Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Λόγοι αληθείας που μας ενδιαφέρουν – Φώτη Κόντογλου



Ακούστε το επόμενο κείμενο, όπως αυτό «δημοσιεύθηκε» στο 122-ο τεύχος (Μαρτίου – Απριλίου του 2010) του ηχητικού μας περιοδικού, Ορθόδοξη Πορεία.
Αγαπητοί αδελφοί, στις συναναστροφές και στις ομιλίες μας θέλουμε να είμαστε ευχάριστοι και να ακούμε αυτόν που ομιλεί να είναι ευχάριστος, πνευματώδης και ευκίνητος. Όλα αυτά καλά είναι για τις άλλες ομιλίες που αποβλέπουν εις τα κοσμικά πράγματα. Όταν, όμως, πρόκειται για θρησκευτικά πράγματα, νομίζω, ότι αυτά πηγαίνουν στην μπάντα. Οι ευχάριστοι ομιλητές δεν είναι για ομολογία. Οι ευχάριστοι ακροαταί κολακεύουν τον ομιλητήν, κατά ένα τρόπο, και η συζήτηση με τον πατέρα Καντιώτη δεν είναι ευχάριστη, γιατί είναι απολογηταί μιας καταστάσεως η οποία τον πιέζει, πονά, και όταν πονά κανείς δεν είναι ούτε ευγενής, ούτε ευχάριστος κατά κανένα τρόπο. Και εγώ από ιδιοσυγκρασία ανήκω σε αυτή την κατηγορία, που ενώ μπορεί να είμαι ευχάριστος και πολύ ευχάριστος δεν το θέλω. Αυτό καθ’ εαυτό το θέμα με κάνει να μην είμαι ευχάριστος.
Βλέπετε αυτή την σαπίλα που μας κυνηγάει. δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ούτε θεολόγος ούτε αγιασμένος, αλλά απλός άνθρωπος. Τόση φρίκη με καταλαμβάνει, που πρέπει να επαναστατήσει κανένας και να φωνάξει…. Η παράδοση η θρησκευτική και γενικά η παράδοση είναι το κλίμα το δικό μου, εκεί η ιδιοσυγκρασία μου βρίσκει τροφή και θέματα.
* Ο Χριστιανός είναι πιο έξυπνος. τσοπάνος να είναι έχει κεραίες, πιάνει μεταφυσικά πράγματα, και αν δεν έχεις κεραίες πραγματικές βαθειές δεν μπορείς να καταλάβεις αυτά τα πράγματα….
Οι κατακτήσεις της επιστήμης, όλα αυτά δεν μεταβάλλουν τον άνθρωπο, και αν μετά 500 χρόνια έχουμε κατακτήσεις της επιστήμης θα είμασθε στο ίδιο επίπεδο πνευματικώς, και αν πάμε στην άκρη του σύμπαντος επάνω σε διαστημόπλοια, η μικρότης μας θα μεταφερθεί εκεί, απλούστατα δεν θα μεγαλώσουμε καθόλου, ενώ ο Άγιος Αντώνιος, αγράμματος μέσα στην έρημο, είχε συνείδηση, την τεράστια συνείδηση που έπιανε όλο τον κόσμο, ή ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ο οποίος λέει, ότι μόνο εις τον άνθρωπο ευδόκησε ο Θεός. Βλέπεις αυτό το σύμπαν, το φεγγάρι, τα τεράστια αυτά πράγματα βουβά, δεν υπάρχουν. υπάρχουν χάρις εις την μία συνείδηση που υπάρχει στον κόσμο, στον άνθρωπο, ο οποίος είναι κατ’ εικόνα Θεού.
Από τότε που τα ένοιωσε ο άνθρωπος υπάρχουν αυτά, αντικειμενικώς δεν υπάρχουν…. Λοιπόν και δεν ευδόκησε σε κανένα από αυτά ο Θεός, μονάχα στον άνθρωπο. Αυτά γυρίζουν όπως τα επέταξε (διέταξε). Ένα γύρισμα κάνουν, δεν έχουν συνείδηση. Τί να το κάνεις το τεράστιο πράγμα. Τεράστια σφαίρα η οποία είναι ένα πεθαμένο πράγμα, ενώ ο άνθρωπος είναι η συνείδηση, γι’ αυτό είπε και ο Πασκάλ, αυτός ο μικρός κούνουπας ο οποίος είναι ο γίγας, γιατί είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση. Συνείδησις παγκόσμιος….
* Το Βυζάντιο είχε κρυφό βάθος, δεν μπορούσαν να το καταλάβουν όσοι το μετρούσαν με τα εξωτερικά μέτρα της δύσεως….
···Η γνωστή ξενομανία μας τα τελευταία χρόνια πάει να καταντήσει ξενολατρεία, και το να σιχαίνεται κανένας την ελληνική παράδοση, περνάει για σημάδι ελεύθερης και συγχρονισμένης αντίληψης….

Φώτης Κόντογλου Ταπεινή και ήσυχη ζωή,










Ταπεινή και ήσυχη ζωή,θα πεί αληθινή ζωή.Κάθε στιγμή της ζωής είναι πολύτιμη για τον άνθρωπο.Ζώντας με τον εαυτό μας,δεν γινόμαστε εγωιστές,όπως θα πούνε κάποιοι που κρίνουνε ξώπετσα.Ίσια–ίσια,μ’ αυτόν τον τρόπο ανθίζει μέσα μας ένα πάντερπνο περιβόλι,γεμάτο αγάπη για τους άλλους,κι η καρδιά μας πίνει από τη δροσερή πηγή που έβαλε ο Θεός μέσα μας.Εκείνος είπε:«Η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα σας».Και τι άλλο είναι η βασιλεία του Θεού,παρά η αληθινή ζωή;«Ότι παρά Σοι πηγή ζωής.Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως».«Σε Σένα,λέγει,βρίσκεται η πηγή της ζωής».
Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου











Εσύ που διαβάζεις τούτα που γράφω,μη με βαρεθείς και πεις πως ολοένα σου λέγω τα ίδια,για το Χριστό,για την απλότητα,για την ταπείνωση.Άμα μπορέσει να καταλάβει η καρδιά σου την γέψη τους,θα δεις πως θα μου δώσεις δίκιο.Σου τα λέω και τα ξαναλέω από τον πόθο που έχω να σου μεταδώσω την μια και μόνη αληθινή χαρά,που κ'εγώ άργησα να τη βρω,μα που τη βρήκα με τη βοήθεια του Θεού·κ η αγάπη σε σένα με κάνει να μην σου κρύψω αυτό το μονοπάτι που μ' έβγαλε σ' ένα έμορφο περιβόλι που δεν το υποπτευόμουνα.
Φώτης Κόντογλου

Σύντομη βιογραφία Φώτη Κόντογλου - Σύλλογος Μετεώρων Λιθόπολις

Φώτης Κόντογλου [1895 - 1965]

Το βαθύ μυστήριο της Ορθοδοξίας. Ας το διαφυλάξουμε! Φώτης Κόντογλου


Το βαθύ μυστήριο της Ορθοδοξίας. Ας το διαφυλάξουμε! Φώτης Κόντογλου
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία. Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ «ἀγάπη». Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς «ἀγάπης», ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι.
Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει. Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς «ἐν Χριστῷ ἀδελφούς», ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! «Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες»; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατὶ γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νὰ γιατὶ εἶπα πὼς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.
Τὸ κακὸ εἶναι πὼς ὁ λαὸς δὲν πῆρε, καλὰ-καλά, εἴδηση γιὰ τὴ συνωμοσία. Ποιὸς νὰ τὸν πληροφορήσει, ἀφοῦ οἱ γραμματισμένοι τὰ θεωροῦνε αὐτὰ τὰ πράγματα ἀνάξια γιὰ τὴ μοντέρνα σοφία τους, καὶ τρέχουν σημαιοφόροι σὲ κάθε νεωτερισμό;

Η Παναγία είναι η ελπίδα των απελπισμένων – Φώτης Κόντογλου


Σήμερα γιορτάζουμε την ένδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ’ αμέτρητες εκκλησίες και μοναστήρια χτυπούνε οι καμπάνες και ψέλνουνε οι ψαλτάδες. Τα πιο πολλά είναι στης Παναγίας τ’ όνομα και πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μα αυτή δεν είναι γιορτή θανάτου, είναι γιορτή χαράς και θρίαμβος, γιατί αυτή που κοιμήθηκε είναι η Μητέρα της Ζωής, όπως λέγει εκείνο το θεσπέσιο δοξαστικό που λένε σήμερα στη Λειτουργία: «Τη αθανάτω σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ της ζωής, νεφέλαι τους αποστόλους αιθέριους διήρπαζον και κοσμικώς διεσπαρμένους, ομοχώρους παρέστησαν τω αχράντω σου σώματι, ο και κηδεύσαντες σεπτώς, την φωνήν του Γαβριήλ μελωδούντες ανεβόων. Χαίρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μήτερ ανύμφευτε, ο Κύριος μετά σου. Μεθ’ ων, ως Υιός σου και θεόν ημών ικέτευε σωθήναι τας ψυχάς ημών».
Σήμερα όλη η Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των ορφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοιμήθηκε.

Το μελτέμι που φυσά τώρα τον Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο, τα δεντρικά που ‘ναι φορτωμένα με λογήςλογής πωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βαλανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα τςου αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογήςλογής καράβια και καΐκια, πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλό τους το γλυκύτατο τ’ όνομά της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον! Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πως ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ’ ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία.

