Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Η ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ & ΕΚΚΛΗΣΣΙΑ


Ἡ ὁμοφυλοφιλία καί ἡ Ἐκκλησία. Ἡ σύγχυση τῶν φύλων καί ὁ οἰκουμενιστικός ἐκφυλισμός!



Ἡ ὁμοφυλοφιλία καί ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ σύγχυση τῶν φύλων 
καί ὁ οἰκουμενιστικός ἐκφυλισμός! 

http://www.xryshaygh.com/assets/images/news/london.jpg



Γράφει: Μ.Σ. ἐκπ/κός-ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ

Ὄχι, λάθος καταλάβατε!
Δέν θά σᾶς μιλήσω γιά τίς πιθανές ὁμοφυλοφιλικές παρεκτροπές ἐλαχίστων ρασοφόρων πού ὑπαινίσσσονται κατά διαστήματα ψιθυριστές ἤ κράχτες καί πού πιθανόν κάποιες νά εἶναι ὑπαρκτές. Ἐξόν ἀπό τήν λάσπη μέ τήν ὁποία οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ  στοχεύουν νά ἀμαυρώσουν τήν Ἐκκλησία Του, νά σπιλώσουν τήν Ἀλήθειά Του, νά ἐμπαίξουν τόν Ἴδιο καί νά διαλύσουν τό ποίμνιο, ὑπάρχουν καί τά ἀνθρώπινα πάθη πού ταλαιπωροῦν κάθε ἄνθρωπο.
Εἶναι γνωστόν τοῖς πᾶσιν, πώς ὅπου ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὑπάρχει ἁμαρτία. Καί μία ἡμέρα νά ζήσει ἕνας ἄνθρωπος, θά ἁμαρτήσει. "Πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ" (Ρωμ,3, 3, 23).

Δέν δικαιολογοῦμε τήν καταπάτηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τά ὀλισθήματα ἀπό τό πανάγιον θέλημά Του. Ἀντίθετα, τά ἀναγνωρίζουμε ὡς ἀδυναμίες μικρές καί μεγάλες, κολάσιμες καί θανατηφόρες, ὅταν καί ἐφόσον εἶναι πραγματικές, μέ πόνο καί προτροπή σέ μετάνοια.

Ἐκτός ἀπό τήν σαρκική ὁμοφυλοφιλία ὅμως, ὑπάρχει καί μία ἀπείρως χειρότερη μορφή ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὁποία τά τελευταῖα χρόνια κυοφορεῖται στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ ὁμοφυλοφιλία δέν εἶναι μόνο σαρκικοί ἐναγκαλισμοί καί σαρκική συνουσία, ἀλλά πνευματιστική (καί ὄχι πνευματική) συνεύρεση καί συνουσία καί ὀνομάζεται ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ!
Ὁ Οἰκουμενισμός, ὀνομάζει "ἀδελφή Ἐκκλησία"  κάθε ψευδοπίστη σέ ψευδοθεούς καί κάθε αἵρεση!
Ἐναγκαλίζεται μέ ὅλους τούς ψεύτικους θεούς καί τούς ὀπαδούς τους καί πνευματικῶς συνουσιάζεται μαζί τους χωρίς αἰδῶ καί συστολή, παραβαίνοντας τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ πού ξεκάθαρα λέγει:
"οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω" (Ψαλμ. 25, 4-5).
Ἐπίσης:
«αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τιτ. γ΄ 10)
Οἱ Ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, δέν ἦταν ἀσύνετοι ὅταν μᾶς προέτρεπαν σέ παραίτηση ἀπό τόν αἱρετικό καί μάλιστα σύντομα (μετά δευτέρας νουθεσίας). Ὅπως ἕνας ὁμοφυλόφιλος εἶναι θέμα χρόνου νά κολλήσει AIDS καί νά γίνει στήν καλύτερη περίπτωση φορέας του, ἔτσι καί ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός πού ἀναμιγνύεται, μάλιστα φιλικά διακείμενος καί μέ πᾶσα ἀνοχή, μέ αἱρετικούς καί ἑτεροθρήσκους, σύντομα θά κολλήσει πνευματικό AIDS καί θά μολύνει κι ἄλλα πρόβατα ἀπό τό ποίμνιο. 
Ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη εἶναι κολλητικές καί ἐπεκτατικές ὄταν δέν τίς πολεμοῦμε, πολλῷ δέ μᾶλλον, ὅταν τίς ἀποδεχώμεθα καί τίς ἐναγκαλιζόμαστε "ἀγαπολογουντικῶς"!   

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg3XEEjYISGoq6M4EmwXCBu059ieKfC6EXMbMvSa3P83qwFHNop8O1H4Qehig8Hsw3eRakgQ05y-SXcbz80re0k9v1ehIIkh7jpTOtYdFmtaLDSzw0YPraqsrc9s-jTbQYQb4w44CjnblM/s400/01.JPG

Δέν ὑπάρχουν "ἀδελφές Ἐκκλησίες", ἀλλά ΜΙΑ, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν, οἱ ἀγαπητοί μας κατά τ' ἄλλα οἰκουμενιστές "ὀρθόδοξοι" ρασοφόροι, ἀνορθοδόξως μιλᾶνε γιά "ἕνωση" ἤ "ἑνότητα" μέ τίς "ἀδελφές ἐκκλησίες",  ξεχνοῦν μᾶλλον τό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού οἱ ἴδιοι ἀναφωνοῦν μέσα ἀπό τά Ἅγια τῶν Ἁγίων:
"εἰς Μίαν, Ἀγίαν, Καθολικήν (καί ὄχι Παπικήν...) καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ὁμολογῶ..."!
Ὁμολογεῖς; ................
Κοροϊδεύουμε τόν Θεόν καί τήν Ἐκκλησία Του παπαγαλίζοντας ἀπέξω λόγια σάν μαθητούδια, τῶν ὁποίων δέν ξέρουμε τά βαρύγδουπα πνευματικά καί σωτηριολογικά νοήματα πού κουβαλᾶνε; Ἤ πού χειρότερα γνωρίζουμε πολύ καλά, ἀλλά ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ παραβλέπουμε;!

