Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

«Η εν χριστώ υπέρβασις του Θανάτου» Ομιλία Γερόντισας Θεολογίας


Η εν Χριστώ ζωή δεν λογίζεται χωρίς Σταυρό




Ο άνθρωπος θα δικαιωθεί ή θα κατακριθεί, ανάλογα με το πόσο θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς κράτησε σ' αυτή τη ζωή το Σταυρό του.
Ο προπτωτικός άνθρωπος ήταν συνδεδεμένος....


Ο προπτωτικός άνθρωπος ήταν συνδεδεμένος υπαρκτικά και ουσιαστικά με το Θεό του, που είναι κατά τη θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, «Φύσις μακαρία, απαθής και αγαθή». Γι' αυτό το λόγο και ήταν μακάριος και απαθής, εντελώς άσχετος με οτιδήποτε μπορούσε να του επιφέρει θλίψη ή πόνο.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αποφαίνεται χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι, ώσπερ άγγελοι διητώντο εν τω παραδείσω». Οι άνθρωποι δηλαδή, ζούσαν αγγελική βιωτή μέσα στον παράδεισο. Με το προπατορικό αμάρτημα που κατά το μακαριστό Γέροντα Πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «η προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει Θεός χωρίς Θεόν και εναντίον του Θεού», υπεισέρχεται στη ζωή του μεταπτωτικού ανθρώπου η τραγική πραγματικότητα του οντολογικού δυϊσμού, των παθών, των θλίψεων και τέλος αυτός ο ίδιος ο θάνατος.
Ο άνθρωπος βιώνει πλέον μια άλλη πραγματικότητα, την πραγματικότητα του Σταυρού. Ο Μέγας Βασίλειος, επισημαίνοντας αυτή την πραγματικότητα, θα πει χαρακτηριστικά: «Μηδενός των ανθρώπων ο βίος όλος μακάριος εστίν. Το γαρ διά παντός ευ πράττειν, μόνον Θεού εστίν». Δηλαδή, κανενός πλέον ανθρώπου η ζωή δεν είναι ταυτόσημη με τη διαρκή χαρά και την ευτυχία, αλλά μάλλον είναι ζυμωμένη με τον πόνο και τις θλίψεις. Μόνο ο Θεός, όντας απαθής, βιώνει μια κατάσταση διαρκούς χαράς και μακαριότητας.
Ο πόνος 
Η πραγματικότητα του Σταυρού στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία μας, έχει διάφορες πτυχές. Πρώτη πτυχή της είναι ο πόνος: σωματικός και ψυχικός. Ο πόνος μπορεί να προέρχεται από πλείστες όσες αιτίες. Αρρώστιες, βίωση της απόρριψης, της αχαριστίας, της κακής συμπεριφοράς, της μοναξιάς κ.λπ. Είναι γεγονός πως στις μέρες μας, πλήθυναν οι περιπτώσεις ανθρώπων που υποφέρουν από ανίατες αρρώστιες, κάθε λογής. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μια έξαρση των ψυχικών νοσημάτων, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για έφηβους ακόμη και για παιδιά με έντονα ψυχολογικά προβλήματα, που προκύπτουν από το σύγχρονο τρόπο ζωής, που έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό και τον παραγκωνισμό του ανθρωπίνου προσώπου. Και στις δύο περιπτώσεις ο Σταυρός της ασθένειας (σωματικής και ψυχικής), γίνεται κατά την Πατερική Θεολογία, «Παιδεία ομολογουμένη». Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος που δέχεται το Σταυρό του πόνου και στις δύο όψεις του, θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς λογίζεται κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μιμητής Χριστού.