Ο μύθος του χταποδιού. Χαμογελαστοί εχθροί (Φώτης Κόντογλου).



Οι σημερινοί εχθροί της θρησκείας και του έθνους είναι πιο επικίνδυνοι από τους παλιούς, γιατί μας παραπλανούνε με την ήμερη όψη τους και μας φαίνουνται άβλαβοι, ακίνδυνοι. Τέτοια είναι τα λεγόμενα «αγαθά του πολιτισμού», οι ευκολίες της ζωής που είναι παγίδες φαρμακωμένες, τα θεάματα, οι ψυχαγωγίες, οι τουρισμοί κ.τ.α. Τούτοι οι εχθροί φαίνουνται άκακοι κι ανίκανοι να μας κάνουνε κακό, γιατί δεν είναι άγριοι και φανεροί, αλλά ύπουλοι και κρυφοδαγκανιάρηδες. Από τους πρώτους προφυλάγεσαι, μα από τους δεύτερους όχι.
Στον καιρό μας βγήκανε πολλές νέες θρησκείες, θρησκείες, που τις πρεσβεύουνε οι άπιστοι κι οι άθεοι. Μια απ' αυτές είναι κι ο τουρισμός, που τον γέννησε η κούφια και χασομέρικη περιέργεια του ανθρώπου που θέλει να σκαλίζει και να μαθαίνει χωρίς να δίνει καμμιά σημασία σ' εκείνο που βλέπει κι ακούει. Οι περισσότεροι τουρίστες βαριούνται τη ζωή τους και θέλουνε να περάσουνε την ώρα τους, χωρίς να σκοτίζουνται μήτε για τα μνημεία, μήτε για τα ιστορικά που τους λένε οι ξεναγοί, που μοιάζουνε σαν να περιποιούνται σ' ένα τραπέζι κάποιους ανθρώπους που έχουνε ανορεξία. Όσα λένε, από τόνα τ' αυτί τους μπαίνουν κι από τ' άλλο βγαίνουν.
Ωστόσο, ποιός έχει το θάρρος να μιλήσει με ασέβεια γι' αυτή την καινούρια θεότητα, την τουριστική ψυχαγωγία, που φέρνει μαζί της και πολλά προικιά; Γιατί, στην εποχή μας, είναι ιερά και όσια όσα πράγματα φέρνουν λεφτά. Που να τολμήσεις να πεις τίποτα γι' αυτά! Έβρισες τον Μωάμεθ, έβρισες τον Μαμωνά.
Και δεν έφταξε το ότι ο τουρισμός γέμισε τα μουσεία από ένα πλήθος από ανθρώπους κάθε φυλής, που χαζεύουνε μ' ένα φυλλάδιο στο χέρι και με μία φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στον ώμο τους, δεν έφταξε το ότι κάθε ερημικό βουνό που έχει απάνω του δυο κατατσακισμένες κολόνες είτε ένα σκαλιστό μάρμαρο, πατήθηκε, δεν έφταξε το ότι δεν απόμεινε κανένα μυστήριο του αρχαίου κόσμου κρυμμένο, μήτε τάφος που να μην ανοίχθηκε για να κυττάξουνε μέσα οι νυσταγμένοι περιηγητές, αλλά μπαίνουνε και μέσα στις εκκλησιές και στα ρημοκκλήσια, που τα προσκυνά ο λαός μας, και στέκουνται δίχως να κάνουνε τον σταυρό τους, με τα χέρια πίσω, αδιάφοροι οι δυστυχείς κι ανύποπτοι για το που πατάνε και που βρίσκουνται.
Ο τουρισμός τα εξουσίασε όλα. Μπροστά στην αφεντιά του ανοίξανε όλες οι πόρτες για να τον υποδεχτούνε, καστρόπορτες άπαρτες από πολέμαρχους, μοναστηρόπορτες χιλιαμπαρωμένες, κελλιά και σπηλιές και ερημητήρια που ζήσανε κρυμμένοι κάποιοι αγιασμένοι άνθρωποι. Βγήκανε στα φανερά Αγιες Τράπεζες, αρτοφόρια, δισκοπότηρα, λειψανοθήκες μ' άγια λείψανα, για να τα δούνε οι περιηγητές.

Τι είναι η Ρωμηοσύνη, Φώτη Κόντογλου



....Το Βυζάντιο στάθηκε αληθινά «σημείον αντιλεγόμενον» μέσα στην ιστορία, ένα πράγμα που βρίσκεται έξω από τον τύπο που έχουν τα συστήματα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Το Βυζάντιο γι' άλλους ήτανε πολύ σπουδαίο, όχι μονάχα στη θρησκευτική ζωή, αλλά και στην κοσμική, ένας παραμυθένιος κόσμος, ενώ γι' άλλους πάλι ήτανε η παραμόρφωση του αρχαίου κόσμου. Αυτοί όμως που το θεωρήσανε σαν παρακμή της αρχαιότητας, το κρίνανε με κάποια μέτρα που είναι αταίριαστα με αυτό που κρίνανε.
Το Βυζάντιο ήτανε ένα φαινόμενο στο έπακρο ιδιόρρυθμο.
..........................................................................................................................................
Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ' όλο που πολλοί απ' αυτούς βαστούσανε από το ίδιο το αρχαίο ελληνικό αίμα κ' είχανε την ελληνική παιδεία, ήτανε όμως ολότελα άλλοι, «άνθρωποι καινοί», «λαλούντες γλώσσαις καινές».
..........................................................................................................................................
Ενώ η αρχαία τέχνη ήτανε βασισμένη απάνω στο μέτρο και στις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών δεν γνώριζε τέτοιο μέτρο, γιατί ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στα τυπικά μέτρα, όπου περιορίζεται η απόδοση του φυσικού κόσμου, ας είναι κ' η πιο παθητική κ' ενθουσιώδης.
Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ένα μεγάλο πράγμα. Είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο του υπερφυσικού, της αιωνιότητας. Γι' αυτό έχει αυτή την παράξενη και μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν τη θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από το μέτρο κι από τον ορθό λόγο, δηλαδή που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων.
Οι Βυζαντινοί πιστεύανε στα μυστήρια και στην αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός, ήγουν στον θαυμαστό κόσμο που βρίσκεται πέρα από ότι πιάνουνε οι αισθήσεις και το μυαλό, ενώ ο αρχαίος σταματούσε ως εκεί. Ο Σωκράτης έκανε ένα πράγμα τη λογική του με τον Θεό, και δεν πίστευε διόλου σε ό,τι δεν παραδεχότανε το μυαλό του, δηλαδή στο θαύμα.
..........................................................................................................................................
Η αρχαιότητα είναι η βασιλεία του λογικού, ενώ το Βυζάντιο η βασιλεία της πίστεως, της πνευματικής μέθης και της αθανασίας.
..........................................................................................................................................
Όπως ο Σωκράτης δεν ένιωθε τα αντιλογικά μυστήρια που κήρυττε ο Παύλος, μ' όλον ότι έλεγε πως πιστεύει στον ένα Θεό, άλλο τόσο κι ο Πραξιτέλης κι ο Απελλής δεν θα ένοιωθαν μια βυζαντινή εικόνα, γιατί δεν είναι φτιαγμένη απάνω στον υλικό κανόνα.
..........................................................................................................................................
Ο χριστιανισμός ελέπτυνε τον «διονυσιακόν και απολλώνειον» άνθρωπον, τον έστρεψε προς το βάθος του εαυτού του, του έδωσε «πνευματικόν οφθαλμόν και πνευματικό ούς», για να ερευνά τις αβύσσους του πνεύματος και ν' ακροάζεται τα «θεία απήχηματα»............Το Βυζάντιο πρωτάνοιξε την «πύλην την κεκλεισμένην» και μπόρεσε κ' είδε ο άνθρωπος εκείνα τα θαυμάσια, που είπε ο Χριστός πως δεν μπορέσανε να τα δούνε οι σοφοί κ' οι συνετοί της αρχαιότητας.
..........................................................................................................................................
Πολλοί αρχαίοι μιλήσανε για την ματαιότητα του κόσμου, αλλά κανένας δεν την πίστεψε αληθινά, ώστε να την αφήσει, εκτός από τον Διογένη, που κι αυτός καμώθηκε ψεύτικα πως τη σιχάθηκε, μόνο και μόνο για να θρέψει τη ματαιοδοξία του. Κι έγινε «κύων», δηλαδή χειρότερος απ' ό,τι ήτανε.
..........................................................................................................................................
Γι' αυτό ο απόστολος Παύλος έλεγε πως οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες, ήτανε «οι μη έχοντες ελπίδα». Ενώ στο Βυζάντιο ο βασιλιάς κατέβαινε από τον θρόνο και πήγαινε στην έρημο ντυμένος παλιόρασα από γιδότριχα και χαιρότανε γιατί «ηλευθερώθη από της δουλείας της φθοράς».
..........................................................................................................................................
Όλα αυτά τα «καινά και αλλόκοτα» γινήκανε γιατί η πίστη μετατόπισε τον άνθρωπο και τους πόθους του από εκεί που βρισκότανε πριν να φανερωθεί το Ευαγγέλιο

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ "ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ"






" Στο όνομα της αλήθειας, ας μου συγχωρηθεί η σημερινή οργή, οργή ιερή και χίλιες φορές δίκαιη. Χρόνια τώρα κάνω υπομονή, για να αποθρασύνονται ολοένα αυτά τα φουσκωμένα χαρτοφάναρα. Η Ελλάδα είναι εκεινού που δωρίζει σ αυτή έργα τιμημένα,καμωμένα με αίμα και με υπομονή, έργα που τα κάνει μονάχα η αγάπη. Δεν έχει κανένα δικαίωμα απάνω στην Ελλάδα ο "γυμνοσάλιαγκας", που τον καθίζει στην "έδρα" κάποιος ασήμαντος πολιτικός. Αυτά τα πρόσωπα, τα πήρανε δεν ξέρω ποιοί από τις επαρχίες, κάτι δασκαλάκια φοβισμένα και τα θρονιάσανε στο υπουργείο, στα Πανεπιστήμια και στ άλλα πόστα της Πολιτείας, και γινήκανε αυτά τα ψοφίμια, θηρία ανήμερα, να καταξεσκίσουν κάθε άξιον εργάτη...