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjjNoHZYHUDkC7g3EWfHAXcYctsuDk4F9G6idEcwBu_JYbI2UwL1n1uyeBhmQO49bEMhiGV0TWj6xu7jsuRkU5g0jW1o5FwlU3NDqSq18YxtIl7MyrbtxYisD2dXQu3lOjMbX33chbOk8n6/s1600-r/%CF%84%CE%BF+%CF%83%CF%8D%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%BF+%CF%84%CE%B7%CF%82+%CE%9F%CF%81%CE%B8%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CE%BE%CE%BF%CF%85+%CF%80%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%89%CF%82.jpg
 

Ἀγαπητοί οἰκουμενισταί, ὁ Θεός εἶναι τρισυπόστατος, ἔχει Τρία Πρόσωπα (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα), ἀλλά ΕΝΑ ΣΩΜΑ, τήν ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ!
Δέν εἶναι χταπόδι μέ ἕνα κεφάλι καί πολλά πόδια, οὔτε διαιρεμένο καί σκόρπιο Βασίλειο:
"Ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ᾽ ἐμοῦ σκορπίζει" (Ματθ. 12, 23), λέγει ὁ Κύριος.
Αὐτός πού ἐφηῦρε τήν διαίρεση, τήν διάσπαση καί γενικῶς τό "διαίρειν καί βασίλευε", εἶναι ὁ Διάβολος!
http://www.toportal.gr/resources/toolip/img/2014/06/08/holy-spirit.jpg
Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον εἶναι ἑνοποιόν, θέλει νά ἑνώσει τούς πάντες, ἀλλά εἶναι καί Ἅγιον, δηλαδή δέν γίνεται νά ἑνώσει ἁγίους μέ μή ἁγίους. Γιά νά δοῦμε πῶς ἐπαληθεύεται αὐτό διά στόματος τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ:
(Ἀπό τήν Ἀρχιερατική Προσευχή τοῦ Κυρίου):
"καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ.
Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ,  
ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. 
καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, 
ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας".  
(Ἰωά. 17, 19-23).  
Γιά νά ἑνωθοῦμε μέ ἄλλους καί νά γίνουμε "ἕνα", ὑπάρχουν προϋποθέσεις, ἄν προσεκτικά διαβάσαμε τά ἄνωθι, ἱδιαιτέρως δέ τίς ὑπογραμμίσεις: 
  1. Νά ἁγιασθοῦμε ἐν ἀληθείᾳ. Νά γνωρίσουμε δηλαδή τήν ἀληθινή πίστη (λόγῳ καί ἔργῳ) καί ὄχι τίς ψευδοπίστεις καί τίς ἀναλήθειες!
  2. Νά πιστέψουμε στόν Χριστό!
  3. Νά ἑνωθοῦμε μεταξύ μας ὅπως εἶναι ἑνωμένοι ὁ Υἱός καί Χριστός μέ τόν Πατέρα ἐν Οὐρανοῖς, γιατί αὐτό εἶναι τό τέλειο! 
  4. Νά ἑνωθοῦμε ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Χριστοῦ (καί ὄχι τού πάπα, τοῦ Ἀλλάχ, τοῦ Βοῦδα κι ὅποιου ἄλλου...)!
  5. Νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα καί μέσῳ Αὐτοῦ καί ἐμεῖς μέ τόν Θεό.
     
"Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός"
"Οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι' ἐμοῦ" (Ἰωά. 14, 6), λέγει σέ ἄλλη συνάφεια ὁ Χριστός. 
Οἱ οἰκουμενιστές, σέ ποιόν ἀπό τούς ἀλλότριους "θεούς" ἐπιθυμοῦν νά πᾶνε, σέ ὅλους; Κι ἐφόσον δέχωνται καί ἄλλες ὁδούς σωτηρίας πλήν τοῦ Χριστοῦ πού ὁδηγεῖ στόν Πατέρα, πόσους "πατέρες" καί ποιούς ἔχουν αὐτοί;
ΑΣ ΜΑΣ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΑ!...

 Ἄς σταματήσουν λοιπόν οἰ ρασοφόροι οἰκουμενιστές καί τά λαϊκά φερέφωνά τους νά μᾶς ὁμιλοῦν περί "ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν", γιατί δέν πρόκειται περί ἐκκλησιῶν, ἀλλά περί "συνεδρίων ἀνόμων"!
Βλασφημοῦν τόν Οἶκο τοῦ Θεοῦ.
Ὅλοι αὐτοί οἰ προβατόσχημοι λύκοι, 
  • ἤ ἄς ἀλλάξουν οἱ ἴδιοι τροπάριο καί νά μήν προσπαθοῦν νά μεταλλάξουν τήν ΜΙΑ κι ἀδιαίρετη Ἐκκλησία σέ "ἀδελφές ἐκκλησίες", 
  • ἤ νά ἀλλάξουν τό τομάρι λύκου πού κρύβουν κάτω ἀπό τά ράσα καί νά ποιμάνουν σωστά τά πρόβατα πού τούς ἐνεπιστεύθησαν ἀπό τόν Κύριο τῆς δόξης καί τά ὁποῖα σέρνουν πρός τόν γκρεμό τῆς ἀπωλείας.





