πού εἶχε μαζέψει ξύλα τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, καθώς ἐπίσης καί στόν ᾿Ανανία καί στή Σαπφείρα, πού πλανεμένοι ἀπό τήν ἀπιστία τους, κράτησαν γιά τόν ἑαυτό τους ἕνα μικρό μέρος ἀπό τήν περιουσία τους. ῾Η ἁμαρτία τους ἦταν τόσο σοβαρή, ὅσο σπουδαῖα ἦταν καί αὐτῶν πού προαναφέραμε. ῾Η παράβαση ὅμως πού τόλμησαν οἱ τελευταῖοι ἦταν κάτι τό πρωτοφανές. ῎Επρεπε λοιπόν —ἐπειδή ἡ ἁμαρτία τοῦ ᾿Ανανία καί τῆς Σαπφείρας ἦταν παράδειγμα γιά τό εἶδος αὐτό τῆς ἁμαρτίας— νά εἶναι ἐπίσης καί ἡ τιμωρία τους ὑποδειγματική. Νά εἶναι δηλαδή ἕνα παράδειγμα πού θά ἐνέπνεε τόν τρόμο, ὥστε ὁποιοσδήποτε θά ἐπιχειροῦσε νά τούς μιμηθεῖ, νά ἤξερε ὅτι θά ἦταν καταδικασμένος νά ὑποστεῖ τήν ἴδια τιμωρία. ῎Ετσι θά ζοῦσε κάτω ἀπό τό μαρτύριο τῆς ἀναμονῆς τῆς τιμωρίας, τήν ὁποία γνώριζε πώς ἐπρόκειτο νά δεχθεῖ εἴτε στήν παροῦσα ζωή εἴτε στή Μέλλουσα Κρίση.
῞Ομως, θέλοντας νά ἐξετάσουμε μέ συντομία τά διάφορα εἴδη τῶν πειρασμῶν καί τίς τιμωρίες πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τό ἀντικείμενο τοῦ λόγου μας. Οἱ τέλειοι, ὅπως λέγαμε, διατηροῦν τήν ἴδια ἀδιατάρακτη εἰρήνη καί στίς θλίψεις καί στήν εὐημερία. ῎Ας ἐπανέλθουμε λοιπόν σ᾿ αὐτό.
Κεφάλαιο 12· ῾Ο δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι σάν σφραγίδα πού εἶναι φτιαγμένη ὄχι ἀπό κερί, ἀλλά ἀπό σκληρό ἀτσάλι.
῾Η ψυχή τοῦ δίκαιου δέν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά μοιάζει μέ κερί οὔτε μέ κάποια ἄλλη μαλακή καί εὔπλαστη οὐσία. Γιατί ἕνα τέτοιο ὑλικό ὑποχωρεῖ πάντα ὅταν τό σφραγίσουν, παίρνει τό σχῆμα τῆς σφραγίδας καί δέχεται τό ἀποτύπωμά της. Αὐτά μάλιστα τά διατηρεῖ μέχρις ὅτου ἡ τοποθέτηση μιᾶς καινούργιας σφραγίδας τοῦ δώσει καινούργια μορφή. Τό κερί εἶναι εὔπλαστο καί εὐμετάβλητο ὑλικό καί συνεχῶς δέχεται τά χαρακτηριστικά τῆς κάθε σφραγίδας πού πατιέται ἐπάνω του.
῾Ο χριστιανός πρέπει νά εἶναι σάν τό ἀτσάλι. Θά πρέπει δηλαδή, νά κρατάει ἀπαραβίαστη τή δική του μορφή. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐπιβάλλεται καί νά σφραγίζει ὁ ἴδιος καί νά μετασχηματίζει ὑπεύθυνα τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς μέ τό δικό του ἀποτύπωμα.
Κεφάλαιο 13· Εἶναι δυνατόν ἡ ψυχή νά παραμείνει στήν ἴδια, σταθερή κατάσταση;
ΠΑΤΗΡ ΓΕΡΜΑΝΟΣ· Εἶναι δυνατόν νά παραμείνει ἡ ψυχή μας συνεχῶς στήν ἴδια κατάσταση καί νά διατηρεῖ πάντα τήν ἴδια διάθεση;
Κεφάλαιο 14· ᾿Απάντηση στήν προηγούμενη ἐρώτηση.
ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ· Αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός νόμος. ῎Η συμμορφωνόμαστε μέ τό ἀποστολικό λόγο πού λέει, «νά ἀνανεώνεστε κατά τό πνευματικό καί ἐσωτερικό βάθος τοῦ νοῦ σας» (᾿Εφεσ. 4, 23), καί ἔτσι προοδεύουμε κάθε μέρα καί περισσότερο, «σπεύδοντας πρός ἐκεῖνα πού εἶναι ἐμπρός» (Φιλιπ. 3, 14), ἤ ἀμελοῦμε, καί ἔτσι στρεφόμαστε πρός τά πίσω, πέφτοντας σέ χειρότερη κατάσταση.
῎Ετσι λοιπόν, μέ κανένα τρόπο, δέν μπορεῖ ἡ ψυχή νά παραμείνει στήν ἴδια κατάσταση. ῾Ο χριστιανός μοιάζει μ᾿ ἕναν ἄνθρωπο πού πασχίζει, ἔχοντας μιά βάρκα καί πηγαίνοντας κόντρα στό ρεῦμα, νά διασχίσει τά νερά ἑνός ὁρμητικοῦ ποταμοῦ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἤ θά βάλει στά κουπιά ὅλη τή δύναμη τῶν χεριῶν του καί ἔτσι θά καταφέρει νά σκίσει τό ὁρμητικό ρεῦμα καί νά περάσει ἀπέναντι, ἤ θά ἀργοκινεῖ τά κουπιά καί ἔτσι θά παρασυρθεῖ ἀπό τήν ὁρμή τοῦ ρεύματος.
Φανερό σημάδι ὅτι κάπου ἔχουμε σίγουρα ἀποτύχει, εἶναι τό ὅτι δέν ἔχουμε χειροπιαστό κέρδος. ᾿Αντίθετα, εἴμαστε σίγουροι ὅτι δέν ἔχουμε χάσει κάτι ἀπό τόν πνευματικό μας θησαυρό, τήν ἡμέρα πού εἴδαμε ὅτι ἔχουμε ὁλοφάνερα δείγματα τῆς προόδου μας. Εἶναι ἀδύνατον, ὅπως εἶπα, νά παραμείνει ἡ ψυχή στάσιμη. Δέν ὑπάρχει ῞Αγιος, ὁ ὁποῖος, ἐνόσω βρίσκεται σ᾿ αὐτή τή ζωή, νά ἔχει τόσο παγιωθεῖ στήν ἀρετή, ὥστε νά μπορεῖ νά παραμείνει πάντα σταθερός καί ἀμετάβλητος, ἀλλά ἤ αὐξάνεται ἀδιάκοπα ἤ ἐλαττοῦται. Καθετί κτιστό ὑπόκειται σέ ἀλλαγή, καθώς διαβάζουμε στό βιβλίο τοῦ ᾿Ιώβ· «Ποιός, ἐνῶ εἶναι θνητός, μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι εἶναι ἄμεμπτος; Καί ποιός, γεννημένος ἀπό γυναίκα θά παρουσιασθεῖ σάν δίκαιος; ῾Ο Θεός δέν ἐμπιστεύεται τούς ἁγίους του καί οἱ οὐρανοί δέν εἶναι καθαροί μπροστά στά μάτια του» (᾿Ιώβ 15, 14-15). Πιστεύουμε καί θεωροῦμε πραγματικά, ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος. Αὐτά ἐννοεῖ ὁ Ψαλμωδός, ὅταν λέει· «᾿Εγώ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας καί δέν μεταβάλλομαι» (Ψαλμ. 101, 28). ῾Ο προφήτης Μαλαχίας ἐπίσης λέει· «᾿Εσύ εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος» (Μαλαχ. 3, 6). Καί ἐπειδή, ᾿Εκεῖνος μονάχα εἶναι ἀπ᾿ τή φύση Του Πανάγαθος, ᾿Εκεῖνος εἶναι τό Μόνο Αὐτογαθό, ὁ Παντέλειος, ὁ ᾿Ανενδεής μέσα στήν πληρότητά Του, γι᾿ αὐτό καί ᾿Εκεῖνος εἶναι καί ὁ Μόνος ᾿Αναλλοίωτος.