        Καθαρίσετε από τη πνευματική πανούκλα την Ελλάδα, για να μπορέσουνε να δουλέψουνε οι άξιοι δουλευτάδες. Αυτά τα σκουλήκια, για να σώσουνε τη τιποτένια ύπαρξή τους, δεν αφήνουνε καμμιά άξια ψυχή να ορθοποδήσει, από συμφέρον και από φθόνο. Όλοι τούτοι οι πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τα πόστα, όλα τα πόστα, κι η δύναμή τους είναι η ιερή συμμαχία που έχουνε κάνει μεταξύ τους, ενώ ο καθένας είναι σαν μια μυζήθρα, που παριστάνει το κάστρο. Αλλά είναι δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες η μια στο πισινό της άλλης. Μόλις τις χωρίσει κανένας ψοφάνε. Έτσι πρέπει να γίνει και με τις ανθρωποκάμπιες που μαραζώνουνε το πνευματικό ολόδροσο δέντρο της φυλής μας.
       Τίμια αδέρφια μου, Έλληνες καθαρογεννημένοι, ξεριζώστε αυτά τα φαρμακερά βρωμοχόρταρα!"

Ποιός φταίγει γι' αυτή την κατάσταση; Όλοι μας. Όλοι συνεργήσαμε για να καταντήσει η ζωή έτσι που κατήντησε. Όλοι δουλέψαμε για να χτισθεί τούτος ο τερατώδικος πύργος του Βαβέλ. Αλλοι κουβαλήσανε για πέτρες τις πετρωμένες και αναίσθη­τες καρδιές τους, άλλοι κουβαλήσανε λάσπη από τα κατάβαθά τους που φωλιάζουνε τα βρωμερά πάθη. Εκείνος ο παλιός πύργος του Βαβέλ ρήμαξε κι εξαφανίσθηκε. Μα τούτος θα στέκεται ασάλευ­τος, κι οι άνθρωποι ολοένα θα τον κάνουνε πιο ψηλόν, με σκοπό να χτυπήσουνε τον Θεό.
Εσείς που θλιβόσαστε και πονάτε γι' αύτη την κατάσταση, καλά κάνετε να λυπόσαστε, μα μην ονειρευόσαστε πως θάρθουνε καλύτερες μέρες για τον κόσμο. Ο κόσμος τρέχει σαν τρελλός. Κατά μεν τη δική του γνώμη ανηφορίζει στον θρίαμβο, κατά δε τη δική σας γνώμη κατηφορίζει στα τάρταρα και στον χαμό. Ποιός από τους δυο έχει δίκιο, μοναχά ο Θεός το γνωρίζει. Αυτό το τρέ­ξιμο δεν θα πάψει ως την τελευταία μέρα, που θα λάμψει η αλή­θεια και θα δικαιωθούνε όσοι την πιστέψανε σωστά, και μαρτυρήσανε γι' αυτή και εμπαιχτήκανε γι' αυτή.

Ίσως νάρχεται κιόλας ο Αντίχριστος. Τα σημεία και τα τέ­ρατα που προφητεύτηκε πως θα κάνει αρχίσανε να φανερώνουνται. Η επιστήμη βασιλεύει κι η αθεΐα βασιλεύει μαζί της.
Μια βροντερή φωνή ακούγεται από πάνω, μα την ακούνε μόνο εκείνοι, που έχουνε αυτιά για να την ακούσουνε. Και λέγει: «Να, έρχομαι σαν τον κλέφτη. Καλότυχος εκείνος που ξαγρυπνά και βαστά καθαρά τα φορέματά του. Ο καιρός είναι κοντά. Ο ά­δικος ας αδικήσει ακόμα, κι ο βρωμερός ας βρωμισθεί ακόμα, κι ο δίκαιος ας κάνει δικαιοσύνη ακόμα, κι ο άγιος ας αγιάσει ακόμα. Να, έρχομαι γρήγορα!».

Ναι, ο κόσμος δεν αλλάζει πορεία. Ας μην περιμένουμε πια τίποτα καλύτερο, θα πηγαίνουμε ολοένα στα χειρότερα. Ανήφο­ρος πια δεν υπάρχει. Μοναχά κατήφορος. Όσοι έχουνε μέσα τους τον φόβο του Θεού, αυτοί οι λίγοι θ' απομείνουνε, «το μικρόν ποίμνιον» που είπε ο Χριστός. Κι αν γράφουμε, γι' αυτούς γράφουμε και για τους ίδιους τους εαυτούς μας που κιντυνεύουμε να αρπα­χτούμε από τα δίχτυα πούναι μπλεγμένοι εκείνοι που θέλουμε να δασκαλέψουνε. Για να καθόμαστε ανύσταχτοι.΄΄

Ο Φώτης Κόντογλου, απ τους τελευταίους δασκάλους του Ελληνικού Γένους, που όσο ζούσε δε φιλούσε κατουρημένες ποδιές, αλλά στηλίτευε αλύπητα τη σαπίλα, σε αντίθεση με τους σημερινούς ψευτοδιανοούμενους και τους υμνωδούς της ηθικής παραλυσίας. ..από το βιβλίο του "Μυστικά Άνθη" 

  1. Γέννηση: 1895, Αϊβαλί, Μ. Ασία
  2. Απεβίωσε: 13 Ιουλίου 1965, Αθήνα

Απόσπασμα από τον ΚΑΣΤΡΟΛΟΓΟ: Η επίσκεψη του Φώτη Κόντογλου στην Καστανιά

Γεννημένος στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895, ο Κόντογλου αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ού αιώνα. Νέος ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου γνώρισε και σπούδασε τη «δυτική» λεγόμενη ζωγραφική, αλλά τελικά αφιερώθηκε στη βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, που γνώρισε σε βάθος όταν επισκέφθηκε το 1923 το Άγιον Όρος.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στη συνοικία Κυπριάδη, σε ένα σπίτι που διατηρείται σήμερα ως μνημείο από την κόρη του και το γαμπρό του. Φιλοτέχνησε πολλούς φορητούς πίνακες, εικονογράφησε εκκλησίες της Αθήνας, που σήμερα θεωρούνται μνημεία βυζαντινής αγιογράφησης, συντήρησε τις τοιχογραφίες του Μυστρά. Για το σύνολο της προσφοράς του βραβεύτηκε από το κράτος και την Ακαδημία Αθηνών. Πέθανε το 1965 στην Αθήνα.
Ο «Καστρολόγος» του είναι βιβλίο «που έχει μέσα οχτακόσια κάστρα χτισμένα στα Ελληνικά τα χώματα, από χέρια ελληνικά, βυζαντινά, φραγκικά, καταλάνικα και τούρκικα». Για τη συγγραφή του ο Κόντογλου περιόδευσε σχεδόν όλη την Ελλάδα για να συλλέξει επί τόπου πληροφορίες για τα κάστρα και να τα σχεδιάσει.
Ο «Καστρολόγος» ήταν έργο μιας ολόκληρης ζωής, που δούλευε παράλληλα με τον «δίδυμό» του «Μοναστηρολόγο» με αμείωτο κέφι πάντοτε και μεράκι, αλλά άφησε στο στάδιο της συλλογής και πρώτης κατάστρωσης του υλικού, αν και η αγάπη του για τα κάστρα είναι γνωστή και ευρύτερα παραδεκτή. Φιλοδοξία του ήταν να δώσει μια πλήρη καταγραφή των κάστρων της Ελλάδας όχι μόνον εκείνων που σώζονται, αλλά και όσων έχουν καταστραφεί και χαθεί.
Η αγάπη του Κόντογλου για τα Κάστρα δεν είναι τυχαία. “Στη θεματογραφία του συχνή-πυκνή είναι η αναφορά του και σε κουρσάρους, πειρατές, ναυμάχους, ΄Ελληνες και ξένους. Οι θάλασσες έφερναν τους πειρατές και τα κάστρα τους απέκρουαν” (Ι.Μ. Χατζηφώτη, Δέντρο Αγλαόκαρπο - Νέα μελετήματα για τη ζωή και το έργο του Φώτη Κόντογλου, Αθήνα 1988, 66-67): «έτσι εξηγείται το τρίιπυχο: θάλασσες-κάστρα-πειρατές, που δεσπόζει στο έργο του Κόντογλου και ανιχνεύεται μια τουλάχιστον πλευρά της εθνικής ιστορικής του συνείδησης»
Αντώνης Παύλου

ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ,Παραμονὴ Χριστούγεννα,ΔΙΑΒΑΖΕΙἡΣΥΝΟΔΙΝΟΥ1

Φώτης Κόντογλου – Ἡ Φύση καὶ τὰ Ἔμορφα Τραγούδια της



Περιοδικὸ «Ἑλληνικὴ Δημιουργία»

Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ἕνα γένος ποὺ ὅτι κι ἂν φτιάξουμε ἔχει μέσα τοῦ αἷμα καὶ βάθος, ἔχει πόνο. Σὰν τὸ ρημοδέντρι ποὺ τὸ δέρνουνε ὅλοι οἱ ἀνέμοι καὶ κεῖνο ἀγαντάρει καὶ θρέφει ἡ ρίζα του καὶ παγαίνει βαθειὰ μέσα στὰ ἔγκατα τῆς γῆς σκίζοντας τὸ βράχο, ἔτσι μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ κ᾿ ἡ φυλὴ ἡ δική μας. Κ᾿ ἡ φτώχειά μας ἔκανε νὰ ζοῦμε ἁπλὴ ζωή, μὲ λίγα πράγματα, καὶ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ξεμακρύνουμε ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ βυζαίνουμε ὁλοένα ἀπὸ τὴ καθαρὴ βρυσούλα, ποὺ θρέφει τὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτὸ συντέλεσε καὶ τὸ καλὸ ἀγέρι πούχει ἡ πατρίδα μας κ᾿ ἡ ἡμεράδα πούχουνε τὰ βουνά της, ὥστε νὰ μᾶς φαίνεται σὰν μάνα πονετικιᾶ, ποὺ μᾶς βαστᾶ ὁλοένα στὴν ἀγκαλιά της.
Στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤτανε ἀγράμματοι καὶ ζούσανε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀφοῦ πολλοὶ εἴχανε γιὰ σπίτια τὰ σπήλαια καὶ τὰ στρουγγολίθια. Πολιτεῖες δὲν εἴχανε ὁλότελα, εἴχανε μονάχα κάτι μικρὰ χωριά, τὰ πιὸ πολλά με πέντε δέκα σπίτια. Καὶ μὴ πεῖ κανένας πὼς δὲν τὸ παραδέχεται, γιατὶ στοὺς τέτοιους ἁπλοὺς καὶ φυσικοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἀπὸ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἁπλὸς σὰν τὸ μωρό, ἂς ἔχει καὶ γινάτι καὶ σκληρότητα, ἂς εἶναι καὶ φονιὰς ἀκόμα.
Αὐτοὶ ὅλοι οἱ βουνίσιοι, οἱ τσοπαναρέοι, κάνανε τὰ πιὸ καλὰ τραγούδια καὶ τὶς παροιμίες καὶ ζωγράφισαν ρημοκκλήσια κι᾿ ὅλα ὅσα κάνανε εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινὰ καὶ τὰ πιὸ ἁγνά. Καὶ τὰ ἀξιωθήκανε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἴχανε, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ βλέπουνε θολὰ τὸν κόσμο τοῦ
Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν στομώσανε τὰ μέσα τοὺς μὲ ἀφύσικα καὶ πολύπλοκα πράγματα.
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε αὐτοὶ οἱ βουνίσιοι, βλέπουμε κάποια ἀλήθεια καὶ μία ἐντέλεια ποὺ δὲν φτάνουνε ποτὲ οἱ σπουδασμένοι ποιητάδες μὲ τὰ πολύπλοκα ἐργαλεῖα τους. Γιατὶ οἱ
ἁπλοὶ ἄνθρωποι εἶναι τὰ ἀληθινὰ παιδιὰ τῆς φύσης.
Θαρρεῖς πὼς καὶ τὰ πρόβατα κι᾿ οἱ πέρδικες καὶ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἄλλα φυσικὰ πλάσματα, πὼς καὶ κεῖνα θὰ ταιριάζανε τέτοια τραγούδια, σὰν κι᾿ αὐτὰ ποὺ κάνανε τοῦτοι οἱ ἀνθρῶποι, ἂν εἴχανε λαλιά. Μηδὲ πέννα πιάσανε στὰ χέρια τους, μηδὲ χαρτί, μηδὲ μελάνι. Ἀπὸ τὴ καρδιὰ τοὺς ἀνέβηκε στὸ στόμα κι᾿ ἀπὸ τὸ στόμα βγῆκε ὅπως λαλεῖ τὸ πουλὶ κι᾿ ὕστερα μαθεύτηκε καὶ τόπανε οἱ κοῦκοι στὰ βουνά, κ᾿ οἱ πέρδικες στὰ πλάγια. Καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀπόμεινε καὶ τραγουδιέται γενεὲς γενεῶν. Τί ὄμορφο καὶ θαυμαστὸ πράγμα, νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν πλασμάτων.

Φώτης Κόντογλου - Ἡ χαρμολύπη, ἢ τὸ χαροποιὸν πένθος


Μυστικὰ Ἄνθη, σελ.323-326
καὶ Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τ.61, 1950



«Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνη καὶ
ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῆ» (Ἰω. ιε´ 11). «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ,
λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν θὰ γεννήση τὸ παιδίον,
οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη
ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε·
πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν
χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν.» (Ἰω. ιστ´ 20).

   Ἀληθινὴ κι᾿ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ᾿ εἶναι ταπεινός, πρᾶος, γεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατὶ θὰ γελάσετε.» (Λουκ. στ´ 21). Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. 
Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11). 
Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20). Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές· μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ιστ´ 25). 
Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10). Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). 
Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16). «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β´ ζ´ 16).
Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι παραστημένα ὅλα σὰν σκεπασμένα, συμβολικά, ὅπως εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τύπος τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα γυιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τύπος τῶν δώδεκα ἀποστόλων, κλπ. 

Φώτης Κόντογλου -Ζωὴ πολυμέριμνη, χωρὶς καμμία ἐσωτερικὴ εὐτυχία Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου


Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».
Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. 

Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. 
Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστός:
«Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».
Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. 

Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανένας ἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲ ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους. 

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Πολυαγαπημένος Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ



(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)