 

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ἡ ἱστορία τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ




 Χθὲς τιμήσαμε τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ, ποὺ ἦταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς αἱρέσεως τῆς Εἰκονομαχίας.
Ἐπειδὴ «τιμὴ μάρτυρος μίμηση μάρτυρος» καὶ ἐπειδὴ οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι μιμοῦνται ἔμφοβοι τὸ ἦθος τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἐπισκόπων καὶ ὄχι τῶν Ἁγίων, ἀρκούμενοι μόνο νὰ χοροστατοῦν μεγαλοπρεπῶς στὶς Ἀκολουθίες τῶν Ἁγίων, παρουσιάζουμε, ὡς ἄλλο ΚΑΘΡΕΠΤΗ ἡλιόφωτο, κάποια στοιχεῖα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ, ὥστε νὰ καθρεπτίσουν ἐκεῖ τὸν ἑαυτό τους, μήπως καὶ οἱ ἴδιοι θελήσουν νὰ ἀλλάξουν πορεία, ἀλλὰ καὶ μήπως οἱ ὡς πρόβατα ἐπί σφαγὴν ἀκολουθοῦντες πιστοί, ἀντιληφθοῦν ποῦ τοὺς ὁδηγοῦν οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι.
Ὅλοι δέ, συνειδητοποιώντας ὅτι καθημερινὰ τὰ γεγονότα μᾶς ὁδηγοῦν στὰ ἔσχατα (τὰ δικά μας καὶ τοῦ κόσμου), νὰ μιμηθοῦμε αὐτὸν ποὺ ἔγινε «ἔργῳ καὶ λόγῳ ὁμολογητὴς τῆς ἀληθείας ...καὶ μάλα πρὸ τῆς τοῦ καιροῦ κλήσεως προαιρούμενός τε καὶ πιστευόμενος, ἐραστὴς τοῦ δικαίου..., πληρωτὴς εὐσεβείας ὡς καὶ θανάτου διὰ ταύτην καταφρονεῖν, παιδευτὴς ἡσυχίας ὡς πάντα τιθέναι δεύτερα τοῦ μόνως μόνῳ θεῷ διὰ τῆς ἐπιπόνου καὶ ἐμμόνου συγγίνεσθαι προσευχῆς».

ἱστορία τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ εἶναι σχετικῶς γνωστή, ἀλλ’ ἐπίσης εἶναι γνωστὴ καὶ ἡ ἀπείθια τῶν συγχρόνων Ἐπισκόπων καὶ ποιμένων νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση ποὺ ὁ Ἅγιος ἐφάρμοσε καὶ ἐμπράκτως δίδαξε.
Ὁ Λέων Γ΄ ὁ Ἴσαυρος ἐπεχείρησε νὰ καταργήσει τὴν Παράδοση περὶ τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Πρὶν ὅμως «ἐπέμβει εἰς τὸ ζήτημα τῶν Εἰκόνων» ἀντελήφθη ὅτι τὶς θέσεις του «συνεμερίζοντο καὶ πολλοὶ κληρικοί». Μάλιστα «τρεῖς ἐπίσκοποι τῆς Μ. Ἀσίας ἐξεδηλώθησαν ἀνεπιφυλάκτως ὑπὲρ τῶν θέσεών του» (Φειδᾶς Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Πανεπιστημιακαὶ Παραδόσεις, 1973, σελ. 20).
 Πρὸς ἐπιβολὴ τῶν θέσεών του ἐπεχείρησε νὰ προσεταιρισθεῖ ὅσους ἠδύνατο ἀπὸ τοὺς ἀνώτατους ἄρχοντες καὶ ἀπὸ τὸν κλῆρον, ἀπειλώντας μὲ διώξεις καὶ τιμωρεῖες ὅσους δὲν δέχονταν τὶς κακόδοξες θέσεις του.
Ὁ Πατριάρχης Γερμανὸς βέβαια, «ἀπέκρουσε τὰς θέσεις τοῦ Λέοντος... καὶ ἠναγκάσθη νὰ παραιτηθῇ, ἀλλὰ συγχρόνως ἀπεδοκίμασε τὴν βασιλικὴν παρέμβασιν εἰς ζητήματα πίστεως» (ὅπ. παρ., σελ. 21-22).
Δὲν θέλησε νὰ παραμείνει στὸν θρόνο ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι τὸ κάνει κατ’ Οἰκονομίαν, ἀνεχόμενος τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Λέοντος καὶ ὅσων τὶς εἶχαν ἀποδεχθεῖ, μὲ σκόπο νὰ προσφέρει τάχα στὸν λαὸ πνευματικὸ ἔργο, ὅπως κάνουν οἱ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι! Διότι ἡ παραμονὴ στὸν Πατριαρχικὸν θρόνο, χωρὶς τὴν καταγγελία

Η αποτείχιση των λαϊκών απο τους αιρετικούς ποιμένες






(Τοῦ Ἱερομόναχου Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ)