Λέει κάπου χαρακτηριστικά ένας μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Σκοπήσωμεν, πώς τον θεόν δοξάσωμεν. Δοξάζεται δε Ούτος δια του Σταυρού, ήτοι δια του πόνου, των θλίψεων, των ασθενειών. Εάν γαρ ταύτα πάντα εν υπομονή πολλή υποφέρωμεν, τα του Χριστού παθήματα μιμούμεθα και ούτω γινόμεθα Υιοί Θεού χάριτι και συγκληρονόμοι Χριστού». Ας δούμε δηλαδή πώς δοξάζεται ο Θεός. Δοξάζεται με το Σταυρό, δηλαδή τον πόνο, τις θλίψεις, τις αρρώστιες. Αν λοιπόν δεχτούμε αυτού του είδους το Σταυρό με υπομονή, τότε γινόμαστε μέτοχοι των παθών του Χριστού, είμαστε παιδιά του Θεού κατά χάρη και συγκληρονόμοι Χριστού.
Οι Χριστιανοί δεν χαίρονται ασφαλώς στις αρρώστιες και στον πόνο, αλλά και από την άλλη δεν απελπίζονται, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά τη θέση του Μεγάλου Αθανασίου πως: «Εκ του συσταυρωθήναι εστίν, το συμβασιλεύσαι και συνδοξασθήναι».
Ο Ιώβ
Ο Ιώβ προβάλλεται στην Παλαιά Διαθήκη, σαν το πρόσωπο εκείνο που βίωσε στον ύψιστο βαθμό, τον ψυχικό και σωματικό πόνο. Λέει λοιπόν γι' αυτόν ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι δεν ήταν τόσο σπουδαίος όταν ήταν ενάρετος και απείχε από κάθε κακό, αλλά πραγματικά σπουδαίος και αληθινά μεγάλος και φιλόσοφος, ήταν ακριβώς όταν κρατούσε το Σταυρό του πόνου (ψυχικού και σωματικού) θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς: «Ουκ ην ούτω λαμπρός, ότε απείχε από παντός κακού, αλλά ότε εν ταις θλίψεσιν υπέμεινεν, τότε φιλόσοφος ην». Εξ άλλου, άλλη διάσταση του Σταυρού, κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά είναι και «το Σταυρώσαι την σάρκα συν τοις παθήμασιν και ταις επιθυμίαις». Σταυρός δηλαδή είναι, και το να προσπαθεί ο άνθρωπος να δαμάσει τα πάθη και τις κακές επιθυμίες ή συνήθειες του. Αν ρίξει κανείς μια ματιά στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, τότε θα διαπιστώσει το πόσο μεγάλο Σταυρό σηκώνουν τα παιδιά εκείνα, που αγωνίζονται για να απεξαρτηθούν από τις ναρκωτικές ουσίες, τον αλκοολισμό ή άλλα πάθη. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο επιβάλλεται ώστε οι υπόλοιποι γύρω τους (οικογένεια, πολιτεία, Εκκλησία) να τους συμπαρασταθούν με αγάπη και στοργή και όχι ασφαλώς να τους περιθωριοποιήσουν ή να τους απορρίψουν.
Επιπρόσθετα σαν Σταυρός θα μπορούσε να λογιστεί και ο εργασιακός χώρος ενός ανθρώπου, όταν σ' αυτόν βιώνει τη μονοτονία, την πίεση ή την κακή συμπεριφορά των ανωτέρων του.
Οικονομία
Τέλος, μια άλλη πραγματικότητα του Σταυρού στη ζωή μας, είναι και η οικονομική στενότητα που βιώνει ένας άνθρωπος, που μπορεί να έχει πολυμελή οικογένεια ή άλλες οικονομικές ανάγκες, που με πολλή δυσκολία καλύπτονται από το μισθό του. Σε τούτο το είδος του Σταυρού, ο Μέγας Αθανάσιος συστήνει στον άνθρωπο που υποφέρει, υπομονή, τον παρηγορεί δε με τη θέση πως «Ο έχων την ανάπαυσαν εν τω κόσμω τούτω, την αιωνίαν ανάπαυσιν, μη ελπιζέτω μηδέ αναμενέτω ευρείν». Αυτός δηλαδή που σ' αυτή την ζωή του έρχονται όλα βολικά και είναι πλήρως αναπαυμένος, την ουράνια και αιώνια ανάπαυση να την ξεχάσει και να την διαγράψει.
Θα λέγαμε λοιπόν σαν κατακλείδα, πως η πραγματικότητα του Σταυρού συμφαίνεται με τη Σωτηρία ή την καταδίκη του ανθρώπου, αφού κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος θα δικαιωθεί ή θα κατακριθεί, ανάλογα με το πόσο θεοπρεπώς και αξιοπρεπώς κράτησε σ' αυτή τη ζωή το Σταυρό του.