Κάποιος καλὸς φίλος μου μοῦ χάρισε ἕνα μικρὸ εἰκονισματάκι σὲ σμάλτο ῥούσικο, ἕνα ἐγκόλπιο, ποὺ παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀπὸ τὸ πίσω μέρος εἶναι καπλαντισμένο μὲ βελοῦδο, καὶ φαίνεται πὼς τὸ φοροῦσε κατάσαρκα στὸ λαιμό του κανένας ἅγιος ἄνθρωπος τῆς τσαρικῆς Ῥωσίας.
Μὲ πολλὴ συγκίνηση δέχθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι πολὺ ἀγαπητὸς σὲ μένα, ὅπως εἶναι συμπαθέστατος καὶ σὲ ὅσους τὸν ξέρουνε.
Κρέμασα λοιπὸν αὐτὸ τὸ εἰκονισματάκι στὸ εἰκονοστάσι μας, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἁγίους, ποὺ τοὺς παρακαλοῦμε στὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς μας, καὶ ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουνε ὁ ἅγιος Νικόλαος κι᾿ ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος, κ᾿ οἱ νέοι ἢ νεοφανεῖς ἅγιοι, ὅπως οἱ ἅγιοι μάρτυρες Ῥαφαὴλ καὶ Νικόλαος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ὁ ἅγιος Γεώργιος Ἰωαννίνων, ὁ ἅγιος Δαυῒδ ὁ Γέρων, ὁ ἅγιος Νεκτάριος κ.ἄ.
Τὸ σμαλτένιο εἰκονισματάκι ποὺ εἶπα, παριστάνει τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ ποὺ περπατᾶ μέσα στὸ δάσος, ἕνα γεροντάκι σκυφτό, ἀκουμπισμένο στὸ ραβδί του μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ στ᾿ ἀριστερὸ βαστᾶ ἕνα κομποσκοίνι. Τὸ πρόσωπό του λαμποκοπᾶ ἀπὸ τὴν καλοσύνη, καὶ τὸ ῥασοφορεμένο σῶμα του μὲ τὰ χοντροπάπουτσά του ἔχει μία σεβάσμια κι᾿ ἀξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο ἁγιοσύνη καὶ πραότητα.
Αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους, γιατὶ γεννήθηκε στὸ Κοὺρκ κατὰ τὰ 1759 καὶ κοιμήθηκε στὰ 1833, δηλαδὴ ἔζησε στὸν ἴδιον καιρὸ μὲ τὸ δικό μας ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη.
Τὸ κοσμικὸ ὄνομά του ἤτανε Προχόρ, δηλαδὴ Πρόχορος, κ᾿ ἤτανε τὸ τρίτο παιδὶ τῆς οἰκογένειάς του. Τὰ μεγαλύτερά του ἤτανε ἕνας ἀδελφὸς καὶ μία ἀδελφή.
Ὁ πατέρας του ἤτανε πρακτικὸς κάλφας ποὺ ἔχτιζε ἐκκλησιές. Λίγο πρὶν νὰ γεννηθῆ ὁ Προχόρ, ἔπιασε νὰ χτίζη μία μεγάλη ἐκκλησία, μὰ δὲν πρόφταξε νὰ τὴν τελειώση, γιατὶ πέθανε. Ἀλλὰ ἡ γυναίκα του ἤτανε ἄξια κ᾿ εἶχε μάθει κοντά του κάμποσα ἀπὸ τὴν τέχνη του, κι᾿ ἅμα ἀπόμεινε χήρα, ἀνάλαβε ἐκείνη ν᾿ ἀποτελειώση τὴν ἐκκλησιά
. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρνε μαζί της καὶ τὸ μικρὸ Προχόρ, ποὺ ἔδειχνε μεγάλη ἀγάπη στὴν τέχνη τῶν γονιῶν του.
Ἀπὸ τότε φανέρωσε ὁ Θεὸς πὼς τὸν προώριζε γιὰ τὸ μεγαλύτερο πνευματικὸ ἀξίωμα ποὺ ὑπάρχει, δηλαδὴ νὰ γίνη ἅγιος. Καὶ τὸ φανέρωσε μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Ὁ Προχὸρ ἤτανε ἑφτὰ χρονῶν. Μιὰ μέρα τὸν πῆρε ἡ μητέρα τοῦ μαζί της στὴν ἐκκλησιὰ ποὺ ἔχτιζε.
Τὴν ὥρα ποὺ ἀνεβαίνανε στὸ καμπαναριό, ὁ Προχὸρ παίζοντας, σὰν παιδί, παραπάτησε κ᾿ ἔπεσε ἀπὸ τόσο ψηλά, ποὺ θὰ σκοτωνότανε σίγουρα. Μὰ σὰν νὰ τὸν πιάσανε κάποια ἀόρατα χέρια, καὶ δὲν ἔπαθε τίποτα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἔτυχε νὰ περνᾶ ἕνας θεοφοβούμενος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε προορατικὴ χάρη, κ᾿ εἶπε στὴ μητέρα του πὼς ὁ Θεὸς ἔκανε ἐκεῖνο τὸ θαῦμα, γιατὶ προώριζε τὸ παιδὶ νὰ γίνη ἕνας μεγάλος ἅγιος.
Σὰν ἔγινε δέκα χρονῶν, ἀρρώστησε, κ᾿ ἔπαψε νὰ πηγαίνη στὸ σκολειό. Δὲν ἔφτανε ἡ ἀρρώστια, ἀλλὰ στενοχωριότανε περισσότερο ποὺ ἔχανε τὰ μαθήματα, ἐπειδὴ ἀγαποῦσε πολὺ τὰ γράμματα. Μιὰ νύχτα τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα του νὰ μιλᾶ μὲ κάποιον. Σὰν τὸν ρώτησε, τῆς εἶπε πὼς εἶχε δὴ τὴν Παναγία, καὶ πὼς τοῦ εἶπε πὼς θὰ τὸν γιατρέψη. Ὅπως κ᾿ ἔγινε. Γιατί, ὕστερ᾿ ἀπὸ λίγες μέρες περνοῦσε ἀπὸ τὸ σπίτι τοὺς μιὰ λιτανεία μὲ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, κ᾿ ἡ μητέρα τοῦ τὸν πῆγε καὶ τὴν ἀνασπάσθηκε. Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ παιδὶ ἔγινε ὁλότελα καλά.
Ἀπὸ τότε δὲν ἀπόλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ κάθε μέρα διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο. Κάποτε συναπάντησε στὸ δρόμο ἐκεῖνον τὸν θεοφοβούμενον ἄνθρωπο ποὺ ἔτυχε τὴν ὥρα ποὺ γκρεμνίσθηκε ἀπὸ τὸ καμπαναριό, καὶ μὲ τὸν καιρὸ δέσανε στενὴ φιλία μεταξύ τους. Ὁ ἕνας ἐκμυστηρευότανε στὸν ἄλλον κάποια μυστηριώδη ὁράματα, μὰ δὲν τὰ λέγανε σὲ κανέναν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν τοὺς περιπαίζουνε. Ὡστόσο περνούσανε γιὰ «βλαμμένοι», ὅπως λένε τοὺς εὐλαβεῖς οἱ ἄπιστοι, μὰ ἐκεῖνοι δὲν δίνανε σημασία καὶ κάνανε τὸν ἀπανάγαθον, δηλαδὴ ἤτανε «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί».
Στὸν παληὸν καιρὸ σταθήκανε κάποιοι ἅγιοι, ποὺ κάνανε τὸν τρελὸ γιὰ τὸν Χριστό, ὥστε νὰ τοὺς περιφρονοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ταπεινώνουνε, κ᾿ ἔτσι νὰ σβήνουν ὁλότελα τὸν ἐγωισμό τους καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους. Αὐτὴ ἡ ἄσκηση ἤτανε ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρές, ὅπως οἱ στυλίτες, καὶ γιὰ τοῦτο «οἱ διὰ Χριστὸν σαλοί» ἤτανε πολὺ λίγοι.
Ὁ πιὸ σπουδαῖος στάθηκε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ποὺ ἐζοῦσε στὴν Κωνσταντινούπολη μαζὶ μὲ τοὺς σκύλους, κατὰ τὰ 450 μ.X., ὁ Συμεὼν ὁ Σύρος, ποὺ ἔζησε στὰ 550 μ.X. καὶ δυό-τρεῖς ἄλλοι. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἔλεγε ὑστερώτερα πὼς σὲ τέτοιο σκληρὸ δρόμο ὁ Κύριος δὲν προσκαλεῖ ποτὲ ψυχὲς ἀδύνατες.

Τα Φώτα στ' Αϊβαλί. Φώτης Κόντογλου



του Φώτη Κόντογλου

Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ' από τη Λειτουργία των Θεοφανίων. Έτσι τον ρίχνανε και στην πατρίδα μου, κ' ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο.
Ξεκινούσε η συνοδεία από τη μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ' ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουργία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορτή πιο επίσημη.
Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ' οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλμωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια.
Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.
Σαν φτάνανε στ' Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό, Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει.
Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο.
Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε εκατό καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης. Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐκια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.

Φώτης Κόντογλου. Ἅγιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε». (26/11)


(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Αὔριο Δευτέρα, 26 Νοεμβρίου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Νίκωνος «τοῦ Μετανοεῖτε». Τὸν εἴπανε «Μετανοεῖτε», ἐπειδὴ ἔλεγε συχνὰ στοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουνε, ὅπως ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Πατρίδα τοῦ ἤτανε κάποια χώρα τοῦ Πόντου ποὺ τὴ λέγανε Πονεμωνιακή.
Γεννήθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς. Οἱ γονιοί του ἤτανε πλούσιοι, μὰ ὄχι μοναχὰ στὰ ὑλικὰ πλούτη μὰ καὶ στὰ πνευματικά.
Γιὰ τοῦτο τὸν ἀναθρέψανε «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ ἐνῶ τὰ ἄλλα τὰ ἀδέρφια του καὶ οἱ φίλοι τοῦ ἤτανε παραδομένοι στὶς διασκεδάσεις καὶ στὰ ἱπποδρόμια, ὁ Νίκων ἀγαποῦσε τὴ θρησκεία, κ᾿ ἤτανε ταπεινὸς καὶ φρόνιμος σὲ ὅλα, λιγόφαγος, ἁπλὸς στοὺς τρόπους, σεμνολόγος, φυλάγοντας τὰ μάτια του νὰ μὴν μπεῖ μέσα του ὁ σαρκικὸς πειρασμὸς ποὺ χαλᾶ τὴν ἁγνότητα τῆς νεότητος.
Μιὰ μέρα τὸν ἔστειλε ὁ πατέρας του, ποὺ εἶχε πολλὰ κτήματα, νὰ ἐπιστατήσει ἀπάνω στοὺς ἐργάτες ποὺ δουλεύανε σ᾿ αὐτά, καὶ σὰν εἶδε τὸν κόπο καὶ τὸν ἱδρώτα ποὺ χύνανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τόσο λυπήθηκε ἡ ψυχή του, ποὺ παράτησε παρευθὺς καὶ τὰ κτήματά του καὶ τοὺς γονιούς του καὶ τὴν πατρίδα τοῦ κ᾿ ἔφυγε χωρὶς νὰ γνωρίζει ποὺ πηγαίνει, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἤτανε τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ λόγο ποὺ λέγει «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς».