Στίς ἡμέρες μας ὅλα σχεδόν, ὅσα ἔχουν σχέσι μέ τήν πίστι καί τήν Παράδοσί μας καί, εἰδικά, τά καθήκοντά μας καί ἡ στάσι μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς καί στούς αἱρετικά φρονοῦντας, ἔχουν τεθῆ ὑπό ἀμφισβήτησι, σέ σημεῖο νά χαράσσεται πλέον ἄλλη Παράδοσις καί νά διδάσκεται ἐπισήμως καί ἀπό τούς ἀνησυχοῦντας συνειδητούς Ὀρθοδόξους ἀντίθετος διδασκαλία, ἡ ὁποία σαφῶς προσκρούει στήν Ἁγ. Γραφή καί τήν Ὀρθόδοξο διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας· διὰ τοῦτο θά ἤθελα νά καταθέσω ἐπί τοῦ θέματος τούτου τίς σκέψεις μου, οἱ ὁποῖες ἴσως συντείνουν στήν ἀνίχνευση τῆς ἀληθείας καί τῆς ἀληθινῆς στάσεώς μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς μας, ἤ ἔστω προβληματίσουν τούς συνειδητούς Ὀρθοδόξους γιά τό δέον γενέσθαι καί γιά τό διατί μέχρι σήμερα δέν κατεπολεμήθη ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εὐστόχως ἐχαρακτηρίσθη ὡς Παναίρεσις.
Νομίζω κατ’ ἀρχάς ὅτι τά καθήκοντά μας ἐν καιρῷ αἱρέσεως θά πρέπει νά εἶναι τελείως γνωστά καί ξεκαθαρισμένα, ὅπως τά καθήκοντα τοῦ στρατιώτη τά τοῦ στρατοῦ ἐν καιρῷ πολέμου, τήν στιγμή μάλιστα πού στήν προκειμένη περίπτωσι δέν τίθεται σε κίνδυνο ἡ πατρίδα μας, ἡ οἰκογένειά μας ἤ ὁ,τιδήποτε ὑλικό, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας καί ἡ σωτηρία μας.
Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ἤδη ὑπάρχει ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς ἀληθινῆς πίστεως –καί μάλιστα οἱ ἐχθροί εὑρίσκονται κατά κοινήν ὁμολογία ἐντός τῶν τειχῶν– ἐμεῖς κατά τό δή λεγόμενο ψαχνόμαστε, ἐπειδή δέν γνωρίζομε τά καθήκοντά μας, τόν τρόπο ἀμύνης καί ὑπερασπίσεως τῆς πίστεως, αὐτό, ἀφ’ ἑνός μέν βοηθᾶ ἀφάνταστα τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως διά τήν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, ἀφ’ ἑτέρου μᾶς καθιστᾶ καί μᾶς ἀποδεικνύει ἀνίκανους καί ἀνάξιους ὑπερασπιστάς τῆς πίστεως καί, φυσικά, ὑπόλογους ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, διά θανάσιμη ἀδιαφορία καί ἄγνοια.
Εἰς τό συγκεκριμένο θέμα τῆς ἀποτειχίσεως τῶν λαϊκῶν ἀπό τους αἱρετικούς ποιμένες, ἔχουν κατά καιρούς ἀκουστῆ διάφορες ἀπόψεις, ὅπως τό ὅτι οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται ἀλλά οἱ κληρικοί, ὅτι ὁ 15ος Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὁμιλεῖ διά τήν ἀποτείχισι μόνο τῶν κληρικῶν, ὅτι πρέπει πρῶτα νά ἀποτειχισθοῦν οἱ κληρικοί καί μετά νά ἀκολουθήσουν οἱ λαϊκοί καί –βεβαίως– ὅτι, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ἰσχύει ὁ Δούρειος ἵππος τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, αὐτός ἰσχύει καί γιά τούς λαϊκούς καί ἄρα καί αὐτοί δέν ὑποχρεοῦνται εἰς ἀποτείχισι ἀπό τους αἱρετικούς ποιμένες, ἀλλά δύνανται χωρίς ἐπιπτώσεις πνευματικές καί κίνδυνο τῆς σωτηρίας των, νά ἀκολουθοῦν καί νά ἀναγνωρίζουν τούς αἱρετικούς ποιμένες, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Τό παράδοξο εἶναι, εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι, ὅτι οἱ ἀπόψεις αὐτές ταυτίζονται πλήρως καί διδάσκονται συγχρόνως ἀπό τους Οἰκουμενιστάς καί τούς Ἀντιοικουμενιστάς. Καί οἱ μέν Οἰκουμενιστές εὐλόγως διδάσκουν αὐτές τίς θεωρίες, διότι θέλουν ἥσυχο καί πειθαρχημένο τόν λαό καί γενικά τούς λαϊκούς στήν ἐξουσία των, προφανῶς διά νά ἐπιτύχουν τά σχέδιά των. Οἱ ἀντιοικουμενιστές ὅμως διδάσκοντες τίς ἴδιες θεωρίες μέ τους αἱρετικούς γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν λαϊκῶν, προδήλως ἐξυπηρετοῦν τά σχέδια τῶν αἱρετικῶν, δημιουργουν σύγχυσι στό ὀρθόδοξο μέτωπο καί ἀπολύουν τούς ἀγωνιστάς ἀπό τήν παράταξι τοῦ Κυρίου, διά τῆς ἀποστολῆς καί τῆς στρατολογήσεως αὐτῶν στήν παράταξι τῶν αἱρετικῶν.
Τά ἐπιχειρήματα τῶν διδασκόντων αὐτές τίς θεωρίες γιά τήν μή αποτείχισι τῶν λαϊκῶν ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί τήν κατ’ οὐσίαν ὑπαγωγή των εἰς τήν αἵρεσι, εἶναι ἁγιογραφικά καί πατερικά. Ἐδῶ χρησιμοποιεῖται ἡ ἀρχαία μέθοδος ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει το νόημα τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων καί, ἐνῶ αὐτά εἰπώθηκαν γιά ἄλλη ὑπόθεσι, ἐμεῖς τά ἐπιστρατεύομε καί τά ἐντάσσομε ἐκεῖ ὅπου μᾶς ἐξυπηρετεῖ.
Δηλαδή συγκεκριμένα, ἐνῶ αὐτά ἀναφέρονται στίς προσωπικές ἁμαρτίες τῶν ποιμένων, ἐμεῖς διδάσκομε ὅτι αὐτά ἀφοροῦν καί τά θέματα τῆς πίστεως. Τοιουτοτρόπως καταβιβάζουμε τά θέματα τῆς πίστεως καί τά ἐξομοιώνομε μέ ὅλες τίς ἄλλες προσωπικές ἁμαρτίες τῶν ποιμένων καί ἐπί πλέον δίδομε τό δικαίωμα εἰς τούς αἱρετικούς ποιμένες νά ὁδηγοῦν αὐτοβούλως καί αὐθαιρέτως τούς λαϊκούς, σύμφωνα μέ τίς αἱρετικές δοξασίες των.
Τέτοια χωρία εἶναι ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀπό τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή (13,17): «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο», καί κάποια χωρία τῶν Πατέρων πού ἀναφέρουν ὅτι τά μέλη τοῦ σώματος δέν πρέπει νά ἐπαναστατοῦν καί νά ἀντιστρατεύωνται κατά τῆς κεφαλῆς καί τά πρόβατα κατά τῶν ποιμένων.