Σάββας Αλεξάνδρου, Θεολόγος-Εκπαιδευτικός    

Βατοπαιδινές Κατηχήσεις Γέροντος Ιωσήφ- Κατήχηση 9η - Η ακριβής «εν Χριστώ» πορεία μας



ΚΑΤΗΧΗΣΗ 9η 

 Η ακριβής «εν Χριστώ» πορεία μας

Αδελφοί και πατέρες, όσοι επωμίστηκαν το ζυγό του Κυρίου και φέρουν συνεχώς το ελαφρό φορτίο, δεν θα αργήσουν να αισθανθούν τη γλυκύτητα και την πραότητά του, γιατί πραγματικά «γινώσκει Κύριος τους όντας αυτού» (Β Τιμ. β, 19). Τότε ενθυμούμενοι «πάσας τας ανταποδόσεις αυτού» (Ψαλμ. ρβ, 2), θα ψάλλουν με το Δαυΐδ: «Ιδού τα χείλη μου ου μη κωλύσω, Κύριε, συ έγνως. Την δικαιοσύνην σου ουκ έκρυψα εν τη καρδία μου• την αλήθειάν σου και το σωτήριόν σου είπα. Ουκ έκρυψα το έλεός σου• και την αλήθειάν σου από συναγωγής πολλής» (Ψαλμ. λθ, 9-1θ). Η εγκράτεια, η νηστεία και γενικά η αγωνιστικότητα, στην οποία περιλαμβάνεται κάθε μορφής κακοπάθεια, είναι το πρώτο και κύριο μέσο για τη «νέκρωση των μελών των επί της γης» (Κολ. γ, 5), της κτηνώδους φιλαυτίας και των σκιρτημάτων της σάρκας. Για όσους σήκωσαν στους ώμους τους την πολύφορο φιλοπονία, που εμπεριέχει το νόημα του Σταυρού, αυτό είναι πρωταρχικό καθήκον. Τα ψυχικά όμως νοσήματα και αυτά της ταραγμένης καρδιάς, κατευνάζονται με την ανάγνωση των θείων Γραφών και των πατερικών νοημάτων, μαζί με την επίμονη προσευχή.
Εμείς, που ζούμε σε κοινοβιακό σύστημα, φθάνουμε σ αυτήν την ελευθερία με τη μεταξύ μας καλή συμπεριφορά, εάν «νομίμως αθλούμε» (Β Τιμ. β, 5). «Έκαστος ημών τω πλησίον αρεσκέτω εις το αγαθόν προς οικοδομην» (Ρωμ. ιε, 2) « και μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α Κορ. ι, 24). Και το ανώτερο καθήκον είναι ότι « οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι» (Α Ιω. γ, 16). Ποια αξία έχουν, αν κάνουμε σύγκριση, οι μικροί μας αγώνες με τα αιώνια αγαθά, που μας χαρίζει ο Θεός;
Στην πρακτική όμως ενέργεια της αγωνιστικότητας χρειάζεται ευμέθοδος τρόπος. Και λόγω της δικής μας αδαότητας και απειρίας, αλλά και εξαιτίας της δολιότητας του Πονηρού. Όποιος θέλει να αθλήσει νόμιμα και να στεφανωθεί από το Θεό, να μην απογοητεύεται, εάν κάνει κάποιο σφάλμα και πέσει ή αποτύχει σε κάποια προσπάθεια εναντίον κάποιου πάθους, ή δεν τηρήσει κάποιο πρόγραμμα που ο ίδιος όρισε. Δεν πρέπει να παραμείνει αδρανής, αλλά ξανά και ξανά να επιχειρεί επικαλούμενος τη μητρική ιδιότητα της Χάρης, έστω και αν αυτός ο αγώνας διαρκέσει σ όλη του τη ζωή.
Πολλές φορές η Χάρη του Θεού θέλει να τον ανεβάσει σε ψηλότερη αξία στο μέλλον, επειδή βλέπει ότι η πρόθεσή του είναι ομολογιακή. Οι σωματικοί κόποι και οι στεναγμοί της καρδιάς, το διαρκές
πένθος και τα δάκρυα είναι τα βραβεία της προκοπής. Δίκαια θ ακούσει την ευλογία από το Θεό: «Ευ δούλε αγαθέ και πιστέ» (Ματ. κε, 21). Αν και πιεζόσουνα και ήσουν, κατά κάποιο τρόπο, παραθεωρημένος απο την αντίληψη της Χάρης, δεν έπαψες να πιστεύεις και να ελπίζεις. Γι αυτό «είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου» (Ματ. ια, 28), που θα είναι η αίσθηση της πνευματικής συγγένειας. Εκεί ο Κύριός μας αποδεικνύεται ως πραγματικός Πατέρας στους «κοπιώντας και πεφορτισμένους» (Ματ. ια, 28) ανύστακτα.