Πρέπει λοιπόν, νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, χωρίς νά χαλαρώνουμε ποτέ. Πρέπει νά ἀσχολούμαστε ἀκατάπαυστα, γιά νά κάνουμε τήν ἀρετή βίωμα. Μήπως καί ἄν σταματήσουμε νά τήν ἀσκοῦμε, τή χάσουμε ἐντελῶς ἀπό τή ζωή μας. Τό ἔχουμε τονίσει, ἐξάλλου, ὅτι ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά παραμείνει στήν ἴδια κατάσταση, χωρίς νά αὐξάνεται ἤ νά ἐλατώνεται στήν ἀρετή. Τό νά μήν κερδίζει κανείς, σημαίνει ὅτι χάνει. ῞Οταν σβύνει ὁ πόθος γιά τήν πνευματική πρόοδο, τότε ἐγγίζει ἄμεσα καί ὁ κίνδυνος τῆς ὑπαναχώρησης.
Κεφάλαιο 15· ῾Ο μοναχός χάνει ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τό κελί του.
Γι᾿ αὐτό τό ἔργο ὅμως, ἀπαιτεῖται νά παραμένουμε συνεχῶς στό κελί μας. Γιατί, ὅταν ἀφήνουμε τό κελί μας καί περιφερόμαστε ἄσκοπα ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, καί θελήσουμε κάποια στιγμή νά ἐπιστρέψουμε, τότε δέν θά τό ἀναγνωρίζουμε πλέον. Θά νιώθουμε ἐκεῖ μέσα, ὅπως αἰσθανόμασταν ὅταν εἴμασταν ἀρχάριοι, γεμάτοι ἀνασφάλεια καί ταραγμένους λογισμούς. ῎Αν χαλαρώσουμε τόν ἀγώνα μας, δέν θά ξαναβροῦμε χωρίς κόπο καί πόνο τούς καρπούς τῆς πνευματικῆς ἐργασίας, τήν ὁποία εἴχαμε ἀναπτύξει παραμένοντας στή μοναχικότητα καί στή σιωπή τοῦ κελιοῦ μας. ᾿Επιπλέον, ἔχοντας πιά κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο ὑπαναχωρήσει ἀπό τόν ἀρχικό ζῆλο μας, δέν θά μπορέσουμε νά ἐκτιμήσουμε σωστά τό τί ἔχουμε χάσει. Δέν θά ἀντιληφθοῦμε δηλαδή, τήν πρόοδο πού θά εἴχαμε κάνει ἄν δέν εἴχαμε ἀφεθεῖ χαλαροί καί ἄπραγοι. ῞Οταν ὅμως καταλάβουμε τήν πνευματική μας ἀπώλεια καί ξαναγυρίσουμε στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ κελιοῦ μας, θά νιώσουμε εὐτυχεῖς πού ἐπανήλθαμε στήν κατάσταση πού ἤμασταν πρίν ἀπό τήν πτώση μας. ῾Ο χαμένος χρόνος ὅμως δέν ξανακερδίζεται. Κέρδος χαμένο δέν ξαναβρίσκεται.
῞Οσο καλά ἀποτελέσματα κι ἄν καταφέρει νά μᾶς προσφέρει ἡ μετάνοιά μας καί ἡ ἐπιμέλειά μας, αὐτά θά εἶναι ὁπωσδήποτε παροδικά. ῾Η πρόοδος θά εἶναι προσωρινή καί ἐπιφανειακή καί δέν θά μπορέσει μέ κανένα τρόπο νά ἀποκαταστήσει τή χαμένη καρποφορία πού εἴχαμε θρέψει μέ τήν ἐργασία, τήν ὁποία εἴχαμε κάνει στή σιωπή τοῦ κελιοῦ μας.
Κεφάλαιο 16· Οἱ οὐράνιες δυνάμεις δέν εἶναι ἄτρεπτες.