Τό ὅτι αὐτά τά χωρία δέν ἀφοροῦν τά θέματα τῆς πίστεως, ἀλλά ὅλα τά ἄλλα προσωπικά ἁμαρτήματα τῶν ποιμένων, σαφῶς τό διδάσκουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί ἔτσι τοποθετοῦν τά πράγματα στή θέσι των καί μᾶς ἀποτρέπουν ἀπό κάθε παρερμηνεία. Ἐπειδή δέ κατ’ ἐπανάληψι τά ἔχομε ἀναφέρει, νομίζω ὅτι περιττεύει ἡ ἐδῶ παρουσίασί των.
Αὐτοί βεβαίως πού ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτά τά χωρία ἀφοροῦν καί τά θέματα τῆς πίστεως, δημιουργοῦν πλήρη σύγχυσι εἰς τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία, διότι παρουσιάζουν τήν ἴδια τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων ὄχι μόνο νά μήν εἶναι ὁμοιόμορφη, ἀλλά νά ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεσι, καί νά πολεμᾶ τήν μία διδασκαλία μέ μία ἄλλη, καί νά ἀναιρῆ αὐτό τό ὁποῖο ἰσχυρίζεται καί διδάσκει μέ κάποιο ἄλλο χωρίο.
Κατ’ ἀρχάς θά πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγ. Πατέρων διά τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν, δέν ξεχωρίζει τούς κληρικούς ἀπό τούς λαϊκούς, ἀλλά ἀντιθέτως ἀπευθύνεται ἐξ ἴσου πρός πάντας. Καί εἶναι φυσικό αὐτό, διότι δέν εἶναι δυνατόν, ἐφ’ ὅσον οἱ αἱρετικοί θεωροῦνται λύκοι μέ ἔνδυμα προβάτου καί φίδια φαρμακερά, τά ὁποῖα δηλητηριάζουν τόν καθένα, νά προστατεύωνται ἀπό τούς λύκους καί τά φίδια καί νά ἀποτειχίζωνται ἀπό αὐτούς μόνον οἱ κληρικοί, οἱ δε λαϊκοί νά παραμένουν ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς καί νά τούς ἀναγνωρίζουν ὡς εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Διαφορά ὑπάρχει μόνον ὡς πρός τόν καταλογισμό τῆς εὐθύνης κατά τό πατερικό λόγιο «δυνατοί δυνατόν ἐτασθήσονται» καί ἐπίσης «ἀπότομος κρίσις ἐν τοῖς ὑπερέχουσιν» καί ὄχι φυσικά ὡς πρός τήν γραμμή πορείας  τῶν λαϊκῶν καί τῶν κληρικῶν ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ἐδῶ μάλιστα πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι οἱ λαϊκοί κινδυνεύουν περισσότερο ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, διότι ἀφ’ ἑνός μέν λόγῳ τῆς θέσεώς των γίνονται εὐκολώτερα ἀποδέκτες τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου λόγῳ τῆς ἐλλείψεως γνώσεως –κατά γενικό κανόνα– πείθονται εὐκολώτερα στούς αἱρετικούς καί ἐκλαμβάνουν τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία. Αὐτό τό παρατηροῦμε καί στίς σύγχρονες αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες συνήθως θηρεύουν τούς ὀπαδούς των ἀπό καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔχουν ἄγνοια εἰς τά θέματα τῆς πίστεως καί πείθονται εὔκολα σέ κάθε αἱρετική διδασκαλία, ὅπως π.χ. συμβάνει μέ τούς Οὐνίτες, τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ κλπ.
Ὡς ἐκ τούτου εἶναι αὐτονόητο ὅτι τά ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα ἀπευθύνονται στούς λαϊκούς καί ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποτείχισί των ἀπό τούς αἱρετικούς (ὅπως π.χ. Γαλ. 1, 8-9 καί Β΄ Ἰωαν. 10-11) ἀπευθύνονται ἐξ ἴσου καί στούς κληρικούς καί ποιμένες, καί αὐτά πάλι πού ἀπευθύνοται εἰς τούς ποιμένες (ὅπως π.χ. Τιτ. 3, 10-11) ἀπευθύνονται ἐξ ἴσου καί στούς λαϊκούς. Οἱ Ἅγιοι ἐπίσης, οἱ ὁποῖοι διδάσκουν τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες (π.χ. Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσόστομος, Μ. Φώτιος, Ἅγ. Ἀθανάσιος κλπ.) ὁμιλοῦν πάντοτε καί ἀπευθύνονται σέ λαϊκούς, διότι οἱ ὁμιλίες των ἐγίνοντο εἰς τούς ναούς διά τήν κατήχησι τοῦ λαοῦ.
Στήν ἴδια συνάφεια εὑρίσκονται οἱ Κανόνες 31ος τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων καί 15ος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται εἰς τήν ἀποτείχισι τῶν κληρικῶν, πλήν ὅμως ἀφοροῦν ἐξ ἴσου καί τούς λαϊκούς, διότι ὁ κίνδυνος δι’ αὐτούς, ὅπως προανεφέρθη, εἶναι μεγαλύτερος καί αὐτοί εἶναι περισσότερο ἐκτεθειμένοι στήν αἱρετική λαίλαπα καί πλέον, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς των, εὐάλωτοι.
Θά ἀναφέρωμεν ἐν συνεχείᾳ πρός περισσοτέραν κατανόησιν, καί δή τῆς πρακτικῆς πλευρᾶς τοῦ θέματος, κάποια παραδείγματα ἀπό τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἰς τόν συντακτήριο λόγο του, ἐνώπιον τῶν ἑκατόν πενῆντα Ἐπισκόπων τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, περιγράφει θαυμάσια τήν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν στήν Κων/πολι καί πῶς αὐτός εὑρῆκε τούς Ὀρθοδόξους, ὅταν προσεκαλέσθη πρός βοήθειά των:
«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διερριμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν· οἷον ἐκεῖνο τὸ ποίμνιον, ὃ λέοντες ἐξῶσαν, ἢ ζάλη διέλυσεν, ἢ σκοτόμαινα διεσκέδασεν» (ΕΠΕ 2, 240, 21).
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι οἱ λαϊκοί εἶχαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη καί τό ὑπόλοιπο ἱερατεῖο καί ἦσαν «ἀσύντακτοι καί ἀνεπίσκοποι». Δέν εἶχαν ὅπως φαίνεται ναούς καί λειτουργική ζωή καί προσέτι ὑφίσταντο διωγμούς καί καταπιέσεις προκειμένου νά ὑποκύψουν εἰς τήν αἵρεσι. Τήν Ὀρθοδοξία καί τήν παραμονή των εἰς τήν Ἐκκλησία, δέν τήν ἐξαρτοῦσαν ἀπό τήν ἐνσωμάτωσί των εἰς τόν αἱρετικό Πατριάρχη καί τό ὑπόλοιπο ἱερατεῖο, ἀλλά ἀπεναντίας ἀπό τήν δι’ ἔργων καί λόγων κατοχή τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί εἰδικά ἀπό τήν ἀποτείχισί των ἀπό τούς αἱρετικούς.
  Ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, ἐπίσης, μᾶς περιγράφει ἐξ ἴσου ὡραῖα καί μέ σαφήνεια τήν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν, ὅταν γιά πρώτη φορά ἐντός τοῦ ναοῦ ἀκούστηκε ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία ἀνεφέρετο εἰς τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου: «καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἐκδρομή· οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν, τὰ δὲ μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτ οὓς ἀπὸ τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα» (PG 77, 81Β).
Ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι ὅτι εἰς τήν αἵρεσι αὐτή τοῦ Νεστορίου πρῶτοι ἀποτειχίστηκαν οἱ λαϊκοί, χωρίς ὁδηγούς εἰς αὐτήν τούς ποιμένες, χωρίς προσυνεννόησι καί ὀργάνωσι, χωρίς εὐλογίες ἀπό τούς πνευματικούς καί χωρίς ἐξασφάλισι τῶν μυστηρίων.
Θά ἀναφερθοῦμε, ἐν τέλει, εἰς τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τήν ἀποτείχισι τῶν λαϊκῶν ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἀλλὰ καὶ ἀντιθέτως, εἰς τὴν περίπτωσι ἐκείνων τῶν λαϊκῶν ποὺ συμμετεῖχαν εἰς τήν αἵρεσι· διδασκαλία ποὺ εἶναι πλήρως ἐνηρμονισμένη μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν διαχρονική, ἐπί τοῦ θέματος τούτου, Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τόν Πατριάρχη Νικηφόρο κατά τήν περίοδο τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως ἀκροτελεύτεια ὁ ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἀλλ' ἐλέησον, ὁ ποιμήν ὁ καλός, ἀλλά βοήθησον, ὁ ἰατρός ὁ ἐπιστήμων, τῇ ποίμνῃ σου τά πρόβατά σου, τάς Ἐκκλησίας σου, τρόποις σοφίας σου, λόγοις συνέσεώς σου, φαρμάκοις ἰατρείας σου· τό ἕν πρόβατον ἀπεῖρξαι μόνης τῆς ἱερουργίας, καί τά ὅλα κερδῆσαι· καί μή τῇ τοῦ ἑνός ψώρᾳ λυμανθῆναι τήν Ἐκκλησίαν, ἥν περιεποιήσατο ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν τῷ οἰκείῳ αἵματι» (Φατ. 25,70,83).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος δηλώνει σαφῶς τήν συμμετοχή πάντων, λαϊκῶν καί κληρικῶν εἰς τήν αἵρεσι καί τήν βλάβη πού προέρχεται ἀπό αὐτήν, τήν ὁποία παρομοιάζει μέ τήν ψώρα πού προσβάλλει ὅλο τό σῶμα. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ τήν λέξι «λυμαίνομαι», πού σημαίνει καταστρέφω, κακοποιῶ.
Εἰς ἄλλην ἐπιστολή του, πάλι ἀπό τήν ἴδια χρονική περίοδο, ὁ ὅσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «καί εἰ φίλοι κατά θεόν, πῶς τῇ κοινωνίᾳ τῶν ἑτεροδόξων κοινωνοῦντες; οὐ γάρ φίλοι οἱ τοιοῦτοι ἀληθινοί καί πιστοί» (Φατ. 48, 137, 246). Ἐδῶ ὁ ὅσιος δηλώνει σαφῶς ὅτι οἱ ἀληθινοί καί πιστοί φίλοι τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς ἑτεροδόξους. Ἑτερόδοξοι ἐδῶ ἐννοοῦνται οἱ ἔχοντες τήν μοιχειανική αἵρεσι, ἡ ὁποία βεβαίως μπροστά στόν Οἰκουμενισμό θεωρεῖται ὡς μία παρονυχίδα. Ἡ ἀναφορά τοῦ ὁσίου γίνεται σέ κληρικούς καί λαϊκούς γενικῶς.
Εἰς ἐπιστολήν του ἐπίσης πρός τήν εἰκονομαχική Σύνοδο τοῦ 815, ὡς ἐκ προσώπου πάντων τῶν Ὁμολογητῶν Πατέρων, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Αὕτη ἡ εὐαγγελική ἡμῶν πίστις τῶν ἁμαρτωλῶν αὕτη ἡ ἀποστολική ἡμῶν ὁμολογία τῶν εὐτελῶν, εἰ δ' οὖν, ἡ πατροπαράδοτος ἡμῶν θρησκεία τῶν ἐλαχίστων, παρά ταύτην οὐχ ὅτι ὁ τίσδε καί τίσδε τῶν νῦν ἤ τῶν πάλαι, ἀλλ'οὐδ' εἰ Πέτρος καί Παῦλος (εἴπωμεν γάρ τά ἀνένδετα ὡς ἐνδεχόμενα) οὐδ' ἄν ἐξ αὐτῶν ἥκῃ τῶν οὐρανῶν δογματίζων καί εὐαγγελιζόμενος, δυνάμεθα αὐτόν κοινωνόν προσήκασθαι, ὡς μή στοιχοῦντα τῇ ὑγιαινούσῃς τῆς πίστεως διδασκαλίᾳ» (Φατ. 71, 191, 61). Ἐδῶ ὁ ὅσιος δηλώνει σαφῶς ὅτι δέν δύναται νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικῶς μέ οἱονδήποτε δέν φέρει καί ὁμολογεῖ τήν «ὑγιαίνουσα τῆς πίστεως διδασκαλία».
Εἰς ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἔχει παραλήπτη λαϊκό Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ὁ ὅσιος ἀκροτελεύτεια ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πληθυνθείη σοι πάντα τά καλά πνευματικῶς τε καί σωματικῶς, φυλαχθείης μοι ἀσινής κατά σώματος ὑγίειαν καί γε κατά ψυχήν ἐξ ἀκοινωνησίας τῶν χριστομάχων αἱρετικῶν» (Φατ. 88, 209, 18). Ἐδῶ ὁ ὅσιος προτρέπει τόν λαϊκό χριστιανό νά μήν ἔχη καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς εἰκονομάχους.
Εἰς ἄλλην ἐπιστολή, πού ἀπευθύνεται πάλι σε λαϊκό, ὁ ὅσιος συμβουλεύει πάλι τήν τελεία ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἄθεο ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς: «Διὸ παρακαλῶ σου τὴν θεοφιλίαν φυλάττεσθαι τῆς ἀθέου κοινωνίας τῶν αἱρετιζόντων χεῖράς τε ὀρέγειν, καθ' ὅσον οἷόν τε, τοῖς ἀπολλομένοις, ἀλλὰ γὰρ καὶ τοῖς εὐσεβέσιν, ὅπερ σοι καὶ σύνηθες ποιεῖν πάντοτε, ἔργῳ, λόγῳ, ὅτι περὶ ψυχῆς τῆς ἀθανάτου τὸ κινδυνευόμενον. ἂν οὕτω ποιῇς, οἶδ' ὅτι καὶ θεός σοι εἰς ἀσφάλειαν κινδύνου ἔσται ἐπίκουρος, ἀποδιδούς μοι τὴν εὐχήν σου» (Φατ. 94, 215, 20).