Ας μη νυστάξουμε, αδελφοί μου, αλλά ο καθένας ας επιμελείται δ,τι προκύπτει από τη διακονία και την ικανότητά του, γιατί η λήξη, το τέλος της πανήγυρης της εδώ ζωής, δεν θα αργήσει να έλθει. Τότε ο καθένας θα αμειφθεί κατά την προσφορά και την εργασία του.
Πόσο ωφέλιμη και καρποφόρα είναι η καρτερία και ανεκτικότητα ιδιαίτερα στους ασθενέστερους και ευμετάβλητους, που εύκολα παρασύρονται και αντί να μετανοούν και να διορθώνονται, αναζητούν «φύλλα συκής» για να καλύψουν τη δική τους γύμνωση και ιδιορρυθμία.
Το παν στον άνθρωπο είναι η θέληση. Η θέληση είναι το σπουδαιότερο στοιχείο της ελευθερίας του ανθρώπου. Δεν μπορεί φυσικά μόνη της να επιτύχει. Εκλέγει όμως και αποφασίζει. Αυτή προκαλεί τη θεία επέμβαση, την οποία ο Θεός δεν πραγματοποιεί εάν δεν προηγηθεί η ελεύθερη εκλογή της προσωπικότητας. Διατήρησε ο δημιουργός την κυριότητα και ελευθερία του ανθρώπου και μετά την αποκοπή και την πτώση του απ αυτόν.
Οσοι θέλουν να επιστρέψουν στους κόλπους της θείας παναγάπης, την οποία μας χάρισε με την παρουσία του ο Χριστός, πρέπει να αποδείξουν έμπρακτα ποιά είναι η θέλησή τους. Με την υπακοή και υποταγή στο θείο θέλημα, επεμβαίνει η θεία Χάρη, την οποία επικαλούμαστε, και τότε « τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
Οποιοσδήποτε άνθρωπος θέλει πραγματικά να σωθεί, δεν τον εμποδίζει ούτε ο καιρός, ούτε ο τόπος, ούτε το επάγγελμα. Φτάνει να αφήσει. το δικό του θέλημα στην υπακοή τον θείου θελήματος. Πρέπει όμως να γνωρίζουν, όσοι θέλουν να ακολουθήσουν την πορεία της μετάνοιας, ότι στην αρχή θα κοπιάσουν αρκετά. Όχι τόσο εναντίον των πονηρών πνευμάτων, που είναι πάντοτε αντίθετα και εχθρικά. Ούτε και κατά της αιχμαλωσίας των παθών που επικράτησαν, αλλά ιδιαίτερα θα αγωνιστούν εναντίον της πονηρής και κακής συνήθειας, που γίνεται τυραννική, ιδίως στους αυταρχικούς τύπους και υποτελείς της εγωιστικής έπαρσης, που στους καιρούς μας περισσεύει.
Όταν συμβουλεύουμε ότι πρέπει να « καταποθή το θνητόν υπό της ζωής» (Β Κορ. ε, 4), εννοούμε να καταργηθεί το σαρκικό φρόνημα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται πνευματικός και ακώλυτα η Χάρη τον επισκέπτεται και παραμένει κοντά του. Αυτός δεν θέλει πλέον το δικό του θέλημα και όσα ανήκουν στη φιλαρέσκειά του, αλλά μόνο το θείο θέλημα. Όλη του η προσπάθεια, η σπουδή και η επιθυμία είναι να προσέχει και να εφαρμόζει τις θείες εντολές.
Όπως και άλλοτε τονίσαμε, η ευσυνείδητη τήρηση των εντολών είναι ολοκληρωμένη ομολογία, που είναι ο σκοπός της προσωρινής αυτής ζωής. Όταν αυτό γίνεται, αποδεικνύεται ότι ο άνθρωπος πέθανε για τον εαυτό του, και ζει μόνο για το Θεό, δηλαδή για το θέλημά του. Ως πιστός πλέον δούλος, η καλύτερα φίλος, δικαιούται τις θείες δωρεές. Μια εξαιρετική δωρεά είναι η ανάνηψη του νου από το λήθαργο της αναισθησίας και της αισχρής δουλείας του παράλογου, στο οποίο προηγουμένως βρισκόταν.