᾿Ακόμα καί αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές δυνάμεις ἦταν «φύσει» μεταβλητές καί ὑποκείμενες στήν ἀλλαγή. Καί αὐτό ἀποδεικνύεται καθαρά ἀπό τήν πτώση τῶν ᾿Αγγέλων, τούς ὁποίους βέβαια κατέστρεψε ἡ διεφθαρμένη τους θέληση. ᾿Ακόμα καί οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν στή μακαριότητα στήν ὁποία δημιουργήθηκαν, δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὅτι εἶναι «κατ᾿ οὐσίαν» ἄτρεπτοι, ἐπειδή δέν παρασύρθηκαν, ὅπως οἱ ἄλλοι, πρός τήν ἀντίθετη πλευρά. ῎Αλλο πράγμα εἶναι νά εἶναι κανείς «κατ᾿ οὐσίαν» ἄτρεπτος καί ἄλλο νά παραμένει ἄτρεπτος, μετά ἀπό ἐπίπονο καί συνεχή ἀγώνα, γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί γιά τήν ἐμμονή στό ἀγαθό, πού εἶναι οἱ καρποί τῆς Χάριτος τοῦ Μόνου «κατ᾿ οὐσίαν» ῎Ατρεπτου Θεοῦ. Αὐτό πού ἡ ἐπιμέλεια ἀποκτᾶ ἤ πού τό διατηρεῖ ζωντανό καί ἀκμαῖο, ἡ ἀμέλεια τό καταστρέφει. Γι᾿ αὐτό ἔχει εἰπωθεῖ ἀπό τόν Σοφό Σειράχ ὅτι, «κανένα μή μακαρίζεις πρίν τό θάνατό του» (Σοφ. Σειρ. 11, 28). Διότι, ἐνόσω ἕνας ἄνθρωπος βρίσκεται στό στάδιο τοῦ ἀγώνα του, ἤ, ὅπως θά λέγαμε, ἐφόσον αὐτός ἀγωνίζεται στό πεδίον μάχης, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐξασφαλισμένος καί σίγουρος ὅτι θά διατηρηθοῦν ἔτσι τά πράγματα μέχρι τό τέλος, ὅσο κι ἄν αὐτός ἔχει στό ἐνεργητικό του νίκες καί θριάμβους.
῾Ο Θεός μόνο εἶναι ῎Ατρεπτος καί ᾿Αναλλοίωτος. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι καί τό μόνο «κατά φύσιν» ᾿Αγαθό, εἶναι τό Αὐτοαγαθό.
῞Οσο γιά τόν ἄνθρωπο, καμμιά ἀρετή δέν εἶναι μόνιμο κτῆμα του. Γι᾿ αὐτό καί, γιά νά διατηρήσει κανείς τίς ἀρετές, ἀπαιτεῖται τόση ἐπιμέλεια καί ζῆλος, ὅσο χρειάσθηκε καί ἐξαρχῆς γιά νά τίς ἀποκτήσει.
Κεφάλαιο 17· ῾Η πτώση τοῦ ἀνθρώπου δέν συμβαίνει ξαφνικά, ἀλλά ὀφείλεται σέ προηγούμενα λάθη του.
῞Οταν κάποιος πέφτει, δέν πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι ἡ πτώση του εἶναι ἕνα ξαφνικό γεγονός. Αὐτό σημαίνει ὅτι μιά λανθασμένη παιδεία ἀπό τήν ἀρχή τόν ἔβαλε σέ λάθος δρόμο, ἤ ὅτι μιά μακρόχρονη ἀμέλεια ἀφάνισε σιγά-σιγά τήν ἀρετή του καί αὔξησε μέσα του τά πάθη. Γι᾿ αὐτό καί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θά καταλήξει στήν ἀπώλεια. ῾Η ῾Αγία Γραφή λέει ὅτι, «πρίν τήν καταστροφή προηγεῖται ἡ ἀλαζονεία καί πρίν τήν πτώση τό ὑπεροπτικό πνεῦμα» (Παροιμ. 16, 18.
῞Ενα σπίτι, ὅσο παλιό κι ἄν εἶναι, δέν καταρρέει ξαφνικά. Αὐτό μπορεῖ νά συμβεῖ ἤ ἀπό μιά βασική κατασκευαστική ἀτέλεια ἤ ἐξαιτίας τῆς μακροχρόνιας ἀμέλειας τῶν ἐνοίκων του. ᾿Ενδέχεται τό νερό, πού ἔμπαινε στήν ἀρχή σταγόνα-σταγόνα ἀπό κάποια σχισμή, νά προκάλεσε μέ τόν καιρό τό σάπισμα στό σκελετό τῆς στέγης. Μπορεῖ τά ἀνοίγματα νά αὐξάνονταν λίγο-λίγο καί ἔτσι νά ἄρχισαν οἱ μεγαλύτερες καθιζήσεις.