Ἀφοῦ πέρασε πολλοὺς τόπους ποὺ δὲν τὸν ἤξερε κανένας, ἔφταξε σ᾿ ἕνα βουνὸ ποὺ ἤτανε τὸ σύνορο ἀνάμεσα στὸν Πόντο καὶ στὴν Παφλαγονία καὶ ποὺ εἶχε κ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Χρυσὴ Πέτρα.
Σὰν εἶδε τὸ μοναστήρι ὁ Νικήτας, ἔνοιωσε μεγάλη χαρά.
Κι᾿ ὁ Θεὸς φώτισε τὸ γέροντα ἡγούμενο, ποὺ ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ βγῆκε στὴν πόρτα καὶ καλωσόρισε τὸν Νικήτα καὶ τὸν ἀγκάλιασε σὰν πατέρας τὸ γυιό του καὶ τὸν κάλεσε μὲ τὄνομά του. Ὁ Νικήτας σὰν ἄκουσε τὸ γέροντα νὰ τὸν φωνάζει μὲ τὄνομά του χωρὶς νὰ τὸν ἔχει δεῖ ποτέ, φτεροκόπησε ἡ καρδιά του καὶ μπῆκε μαζὶ μὲ τὸν ἡγούμενο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὴν ἴδια ὥρα τὸν κούρεψε μοναχὸ μὲ τὄνομα Νίκων.
Ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ξέχασε ὁλότελα πιὰ πὼς ζεῖ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Τὴ μέρα δούλευε στὴν ὑπηρεσία ποὺ τὸν ἔβαλε ὁ γέροντάς του, καὶ τὴ νύχτα δὲν κοιμότανε, ἀλλὰ ἀγρυπνοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ μὲ δάκρυα, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει νὰ μολευθεῖ ἡ νεανικὴ ψυχή του ἀπὸ κανέναν ἄσχημο διαλογισμὸ κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηριὰ ποὺ μπαίνει τόσο εὔκολα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ τῆς μονῆς τὸν ἀγαπήσανε πολύ, γιατὶ ἤτανε ἀπερηφάνευτος, πρᾷος καὶ καλοκάγαθος. Δώδεκα χρόνια ἔζησε μέσα στὸ μοναστήρι τῆς Χρυσῆς Πέτρας. Στὸ μεταξὺ ὁ πατέρας του χάλασε τὸν κόσμο γιὰ νὰ τὸν βρεῖ, πλὴν μάταια κοπίασε.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ψάχνει, ὁ ἅγιος παρακάλεσε τὸ γέροντά του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ὅπως κ᾿ ἔγινε. Μὰ σὰν πέρασε τὸ ποτάμι Παρθένι, γύρισε κ᾿ εἶδε στὴν ἀντικρινὴ ἀκροποταμιὰ τὸν πατέρα του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά του καὶ μὲ τὴ συνοδεία του, καὶ σὰν τὸν γνώρισε ὁ γέρος, ἄρχισε νὰ κλαίγει καὶ νὰ φωνάζει στὸν Νικήτα νὰ τὸν λυπηθεῖ καὶ νὰ γυρίσει στὸ σπίτι τους, κ᾿ ἤθελε νὰ πέσει στὸ ποτάμι.
Μὰ τὸν μποδίσανε οἱ δικοί του, γιατὶ εἶχε φουσκώσει τὸ ρεῦμα του ἀπὸ τὰ πολλὰ νερὰ ποὺ κατέβασε. Κι᾿ ὁ μακάριος Νίκων, σφίγγοντας τὴν καρδιά του, γύρισε κατὰ τὸν πατέρα του καὶ γονάτισε καὶ τὸν προσκύνησε, κ᾿ ὕστερα ἔστριψε πάλι καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του.

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ Μυστήριο πρωτοφανές. Φώτης Κόντογλου


Τοιχογραφία Φ. Κόντογλου 1946
Τί παρηγοριά  εἶναι η Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄπιστον κόσμο που ζοῦμε! Τί πνευματική δροσιά νοιώθουμε, μέσα σέ τοῦτον τόν ψυχικό ξέρακα πού τά ἔχει ξεράνει ὅλα τά πάντα! Τί πνοή ἀθανασίας μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός, μέσα σε τοῦτο τόν κόσμο πού εἶναι κολλημένος στήν ἀκολασία και στήν ἁμαρτία κάθε λογῆς, καί πού μυρίζει τή βαρειά μυρουδιά τοῦ θανάτου!

    Γιά μᾶς τους Όρθοδόξους, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἀνάμνηση, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀληθινά γεννιέται ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή τοῦ καθενός μας, ὅπως σταυρώνεται μέσα μας ὁ Κύριος τή Μεγάλη Πέμπτη καί σταυρωνόμαστε μαζί του, καί πάλι ἀναστηνόμαστε μαζί του τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεώς του.
Ὅλον τόν κόσμο, τή φύση καί τή ζωή πού εἶναι γύρω μας, ὅλα τά αἰσθητά τά νοιώθουμε μέσα ἀπό τη Γέννηση, ἀπό τη Σταύρωση κι΄ἀπό τήν Ἀνάσταση του Χριστοῦ.  Οἱ ἀληθινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν ζοῦνε αὐτοί, ἀλλά μέσα τους ζῆ ὁ Χριστός, κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει: «Δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά μέσα σέ μένα ζῆ ὁ Χριστός».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Όρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι «ὁ μαθών, ἀλλά ὁ παθών τά θεῖα», κατά τον Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, δηλαδή δέν μαθαίνει τά τῆς θρησκείας ἐξωτερικά, ἀλλά τά κάνει ζωή του.
Δέν γιορτάζει μοναχά τή Γέννηση τοῦ Χριτοῦ, ἤ τήν Ἀνάστασή του, ἤ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἤ ὁποιαδήποτε γιορτή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἡ ψυχή του γίνεται ἕνα μέ ἐκεῖνο πού γιορτάζει: Γεννιέται μαζί μέ τόν Χριστό, σταυρώνεται μ΄Αὐτόν, ἀνασταίνεται μαζί Του, μαρτυρᾶ μαζί μέ τόν Μάρτυρα τῆς πίστεως, ἀσκητεύει μέ τόν Ἀσκητή, ὁμολογεῖ μαζί μέ τόν Ὁμολογητή.
 
Μ΄αὐτόν τόν τρόπο οἱ πατέρες μας, μ΄ὅλο πού ζήσανε ἀγράμματοι, ἤτανε «παθόντες και οὐχί μαθόντες τά θεῖα», εἴχανε κάνει ζωή τους τή θρησκεία.  Ὁ χειμώνας ἁγιαζότανε μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄνοιξη μέ την Ἀνάστασή Του, τό καλοκαίρι μέ τή  Μεταμόρφωσή Του, μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου μέ τήν μνήμη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, του Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.  Ὅλα γύρω τους ευωδιάζανε και ψέλνανε, τά βουνά, ἡ θάλασσα, τά δένδρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι, τά σύννεφα, τά ζῶα, τά πουλιά.  Κ΄οἱ ἀνθρωπινες ψυχές νοιώθανε πώς ἤτανε δεμένες μεταξύ τους μέ τήν βαθειά ἁρμονία τῆς πίστης, καί βρισκόντανε σέ κατάνυξη, σκιρτοῦσαν ἀπό πνευματική χαρά.

Αγιασμένες μέρες. Φώτης Κόντογλου


Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι.
Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος, κατά τον αναβαθμό που λέγει: «Αγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ιεροκρυφίως».
Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα.

Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ως ελαία κατάκαρπος εν τω οίκω του Θεού». Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος».
Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ: «Εξαπόστειλον, Κύριε, το φως σου και την αλήθειάν σου· αυτά με ωδήγησαν και ήγαγόν με εις όρος άγιόν σου και εις τα σκηνώματά σου· και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητά μου».

Φώτης Κόντογλου - Ὁ Μέγας Βασίλειος κι᾿ ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός



Ὁ Μέγας Βασίλειος κι᾿ ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός 
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Φώτη Κόντογλου 

Θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ νὰ μὴν πῶ τὰ συνηθισμένα ποὺ λένε ὅσοι γράφουνε γι᾿ αὐτὸν τὸν ἀληθινὰ Μέγαν ἅγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασμένοι, ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει σχεδὸν καθόλου ἡ ἁγιότητά του κ᾿ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του, ἀλλὰ ἡ «θύραθεν» σοφία του, ἡ γνώση ποὺ εἶχε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, στὴ ρητορικὴ καὶ στάλλα ἐφήμερα καὶ ἐξωτερικὰ στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησμονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία, ποὺ τὴ λέγει «μωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ».

Γιὰ τοὺς τέτοιους, ἡ φιλοσοφία εἶναι σεβαστή, μάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὴ θρησκεία κι᾿ ἂς θέλουνε νὰ τὸ κρύψουνε, ἡ ἐπιστήμη πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἀρχαιότης πιὸ σπουδαῖο οἰκόσημο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό.
Γι᾿ αὐτό, ὅλα τὰ μετρᾶνε μ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα. Ἡ ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγκειται στὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον εἶναι δεινοὶ ρήτορες, δεινοὶ συζητηταί, δυνατοὶ στὸ μυαλό, μ᾿ ἕνα σύντομον λόγο, κατὰ πόσον ἔχουνε ὅσα ἐκτιμοῦσε καὶ ἐκτιμᾶ ἡ ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα κι᾿ ὅσα εἶναι ἢ περιττὰ γιὰ τὸ χριστιανό, ἢ βλαβερά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ δὲν πάει νὰ λέγη τὸ Εὐαγγέλιο!


Αὐτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους. Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλ. ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, μὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε «μέγαν ρήτορα», αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῆ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ», καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: «Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν».
Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι᾿ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι «κενὴ ἀπάτη», τὸν ἀνακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον «κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν».

Το Τροπάριο της Κασσιανής με μεταγραφή Φώτη Κόντογλου



Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης  
(Μ. Τρίτη βράδυ)

 Από τα απόστιχα ιδιόμελα του όρθρου της Μ. Τετάρτης 
(Μ. Τρίτη βράδυ)

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·

κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

***

Μεταγραφή του Φώτη Κόντογλου:

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος
 users.otenet.gr
Αναρτήθηκε από byzantio στις 19:37

Τα βουνά και μοναστήρια της Συρίας και Μεσοποταμίας. Φώτης Κόντογλου


Τα βουνά και μοναστήρια της Συρίας και Μεσοποταμίας

 Φώτης Κόντογλου

Το μέγα βουνό ο Αμανός  στέκεται σαν κάστρο ανάμεσα στη Συρία κ' στην Κιλικία, κι' είνε παρακλάδι του Ταύρου, άγριο και μεγαλοπρεπέστατο, πυκνοφυτεμένο με λογής λογής δέντρα και με κέδρα.
Έχει κλεισούρες φοβερές κι' απέραστες, και θρέφει πολλά αγρίμια και θερία. Σε μια κορυφή του ήτανε κτησμένος ναός για τούτο τα συναξάρια λένε για δαύτο «πολλής πάλαι γέμον πολυθέου μανίας». Τούρκικα το λένε Αλμά Νταγ. Μέσα στις σπηλιές του άγιασανε πολλοί αναχωριτές, Συμεωνής ο Παλαιός, Θεοδόσιος ο εν τω Σκοπέλω, απάνου στο ακρωτήρι που βγαίνει στη θάλασσα, κι' άλλοι πολλοί.
Άλλο μεγάλο βουνό της Συρίας είναι ο Λίβανος, στ' αραβικά λεγόμενο Τζέμπελ ελ Λιμπνάν, δασωμένο από βαλανιδιές, οξυές κι' από τα περιβόητα τα κέδρα. Βουνό θεοαγάπητο και υμνολογημένο.
Ο Σολομώντας έκανε από τα κέδρα του τη σκέπη του ναού του, από κει κόβανε ξύλα κ' οι Φοίνικες και σκαρώνανε τα καράβια τους. Πολλοί πετέρες αγιάσανε απάνω του, κι' ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Αβραάμης. Στον Αντιλίβανο, πούνε αντίκρυ στο Λίβανο και βγαίνει στη θάλασσα, μόνασε ο άγιος Μάρωνας.