Όταν ο νους αρχίσει να βλέπει, θα δει πρώτα τον πλησιέστερό του εαυτό. Ποιος ήταν κατά τη δημιουργία και ποιος είναι τώρα. Αυτό του προκαλεί ταπείνωση, που είναι και ο πρώτος σταθμός της αποθεραπείας τον. Νοιώθοντας ντροπή ο νους για το νοερό και θεοειδές της ψυχής του, αποφεύγει κάθε έπαρση, προτιμά τα ταπεινά, αυτά που έχουν κόπο και αφάνεια και γενικά ξυπνά μέσα του η δίψα να ευεργετεί και να αναπαύει τους άλλους, ενώ το δικό του θέλημα το βδελύσσεται και το αποστρέφεται ολοκληρωτικά. Τότε ριζώνει μέσα του η επιμονή στο πρόγραμμα της πνευματικής ζωής και ουδέποτε σπαταλά άσκοπα το χρόνο του και τα μέσα που έχει για να διακονεί.
Η ταπείνωση από αυτήν την αυτογνωσία, όσο δυναμώνει, δίνει την πληροφορία ότι είναι γέννημα της γνώσης και η γνώση πάλι ότι είναι γέννημα των πειρασμών, που υπέμεινε ο αγωνιστής παιδευόμενος ποικιλότροπα «δια τους λόγούς των χειλέων» (Ψαλμ. ις, 4) του Κύρίου μας, δηλαδή για την εφαρμογή τον πανάγιου θελήματός του.
Μετά αρχίζει η προσευχή, ως αχώριστο στοιχείο σ αυτόν που γνωρίζει την αδυναμία του, αλλά και ως αναγκαίος τρόπος πληρότητας. Όπως νοιώθει κανείς για τη συντήρησή του την τροφή και το νερό, ως ανάγκες απαραίτητες, έτσι νοιώθει και την προσευχή.
Αναφέραμε με μεγάλο κόπο, τίμιοί μου αδελφοί, σαν εισαγωγή, τους τρόπους και τα ιδιώματα των ενεργειών της μετάνοιας. Αυτά όμως, ως βραβεία, δεν δίνονται στους ράθυμους και αμελείς, όπως η δική μου αθλιότητα, αλλά στους φιλόπονους και νπάκουους, που αγόγγυστα σηκώνουν το σταυρό της ομολογίας τους, χωρίς αντιλογία, χωρίς περιέργεια, χωρίς ίχνος κρίσης η απόφασης που λαμβάνεται, χωρίς την άδεια και ευλογία του πνευματικού τους αρχηγού.
Με λυπη μου διαπιστώνω ότι γίνονται λάθη με «δεξιές» προφάσεις. Αυτά είναι πολυ επικίνδυνα, γιατί τα καλυπτει ο σκοτεινός πέπλος της αυτοπεποίθησης• γίνονται δηλαδή, δήθεν, χάριν της ευλάβειας και της αγωνιστικότητας. Οι Πατέρες μας καυτηριάζουν δριμύτατα αυτούς τους αναρχισμούς. Σ ένα απόφθεγμά τους αναφέρουν: «Εάν νεώτερος αναβαίνει προς ουρανόν τω ιδίω θελήματι, κράτησον αυτού τον πόδα». Και η Γραφή: « Ουαί οι συνετοί εν εαυτοίς και ενώπιον εαυτών επιστήμονες» (Ησ. ε, 21). Η ακαταστασία σε ολόκληρη τη συμπεριφορά δεν είναι δείγμα αθεοφοβίας και ζωής χωρίς πρόγραμμα; «Πάντα ημών ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α Κορ. ιδ, 4θ), γιατί «εν οις ουκ έστι κυβέρνησις πίπτουσι ώσπερ φύλλα», όπως λέει ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας, Εφραίμ ο Σύρος. Και αυτή η σεμνότητα του χαρακτήρα μας πείθει τους πιστούς, ότι πράγματι μαζί μας υπάρχει η Χάρη του Θεού. Να μην αναφέρουν οι ακατάστατοι κοινοβιάτες πράξεις και διδάγματα μεμονωμένων αυστηρών ασκητών, οι οποίοι είχαν στην προσωπική τους άσκηση, στους τόπους που διέμεναν, το σκληρό, το ατημέλητο και το απόκοσμο. Κάθε ένας όπως και όπου « εκλήθη εκεί και μενέτω» (Α Κορ. α, 18), γιατί για τον εαυτό του και για τη θέση τον θα απολογηθεί. Και όπως, κατά τον Παύλο, «βρώμα ου παρίστησι τω Θεώ» (Α Κορ. η, 8) και εμείς λέμε, ούτε το σχήμα «παρίστησι», αλλά το ταπεινό φρόνημα και η διάθεση υπακοής, σύμφωνα με το ζωντανό παράδειγμα του Κυρίου μας.