Τελικά, σέ μιά καταιγίδα, μπῆκε ἡ βροχή ὁρμητικά σάν χείμαρρος καί νά κατέρευσε τό σπίτι, ὅπως λέει καί ἡ ῾Αγία Γραφή· «᾿Από ὀκνηρία» λέει, «πέφτουν τά δοκάρια τῆς στέγης καί ἀπό τήν ἀμέλεια τοῦ νοικοκύρη, θά στάξει τό σπίτι» (᾿Εκκλ. 10, 18).
Αὐτή ἡ εἰκόνα δείχνει καθαρά τό τί μπορεῖ νά συμβεῖ στήν ψυχή. ῾Ο σοφός Σολομώντας λέει κάτι σχετικό μέ διαφορετικούς ὅρους· «Οἱ σταγόνες», λέει, «πού στάζουν ἀπό τή στέγη θά βγάλουν τόν ἄνθρωπο τόν καιρό τοῦ χειμώνα ἔξω ἀπό τό σπίτι του» (Παροιμ. 27, 15).
Συγκρίνει πολύ ἐπιτυχημένα τήν ἀμελή ψυχή μέ τό σπίτι καί μέ τή στέγη, τήν ὁποία ἀμελεῖ ὁ νοικοκύρης νά συντηρήσει. ᾿Εξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀμέλειας, φθάνουν μέχρι τήν ψυχή, τουλάχιστον στήν ἀρχή, ἀνεπαίσθητες προσβολές τῶν παθῶν, σάν πολύ μικρές σταγονίτσες βροχῆς. ᾿Αλλά ἄν τίς παραμελήσουμε αὐτές τίς σταγονίτσες —ἐπειδή τίς θεωροῦμε σάν ἀσήμαντες καί χωρίς ἐπιπτώσεις— αὐτές στή συνέχεια θά διαφθείρουν μέ τόν καιρό τίς ἀρετές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τή στέγη τοῦ σπιτιοῦ. Μετά ἀπ᾿ αὐτό θά ἐπέλθει ὁ κατακλυσμός τῶν παθῶν. Στή συνέχεια θά ἀκολουθήσουν οἱ χειμωνιάτικες ἡμέρες, δηλαδή ὁ καιρός τῶν πειρασμῶν. ῾Η ἔφοδος τοῦ δαίμονα θά ὁρμήσει σάν καταιγίδα πάνω στήν ψυχή καί θά τήν διώξει ἀπό τήν κατοικία τῶν ἀρετῶν. Θά τήν ἀπομακρύνει δηλαδή ἀπό ἐκεῖ πού εἶχε παλιότερα ἐγκατασταθεῖ, μετά ἀπό πολυχρόνιο ἀγώνα, καί ὅπου διαβίωνε μέσα σέ ἄπλετη εἰρήνη.
ΑΒΒΑΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ· ῞Ολα αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπό τόν Γέροντα ἦταν γιά μᾶς μιά πνευματική τροφή, τῆς ὁποίας τήν ἀπέραντη γλυκύτητα γευθήκαμε μέ βουλημία. ῾Η χαρά πού δοκιμάσαμε μετά ἀπ᾿ αὐτή τή συνομιλία ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἀπό τή θλίψη πού μᾶς προξένησε ὁ σφαγιασμός τῶν ῾Αγίων Πατέρων, πράγμα πού εἶχε γίνει καί ἡ ἀφορμή αὐτῆς τῆς συζήτησης. ᾿Επιπλέον, εἶχαν διαλυθεῖ ὄχι μόνο οἱ ἀμφιβολίες καί τά ἐρωτηματικά μας, ἀλλά εἶχαν ξεκαθαρισθεῖ μέσα μας καί πολλά ἄλλα πράγματα, γιά τά ὁποῖα ἡ φτωχή μας διάνοια δέν εἶχε ποτέ προβληματισθεῖ καί γι᾿ αὐτό δέν εἶχε ἐνδιαφερθεῖ καί νά τά διερευνήσει. ῞Ολα αὐτά εἶχαν πλέον, μέ τήν εὐκαιρία αὐτῆς τῆς εὐλογημένης συνομιλίας, ἀποκαλυφθεῖ μέσα μας ὁλοκληρωτικά καί ξεκάθαρα.