Το Κάσιον όρος βρίσκεται κοντά στην Αντιόχεια, και κει λατρεύανε οι ειδωλολάτρες το Δία. Αυτό είνε που το γράφουνε τα συναξάρια Θαυμαστόν Όρος, απ' όπου πήρε την ονομασία ο όσιος Συμεών ο Θαυμαστορείτης.
Σε τούτο το βουνό συμπεραίνω πως βρισκότανε κ' η λεγόμενη Κορυφή, κ' εκεί απάνω θαν ασκήτεψε ο όσιος Ευσέβιος ο Παλαιός ο εν τη Κορυφή, γιατί ο Θεοδώρητος, ο δεσπότης της Κύρου, γράφει στο συναξάρι του «κατ' αυτήν την ακρωνύχίαν τέμενος ην δαιμόνων, υπό των γετόνων λίαν τιμώμενον».
Ο προσκυνητής Ιωάννης Φωκάς τούτα γράφει στο οδοιπορικό του κατά τα 1185 μ.Χ., εξιστορώντας αυτό το βουνό. «Το δε Θαυμαστόν Όρος μεταξύ της Θεουπόλεως Αντιόχου και της θαλάσσης λοφούμενον, εξαίσιόν τι χρήμα και οφθαλμών αγλαΐα τοις εντυγχάνουσι βλέπεται· μεθοριάζον γαρ την τε πόλιν και την Ρωσώ, εξ εκατέρων αυτού των μερών το όρος έχει τον Σκόπελον και τον λεγόμενον Καύκασον.
 Ο δε ποταμός Ορόντης ειλιγμών απείρων περιδινήσει περί τους πρόποδας ρέει του όρους και τη θαλάσση το ρείθμον εκπτύει. Τούτο του όρους τη κορυφή ο μέγας αφησυχάσας ανήρ εκείνος, και αναβάσεις θέμενος εν καρδία, μετάρσιος εν σώματι γίνεται και φιλονικεί μετά σώματος γενέσθαι αιθέριος και μέσον είναι Θεού και ανθρώπων.
Και όπως είργασται τούτι το παράδοξον τω θεοφιλεί εκείνω ανδρί, εγώ δηλώσω. Χερσί λαξευτόν εις βάθος κοιλάνας την Θαυμαστού κορυφήν Όρους, μονόλιθον η μονοφυή μονήν απηργάσατο, ης μέσον αυτοφυή λαξεύσας κίονα, εν αυτώ τας βάσεις έθετο, επί πέτρας, κατά το λόγιον, τους πόδας ερείσας, περί δε ανίσχοντα ήλιον ναόν έγειρε περικαλλή τω Θεώ προσέφερον».
Σε άλλο μέρος γράφει πάλι για τα μέρη γύρω στην Αντιόχεια, «εντεύθεν το περιβόητον της Δάφνης προάστειον παντοίων φυτών περιστρεφανούνται αναδρομή, και το θαυμαστόν έστιν Όρος, ου πολιστής ο θαυμαστός Συμεών. Τούτοις ομορεί το Μαύρον Όρος και ο Σκόπελος, εν οις το πάλαι μεν πολλοί θεοφιλές άνθρωποι τον Θεόν εκζητήσααντες εύρον, και νυν των σωζομένων είσι, και τας λόχμας των αυτών οικούσιν ορέων, εκείνου της καλλονής εφιέμενοι».

Ἀκατάλυτη ἑλληνική φύτρα! Ὁ Φ.Κόντογλου γιά τήν Ἑλλάδα μας !


Ἀκατάλυτη ἑλληνική φύτρα!

Ποτές δέ θά ξεραθεῖς, ποτές δέ θά πεθάνεις!
Ἀπό τό γέρικο καί τιμιώτατο κορμί σου πετιοῦνται ὁλοένα καινούργια βλαστάρια, ποῦ γεύοντάς τα καί τ' ἀγρίμια ἡμερεύουνε!  Σέ κάθε καινούργια γέννα σου χαίρεται ὁ κόσμος,  μά οἱ ὀχτροί σου τά κράζουνε στερνοπαίδια, ώσπου δέν ἀργεῖς νά φέρεις ἄλλον δράκο στόν κόσμο, κι ἀποσβολώνουνται!

Ἄς παρατήσουνε πιά τούς παλαιούς Ἕλληνες, κι ἄς ἀκούσουνε τόν καινούργιο Πίνδαρο, ποῦ κράζει ἀπό τήν Κύπρο:
Ἡ Ρωμιοσύνη εἶν' φυλή συνόκαιρη τοῦ κόσμου. Κανένας δέν εὑρέθηκε γιά νά τήν ἐξαλείψει, κανένας, γιατί σκέπει τήν  'πό τά ὕψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμιοσύνη θά χαθεῖ ὄντας ὁ κόσμος λείψει.

(Μέγα  Γεροντικό –Μοναχοῦ Μωϋσέως  Ἁγιορείτου - ἐκδ. Μυγδονία)

Ο Μωάμεθ και ο Κόντογλου. Π. Διονύσιος Ταμπάκης


Ο Μωάμεθ και ο Κόντογλου

Π. Διονύσιος Ταμπάκης Ι.Ν.Παναγίας Ναυπλίου

Αφού φτάσαμε και σε αυτό το έσχατο σημείο αυτοεξευτελισμού της Νεοελληνικής προσωπικότητας , να βλέπουμε και να βαυκαλιζόμαστε με τα εγκλήματα του  Μωάμεθ τον Πορθητή ,που ξεπάστρεψε ό,τι πιο Ιερό και Όσιο βρήκε στην Ελληνορθόδοξη ιστορία μας, ας δώσουμε φωνή στον Φ.Κόντογλου να μιλήσει μέσα από το μνημούρι του και να μας απαντήσει…

Ανάμεσα σ'ένα σωρό σκληρόκαρδους πολέμαρχους πού ανήκανε στην Ανατολή, κανένας δέ ματόχωσε τον  κόσμο σάν και κείνο τ' αφορεσμένο Τουρκί πού τό γρά­ψανε στην ιστορία Μεμέτη Καταχτητή. Αυτός δεν πρέπει να παρασταθεί μέ σκημα άνθρωπου, μόνο σάν εκείνα  τά φοβερά  τέρατα της Αποκάλυψης.
 Μ' όλο πόχουνε περάσει τόσα χρόνια από τότες που ψόφησε, ή Χριστιανοσύνη ακόμα χλομιάζει σάν ακούσει τ' όνομα αύτουνού τ' Αντίχριστου. Τά βουνά κι οί ακατέλυτες στεριές, και τά ποτάμια, τά νησιά, τά πέλαγα, τά βράχια κι οί κάμποι, τά δέντρα, τά θεριά, ακόμα κι οί Άγιοι, κάθε ζω­ντανό καί κάθε άψυχο, ως τά σήμερα, τόν θυμούνται καί σνγκρυάζουνται.

Ποιος έκοψε κεφάλια σάν κι αυτόν, ποιος άλλος σούβλισε, ποιος πριόνισε, ποιος παλούκωσε, ποιος επινόησε βα­σανιστήρια, ποιος ατίμασε γυναίκες, ποιος έμόλεψε παλληκαρόπουλα. ποιος ρεζίλεψε τιμημένα σπίτια, ποιος ξέθαψε κόκαλα, ποιος κατάπιε πολιτείες σούμπιτες. ποιος σουργούνεψε  χιλιάδες χώρες καί χωριά, ποιος έκανε νά τρέμει στεριά καί θά­λασσα, κι ούλα τά βασίλεια ν' άσπροκαλιάζουνε σάν τίς κότες πού τίς κλώθει ο αϊτός!...



Κάποτε σαν έφταξε ό φημισμένος ζουγράφος Μπελλίνης στην Πόλη, άρχεψε ό σουλτάνος  νά τόν ρωτά γιά τήν τέχνη του και νά περιεργάζεται τα έργα  πού 'χε φέρει μαζί του. Το λοιπόν άπ' ούλα πιό πολύ τ' άρεσε μιά ζουγραφιά πού παράσταινε τήν αποκεφάλιση τ' «η-Γιάννη Πρόδρομου. Ωστόσο γύρισε κι είπε του Μπελλίνη, πώς αυτό τό θαυμαστό εργόχειρο είχε ένα ψεγάδι πού χαλούσε τήν επιτυχία του, κι αυτό τό ψεγάδι ήτανε ό κομμένος λαιμός τ" άη-Γάννη. Και. σάν τα’ απάντησε ό ζουγράφος πώς τόν είχε ξεσηκωμενον από σφαμενο πρόβατο, ό σουλτάνος πρόσταξε παρευθύς τόν τζελάτη νά κόψει μπροστά τους έναν σκλάβο, γιά νά δεί ό Μπελλίνης τί λογής είναι ό λαιμός τ' άνθρωπου!