Ας προσέξουμε, αδελφοί μου, στο νόημα και την πατερική μας γραμμή, που τόσο πλούσια καθημερινά μελετούμε, γιατί ο Θεός «ου μυκτηρίζεται» (Γαλ. στ, 7). Ούτε τα κούφια σχήματα μετριούνται ως αρετές. Αυτός που έχει υπακοή είναι μεγάλος και κερδισμένος σύμφωνα με όλες τις πατερικές υποδείξεις. Να είμαστε ανεκτικοί και συμπαθείς. Να καλύπτουμε αντί να κρίνουμε τον αδελφό μας. Ολοι μας πειραζόμαστε• « ος μεν ούτως ος δέ ούτως», ύμφωνα με την περιεκτική πρόνοια του Κυρίου μας. Όταν η θεία Χάρη κρύβεται, είτε για δικά μας λάθη, είτε για τους λόγους της πανσοφίας της, τότε όλοι γλυστρούμε και τότε χρειάζεται συμπάθεια και όχι κατάκριση.
Οι «κατά μόνας ασκήσαντες» Πατέρες, κατά τις διάφορες περιόδους της εκκλησιαστικής μας Ιστορίας, είχαν σε μεγάλο βαθμό μέσα τους, ως πρόθεση και έξη, την αυστηρή φιλοπονία. Πράγματι οι βιογραφίες τους καταντούν τρομακτικές από την αυταπάρνηση που εφάρμοσαν. Με την ισχυρή πίστη στο Θεό, που λάτρευαν και διακονούσαν γνήσια, υπέμειναν τα πάντα.
Η πλειονότητα όμως των Πατέρων, που διέπρεψαν και οργάνωσαν βατό και προσιτό το μοναχικό βίο, ήταν αυτοί που ζούσαν στο κοινοβιακό σύστημα, που και απλούστερο είναι και ευκολώτερα επιτυγχάνεται, για την πληρέστερή του οργάνωση και την ελευθερία που δίνει. Η οργάνωση και ο προγραμματισμός του κοινοβίου απαλλάσσει τα μέλη του από τη μέριμνα για τα απαραίτητα, ειδικά βοηθούνται οι ασθενέστεροι, που είναι πάρα πολλοί στη δική μας εποχή.
Αυτό το διαπίστωσα και προσωπικά, γιατί δοκίμασα σχεδόν όλες τις μορφές της μοναχικής ζωής. Δεν υποβιβάζω τον ανώτερο τρόπο της απόλύτης αυταπάρνησης και της ολοκληρωτικής αφιέρωσης προς το Θεό, που και με τον οσιώτατό μας Γέροντα ζήσαμε. Πέραν της δυσκολίας του ψηλού πνευματικού στίβου, με την απαιτούμενη ακρίβεια του νου και τη λύσσα των πονηρών πνευμάτων, υπήρχαν και οι έστω μικρές ανάγκες της αυτοσυντήρησης, που υποχρέωναν την παραβίαση του αυστηρού προγράμματος της εσωστρέφειας. Έπρεπε κάποιος να διακονήσει και αυτός ήταν ο ίδιος, που ζούσε σ αυτό το πρόγραμμα. Αυτό προκαλούσε μόνιμη ταραχή, που κόστιζε στο πρόγραμμα.
Στο κοινοβιακό σύστημα αυτή η φροντίδα απουσιάζει. Για όλα μεριμνά το ίδιο το σύστημα. Κανένας, εκτός από το διακόνημά του, δεν μεριμνά ούτε και για τα πιο απλά στοιχεία της συντήρησής του. Σαν καθολικό του επάγγελμα έχει την καταπολέμηση των παθών και των επιθυμιών. Έχει όχι μόνο την πίστη, αλλά και τον Ηγούμενο, ως πνευματικό πατέρα και οδηγό. Και έτσι μιμείται το κύριο πρότυπό μας, το Χριστό, που προβάλλει συνεχώς, ως αρχηγό του, τον Πατέρα.
Και πάλι υπενθυμίζουμε την ακριβή πορεία της στράτευσής μας. Επειδή φοβούμαστε την κρίση και άρα την Κόλαση, τηρούμε τις εντολές. Όποιος τηρεί τις εντολές υπομένει τις θλίψεις. Όποιος υπομένει τις θλίψεις αποκτά την ελπίδα στο Θεό, η οποία απαλλάσσει από τη μάστιγα της μέριμνας. Σ αυτήν την ευλογοφανή μέριμνα ρίχνει ο Πονηρός τα πολύπλοκά του βέλη, με ακατονόμαστες προφάσεις και κινδυνολογίες. Με την αμεριμνία, που επιτυγχάνεται με τη θεία Χάρη, όπως περιγράψαμε, πλησιάζει η αγάπη του Θεού, που μας δίνει την πληροφορία για την ελευθερία από τα πάθη.




Βατοπαιδινές Κατηχήσεις (Ψ.Β. 10)

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ

Εκδότης: Ι.ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ
Χρονολογία Έκδοσης: 1999
ISBN: 9607735145

ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ»



« Εν τω θλίβεσθαί με ,εισάκουσόν μου των οδυνών, Κύριε σοι κράζω».
(Πρώτος αναβαθμός του Α΄ Ήχου )


Εικόνα


Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης παίρνει αυτό τον στίχο και γενικεύει το λόγο του για τις θλίψεις αλλά και για την καταφυγή μας στην παντοδύναμη βοήθεια του αγίου Θεού. Έτσι, ο κάθε πονεμένος χριστιανός μπορεί να φωνάξη ικετευτικά: « Εν τω θλίβεσθαί με ,εισάκουσόν μου των οδυνών, Κύριε σοι κράζω».

Η ζωή κάθε μέρα μας αποδεικνύει ότι η θλίψις και ο πόνος είναι μια σκληρή πραγματικότητα για κάθε άνθρωπο που ζει πάνω στη γη. Αρρώστιες, αναπηρίες, ατυχήματα, πρόωροι θάνατοι, διαζύγια, καταστροφές, πόλεμοι, ανεργία, πείνα, δίψα και άλλα… ,συγκροτούν παγκόσμια τις θλίψεις και τα βάσανα των ανθρώπων, μηδενός εξαιρουμένου.

Όσο αυτά είναι μια αληθινή πραγματικότητα, άλλο τόσο είναι πραγματικότητα ότι ο άνθρωπος αντιδρά στις θλίψεις και στις δυστυχίες της ζωής. Αμύνεται, προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαλλαγή από τα βάσανά του, να απαλύνη τον πόνο του, να θεραπεύση τις πληγές του. Κι όταν τα αδιέξοδα των θλίψεών του είναι αξεπέραστα, τότε καταφεύγει στη δύναμι και στη βοήθεια του Θεού. Και πράγματι, είναι παρατηρημένο ότι πολλές φορές, όταν έχουμε υγεία, ευτυχία, ευημερία και πολλά αγαθά, σπανιώτατα θα στραφούμε προς τον Θεόν για να τον λατρεύσουμε και να Του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Μόλις όμως η συμφορά και το κακό χτυπήσουν την πόρτα μας, αμέσως γονατίζουμε για παρακλήσεις και θερμές ικεσίες προς τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους Του.

Σύντροφος , λοιπόν, της ζωής μας είναι ο πόνος και η θλίψι. Και ένα είναι βέβαιο:
• ο πλούσιος και ο φτωχός,
• ο επίσημος και ο άσημος,
• ο δίκαιος και ο άδικος,
• ο καλός και ο κακός,
όλοι, μικροί, μεγάλοι, άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροι και παιδιά, έχουν τις θλίψεις τους. Και επιτρέπει τις θλίψεις και τον πόνο ο Θεός , για τους λόγους που μόνο η πανσοφία Του και η πρόνοιά Του γνωρίζουν. Οι επιτρεπόμενες αυτές θλίψεις βγαίνουν από τα σπλάγχνα των οικτιρμών και της αγάπης του αγίου Θεού και είναι πάντοτε για το καλό μας, για το συμφέρον της ψυχής μας, για την πνευματική μας ωφέλεια και σωτηρία.

Λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η παρούσα ζωή του χριστιανού είναι ένα γυμναστήριο ή μάλλον ένα συνεχές αγώνισμα. Είναι χυτήριον, όπου λειώνουν τα μέταλλα∙ είναι βαφείον αρετής. Ο Θεός, δηλαδή, επειδή επιθυμεί να μεταβάλλη την ψυχή του καθενός από μας και να την κάμη ενάρετη και αγαθή, γι’ αυτό και την περνά από το χωνευτήρι των θλίψεων και παραχωρεί να παραδίνεται στη σκληρή δοκιμασία των πειρασμών. Όμως τόσο, όσο αντέχουν οι «ώμοι» της ψυχής.