(Φ,Κόντογλου-Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ-Εκδ. ΑΓΚΥΡΑ)

Επιμέλεια-π.Διονύσιος Ταμπάκης-Ναύπλιον.

Φώτης Κόντογλου - Ὁ χρόνος, ὁ φθονερὸς γέρων


Φώτης Κόντογλου - Εὐλογημένο Καταφύγιο
ἤγουν: Κείμενα γύρω ἀπὸ τὶς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς

Ὁ καιρὸς εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἄπιαστο καὶ κατὰ βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ γίνονται στὸν κόσμο.
Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς μπορεῖ νὰ γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ μέρα σὲ ἄλλη, ὅπως ἡ παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι.
Τὸν καιρὸ τὸν νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν καταλαβαίνουμε σκληρά.
Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ φθορά· καὶ τὸν νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ δυνατά, γιατὶ πονᾶμε, κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ κάθε μέρα ἀρχὴ καινούργιου χρόνου.
Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον ὠκεανὸν δὲν ὑπάρχει μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ ξαναβγεῖς πιά.

*
Ὁ καιρὸς ἄρχισε μὲ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Πρὶν νὰ γίνει ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνεται πὼς θὰ ὑπῆρχε ὁ καιρός, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπάτη τοῦ μυαλοῦ μας, γιατὶ ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ ἀλλάζει κ᾿ ἔτσι νὰ φαίνεται πῶς περνᾷ ὁ καιρός, πῶς ὑπῆρχε ὁ καιρός; Στὸ τίποτα δὲν ὑπάρχει καιρός. Πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία ἤτανε «σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου» (Γένεσις α´, 2). Σκότος κι ἄβυσσος εἶναι ἔννοιες ποὺ φανερώνουνε τὸ τίποτα, τὴν ἀνυπαρξία.
Παρακάτω εἶναι γραμμένο, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως: «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀναμέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀναμέσον
τοῦ σκότους. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν, καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. Καὶ ἐγένετο ἑσπέρα, καὶ ἐγένετο πρωὶ ἡμέρα μία» (Γένεσ. α´, 4-5). Μόλις ἔγινε τὸ φῶς ἄρχισε κι ὁ καιρός, «ἐγένετο πρωῒ ἡμέρα μία».
Ἡ θρησκεία μας αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ βλέπουμε τὸν λέγει «παρόντα αἰῶνα». Σ᾿ αὐτὸν τὸν «αἰῶνα» ὑπάρχει ὁ χρόνος, ἐνῷ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ θὰ καταργηθεῖ, ἂν καὶ λέγεται «αἰώνας».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων» (Α´ Κορινθ. β´, 6). Δηλαδή, τοῦτος ὁ κόσμος κι ὅσοι τὸν πιστεύουνε, ἤγουν οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, «καταργοῦνται», φθείρονται καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο πεθαίνουνε. Ἐνῶ στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» οἱ δίκαιοι θὰ γίνουνε ἄφθαρτοι κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὁ ἴδιος θεόπνευστος ἀπόστολος λέγει
τοῦτα τὰ φοβερὰ λόγια, γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή: «Ἰδού, μυστήριον ὑμῖν λέγω. Πάντες μὲν οὖν κοιμηθησόμεθα, πάντες ἀλλαγησόμεθα, ἐν ἀτόμῳ, ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι (Α´ Κορινθ. ιε´, 51).
Μιλώντας γιὰ τὴν καταστροφὴ τούτου τοῦ κόσμου, γράφει: «Εἴτε προφητεῖαι καταργηθήσονται, εἴτε γλῶσσαι, παύσονται, εἴτε γνῶσις καταργηθήσεται. Ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθη τὸ τέλειον, τότε τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α´ Κορινθ. ιγ´, 8).
Τὸ «τέλειον» θὰ εἶναι ἄφθαρτο, κ᾿ ἡ ἀφθαρσία καταργεῖ τὸν χρόνο. Στὸν «μέλλοντα αἰῶνα» δὲν ὑπάρχει οὔτε γέννα, οὔτε θάνατος.
Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀνθρώπους αὐτὰ εἶναι ἀσύστατες φαντασίες, ποὺ τὶς πιστεύουνε μοναχὰ «οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτὰ εἶναι γιὰ λύπη, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «Ἂν ἐλπίζουμε, λέγει, μοναχὰ σὲ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους».

Γιατὶ μὲ ὅποια ἐλπίδα κι ἂν ξεγελασθοῦμε, καὶ μὲ ὅση ἀδιαφορία κι ἂν ἁρματωθούμε, θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ θὰ δοῦμε, θέλοντας καὶ μὴ θέλοντας, τὴ φθορὰ ποὺ μᾶς ζώνει σὰν πλημμύρα ἀπὸ παντοῦ, καὶ θὰ τρομάξουμε.

o Φώτης Κόντογλου


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjysbSOLKujPyqawjhuHQ6eCaDKKo89d7fFGoOwrgVvNG-yDnMRjNNQjLuOVIqgEyFlvdYRjwvaEzGQY4s1p7zYGpe9XoUPAZngoGogSzDNmIRibBf5mxAJCZlbpCeg8yAuzcCvUdN7rPN1/s400/kontoglou_oikogeneia.jpg

Κώστας Δ. Παπαδημητρίου


Η ησυχαστική-νηπτική παράδοση καί τό Ευαγγέλιο είναι η πνευματική υποδομή τής Ορθοδοξίας. "Ο άνθρωπος πού εξετάζει τόν εαυτό του καί ζή τήν νηπτική-ησυχαστική παράδοση τής Εκκλησίας, γνωρίζει καλά τίς ενέργειες τού νού του, τήν κατάσταση τής καρδιάς του, αλλά καί τίς ενέργειες τών λογισμών στό λογιστικό τής ψυχής" (Μητροπολίτου Ιεροθέου: "Παλαιά καί Νέα Ρώμη", σ. 52).
Κάθε αληθινή χριστιανική ψυχή είναι ψυχή ησυχαστική, ψυχή πού γυρεύει νά βυθιστή στά βάθη τού είναι της, γιά νά βρή εκεί μέσα τόν Θεό, γιατί κατά τόν λόγο τού Ιησού "η Βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστίν". Καί τόν βρίσκει τόν Θεό ο άνθρωπος μόνον, όταν περιμαζέψη τόν νού του από τίς ματαιότητες πού είναι γύρω του καί συγκεντρωθή στόν "έσω" άνθρωπο, στήν καρδιά του. Βασική προϋπόθεση γι' αυτό είναι ο ησυχασμός, εκείνον πού έζησαν καί ζούν οι ησυχαστές πατέρες στά μοναστήρια τού Αγίου Όρους καί αλλού καί κράτησαν όρθιο καί ανόθευτο τόν κορμό τής Ορθοδοξίας. Εκεί στήν ηρεμία τής φύσης οι Αγιορείτες μοναχοί, μακριά από πειρασμούς, μελετώντας αυθεντικές ιστορικές πηγές σέ θεόπνευστα παλαιά βιβλία, έγραψαν δικά τους καί έτσι κρατήθηκε η Ιερή μας Παράδοση.


Πολλοί Χριστιανοί βρήκαν στηρίγματα σ' εκείνα τά βιβλία τών εκκλησιαστικών πατέρων, έζησαν καί αυτοί τό περιεχόμενό τους καί έγραψαν καί αυτοί σχετικά βιβλία. Έγιναν, δηλαδή, κρίκοι μιάς αλυσίδας από μιά γενιά στήν άλλη πού μετέφερε τήν Ιερά Παράδοση στίς νεώτερες γενεές. Αυτοί οι δεύτεροι δέν ήταν καλόγεροι. Έζησαν μέσα στόν κόσμο τυπικά, αλλά ο νούς τους συναντιόταν μέ τόν Θεό, φωτίζονταν καί άνοιγαν τά μάτια τους καί έβλεπαν τήν θεϊκή δημιουργία στό πραγματικό της βάθος.

Διαβάζοντας ο Χριστιανός σήμερα τόν Παπαδιαμάντη ή τόν Μωραϊτίδη ή τόν Κόντογλου γεύεται τό μυστήριο τής χαράς πού δίνει η παρουσία τού Θεού, τής γαλήνιας χαράς, πού φυτρώνει μέσα στόν πόνο τής αυτογνωσίας. Ζή μακριά από τήν μιζέρια καί επικοινωνεί μέ τούς εκκλησιαστικούς πατέρες καί μαθαίνει όσα εκείνοι έγραψαν. Έμειναν καί οι τρείς λογοτέχνες καί άλλοι σέ όλη τους τήν ζωή άλλοτε σάν στρουθία καί άλλοτε σάν άγρια πουλιά κολλημένα στόν βράχο τής Ορθοδοξίας καί τήν μετέδωσαν σέ μάς αψηφώντας τούς σφοδρούς ανέμους τής απιστίας, πού φυσούσαν γύρω τους καί τούς πολυειδείς πειρασμούς πού τούς προκαλούσαν.