Και όλα αυτά με σκοπό:
• να διορθώση και να φωτίση τους ατάκτους,
• να τονώση και να αφυπνίση τους αδιάφορους και τους χλιαρούς,
• τους εκλεκτούς , τους αγίους, τους δικαίους, τους ευσεβείς , να τους κάμη να γίνουν εκλεκτότεροι και ακατάβλητοι στις επιβουλές και στις παγίδες των πονηρών δαιμόνων,
• και όλους, εν γένει, μικρούς και μεγάλους, να τους κάμη κατά πάντα άξιους, ώστε να δεχθούν τα μέλλοντα αγαθά της Βασιλείας των ουρανών.

Διότι λέγει η Αγία Γραφή: Άνθρωπος που δεν δοκιμάζεται από πόνους, θλίψεις και πειρασμούς είναι αδόκιμος, δηλαδή απόβλητος και απορριπτέος. Έτσι, ο πόνος και η θλίψις αναγκάζουν τον άνθρωπο πολλές φορές να γονατίζη και να προσεύχεται, να παρακαλή και να ζητά βοήθεια, επιβεβαιώνοντας τον θεόγραφο λόγο που λέγει: « Κύριε, εν θλίψει μου εμνήσθην σου», δηλαδή στις θλίψεις Σε θυμήθηκα, Θεέ μου.

Πολλές φορές όταν μας δέρνουν η μοναξιά και η εγκατάλειψι, η ασήκωτη αρρώστια, ο θάνατος προσφιλών προσώπων, ακόμα και η περιφρόνησι των συγγενών, των φίλων.. και γενικά κάποιοι σκληροί πειρασμοί, τότε στενοχωρούμαστε πολύ, πονάμε πολύ και υποφέρουμε. Τότε, θέλουμε κάποιο να μας πη ένα γλυκό λόγο, να μας προσφέρη λίγη παρηγοριά. Κι αν μεν βρεθή κάποιος ευσεβής χριστιανός να μας προσφέρη λίγη ανθρώπινη συμπαράστασι , είναι πολύ-πολύ ευλογημένη. Γιατί; Διότι η παρηγοριά του θα μας στρέψη στην προσευχή, στη νηστεία, στην παράκλησι, στην Εξομολόγησι, στη θεία Κοινωνία, στην κατά Θεόν βοήθεια.

Όμως, είτε βρεθή είτε δεν βρεθή η ανθρώπινη παρηγοριά, εσύ που πονάς και θλίβεσαι, στρέψε τα μάτια σου στον ουρανό και «εν των θλίβεσθαί σε» κράξε και φώναξε προς τον Θεό της ευσπλαγχνίας. Κι Εκείνος οπωσδήποτε θα σε ακούση.
• Με δυνατή θέρμη ύψωσε τη ψυχή σου,
• με πίστι σταθερή κάμε την προσευχή σου
• και με ελπίδα αντιμετώπισε τα βάσανά σου.
Ο στοργικός ουράνιος Πατέρας περιμένει να ακούση τη φωνή του παιδιού Του, για να το παρηγορήση και να του δώση λύσεις, που όντως θα είναι για το συμφέρον του. Κι ας μην ξεχνάς ότι ο πανάγαθος Κύριος που σταυρώθηκε για σένα, ιδιαιτέρως συμπαθεί και προσέχει τον πονεμένο και θλιβόμενο πιστό χριστιανό.

Γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος λέγει: Τώρα που ήλθαν οι πολλές θλίψεις πάνω σου, μην αποκάμης, μην ολιγοψυχής, μην απελπίζεσαι, αλλά σήκω πάνω, ανορθώσου, και προπαντός ήλπισε, γιατί στον καιρό του πόνου η προσευχή σου γίνεται περισσότερον αγία και η ευλογία του Θεού μεγαλυτέρα.

Είτε λοιπόν οι θλίψεις προέρχονται από την αδικία και την πονηριά των συνανθρώπων που μας περιβάλλουν ,είτε προέρχονται από την κακία των δαιμόνων, είτε από τα δικά μας λάθη και τον δικό μας κακό χαρακτήρα, από τις αδυναμίες και τα πάθη μας, εμείς θα γονατίζουμε και θα προσευχώμαστε. Θα φωνάξουμε παρακαλώντας τον Θεό να μας επισκιάση, να μας σκεπάση με τη Χάρι Του, να μας λυτρώση και να μας ελεήση…»



Από το βιβλίο: «ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΠΟΡΕΙΑ»
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2011
ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΟΥ ΓΥΝ. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ
«ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»
ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ 2011