Εἰς ἐπιστολή του ἡ ὁποία ἐστάλη εἰς τόν Δομέστικο Πολιτιανό, ὁ ὅσιος πάλι δίδει τίς ἴδιες συμβουλές καί τόν ἐπαινεῖ διότι δέν ἐπικοινωνοῦν οἰκογενειακῶς μέ τους εἰκονομάχους: «διὰ τοῦτο, ὡς μανθάνω, καὶ φυλάττεις ἑαυτὸν ἐκ τῆς κοινωνίας τῶν ἀνόμων, καὶ φυλαχθείης ἔτι ὑπὸ Κυρίου σὺν τῇ καλλίστῃ σου ὁμοζύγῳ καὶ τέκνοις εὐγενεστάτοις· τῶν γὰρ εὐγενῶν σύ, Χριστὸν φιλῶν καὶ ὑπὸ Χριστοῦ καταγόμενος» (Φατ. 95, 216, 10).
Σε πολλές ἐπιστολές ὁ ὅσιος, ἀφ’ ἑνος μέν συμβουλεύει νά ἀπέχουν οἱ λαϊκοί ἀπό κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀφ’ ἑτέρου τούς ἐπαινεῖ ὅταν γνωρίζει ὅτι αὐτό τό πράττουν. Τήν ἐπικοινωνία αὐτήν τήν θεωρεῖ ψυχοκτόνο καί χαρακτηριστική καί καθοριστική γιά τήν θέσι κάθε Ὀρθοδόξου.
Εἰς ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀρκάδιο, τόν ἐπαινεῖ διότι ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἐζοῦσε μόνος εἰς τά ὄρη καί τά δάση, ἐπειδή ὁ ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι μοναχοί ἐπρόδωσαν τήν ἀλήθεια καί ἐδέχθηκαν τήν εἰκονομαχία: «Ἤκουσταί μοι πῶς ἄριστα διέθου τὰ κατὰ σέ, ἀδελφὲ ἠγαπημένε, καὶ ἐδόξασα τὸν θεόν· τί τοῦτο; ὅτι οὐ συναπήχθης τοῖς προδεδωκόσι τὴν ἀλήθειαν διὰ τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας, κἂν εἰς καθηγητῶν εἶεν τάξιν, ἀλλ' ἑαυτὸν ἀπορρήξας τῆς θεοχωρίστου συναφείας ἐναπεκρύβης ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις διαιτώμενος σὺν ὑπηρέταις, μᾶλλον ἑλόμενος κακουχεῖσθαι καὶ ταλαιπωρεῖσθαι ἢ διὰ πρόσκαιρον ἡδονὴν πρόεσθαι τὴν αἰώνιον ζωήν, ἔχων καθηγητὴν καὶ διδάσκαλον Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν, ὑπὲρ οὗ καὶ τὸ πάσχειν» (Φατ. 202, 324, 2). Οἱ μοναχοί ὡς γνωστόν δέν ἀνήκουν εἰς τήν τάξι τῶν ἀξιωματούχων καί κληρικῶν ἀλλά εἶναι ἀφιερωμένοι καί πλησίον τοῦ βασιλέως Χριστοῦ στρατιῶτες.
Εἰς ἐπιστολή του τέλος πρός κάποια Σπαθαρία, τῆς ὁποίας δέν ἀναφέρει τό ὄνομα, ὁ ὅσιος τήν ἐπαινεῖ διότι δέν ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μέ τους αἱρετικούς καί διότι φιλοξενεῖ καί βοηθᾶ, μαζί μέ τόν σύζυγό της, παντοιοτρόπως τούς δεδιωγμένους Πατέρας: «ὅθεν, ὡς μανθάνω, καὶ φυλάττεις ἑαυτὴν ἀμέθεκτον τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας. χάρις τῷ θεῷ ἐπὶ τῇ σεμνοπρεπείᾳ σου. τοῦ καλοῦ δὴ ἐκείνου ἀνθρώπου καὶ πᾶσιν ἐπιποθήτου σύμβιος ἡ κυρία μου· ἀγαθὸς ἀνήρ, γνώριμος ἡμῖν πάλαι. ὑμεῖς ἐξ ἀρχῆς καὶ φιλομόναχοι καὶ θεραπευταὶ τῶν ἐνδεῶν, ὥσπερ καὶ τανῦν· καὶ γὰρ ξενοδοχεῖσθαι πύθομαι παρὰ τῇ εὐλογημένῃ σου ἑστίᾳ καὶ Λιτόιον, τὸν ἡμέτερον υἱόν· τοὺς γὰρ ἄλλους αὐτὴ οἶσθα, οὓς καὶ περιέπεις» (Φατ. 228, 361, 5).
Διά τήν ἐπικοινωνία τῶν λαϊκῶν μέ τους αἱρετικούς, ὁ ὅσιος ἔθετε ἀνάλογα ἐπιτίμια ὅταν αὐτοί ἐμετανόουν καί ἐζητοῦσαν τήν γνώμη του. Εἰς ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἀλλά καί σε ἄλλες ἐπιστολές ἀναφέρει αὐτά τά ἐπιτίμια: «Ἐάν ὀρθόδοξος διαβληθείς ὡς μή κοινωνῶν, ποιήσῃ σταυρόν, ὅτι Κοινωνῶ· μηδέν ἕτερον πολυπραγμονηθείς παρά τῶν αἱρετικῶν· αὐτοῦ δέ ἔχοντος κρύβδην τῷ λογισμῶ· ὅτι περ ἐξ ὀρθοδόξου κοινωνῶν εἰμι· οὐκ οἰκονομία τό τοιοῦτον, ἀλλά προδοσία τῆς ἀληθείας. Τό ἐπιτίμιον ἡμισευμένον πρός τόν ὁλοτρόπως τῇ αἱρέσει κοινωνήσαντα. Πόσον δέ τό τοιοῦτον ἤδη προερωτηθείς καί ἀποκριθείς, περιττόν ἐστι δίς τά αὐτά ἐπανακυκλεῖν.
Ἐάν τις πρός πληροφορίαν τῶν ἀσεβῶν ἐπ’ ὄψεσιν αὐτῶν ἐνεγκόν κρυπταζόμενον πρεσβύτερον κατά τό τῆς ὀρθοδοξίας δόγμα, καί μηδέ ἀναφέροντα αἱρετικόν· καί πρός αὐτοῦ μεθέξοι τῶν ἁγιασμάτων· καί οὗτος ὡς προδότης τῆς ἀληθείας, τό ἐπιτίμιον ἐχέτω ἐνιαυτόν ἀποχήν τῶν ἁγιασμάτων.
Ἐάν τις ὀμόσας μή προσκυνεῖν θείαν εἰκόνα, μήτ’ αὖ δέξασθαι ὀρθόδοξον μονάζοντα· μετά τήν ὁρκωμοσίαν εἰδώς τό πταῖσμα, μετανοῇ, καί προσκυνῇ κρυπτῶς· βαρύ τό πτῶμα· ἤδη ἔξαρνος ἐγένετο Χριστοῦ, τῆς τε Θεοτόκου, καί τῶν ἁγίων· τριετῆ χρόνον εἰργέσθω τῶν ἁγιασμάτων, σύν πολλῇ φιλανθρωπίᾳ.
Ἐάν τις χρίσειεν δεδοικώς εἰκόνα Χριστοῦ, ἤ τινος τῶν ἁγίων· ἐνιαυτόν εἰργέσθω τῆς κοινωνίας» (Φατ. 384, 532, 19).
Ἀπό ὅλα αὐτά, γίνεται φανερό ὅτι καί οἱ λαϊκοί, ἀναλόγως τῆς θέσεώς των, συμμετέχουν εἰς τήν αἵρεσι, ὅταν δέν ἀποτειχίζονται καί, βεβαίως, ἔχουν ἀνάλογον εὐθύνη. Ἄλλωστε οἱ λαϊκοί θεωροῦνται ὡς τό τελευταῖο κάστρο καί προπύργιο, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά πέση, εἶναι αὐτοί πού κρίνουν καί ἀπορρίπτουν καί Οἰκουμενικές Συνόδους, ὅπως αὐτή τῆς Φερράρας–Φλωρεντίας καί εἶναι αὐτοί πού ἀπό τήν συμφωνία των καί συγκατάθεσί των ἐξαρτῶνται τά πάντα εἰς τήν Ἐκκλησία, ἀπό τήν ἐκλογή τῶν ποιμένων μέχρι τήν δογματική τοποθέτησι ἐπί παντός θεολογικοῦ θέματος. Αὐτό διατρανώνεται σαφέστατα εἰς τήν Πανορθόδοξο Σύνοδο τοῦ 1848 ὡς ἑξῆς: «Παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καὶ ὁμοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ».

Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Ἱερομόναχος

Μὲ βάση τὶς ἐρωταποκρίσεις Ἁγ. Ἀναστασίου Σιναΐτου




ΣΥΜΦΩΝΙΑ  ΠΑΤΕΡΩΝ   καὶ

 ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ  ΓΕΡΟΝΤΩΝ


Στοὺς ἐσχατολογικοὺς καιρούς μας, ἡ προσοχὴ καὶ
ἡ ἐν πάσῃ ἐγρήγορση τῶν πιστῶν χριστιανῶν, εἶναι ὅσο ποτὲ ἄλλοτε ἐπιβεβλημένη. Πρὸς τοῦτο μᾶς βοηθοῦν (ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ) ἡ διδασκαλία τῶν Αγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τὰ κείμενα τῶν ὁποίων κατὰ προτεραιότητα πρέπει νὰ συμβουλευόμαστε. Διότι πολλοὶ γέροντες (διακριτικοὶ καὶ θαυματοποιοὶ ἢ μή) ἔχουν ἐμφανισθεῖ, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους χαράσσει τὴ δική του γραμμή, προβάλλοντας ὅ,τι τὸν βολεύει ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Καὶ ὅταν ὑπάρχουν πολλὲς «γραμμές», εἶναι ἀναμενόμενο, ἀφ’ ἑνὸς νὰ ἐπικρατεῖ σύγχυση στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ ποιά «γραμμὴ» πρέπει νὰ ἀκολουθήσουν, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὑπάρχει κίνδυνος νὰ παραθεωρεῖται ἡ «συμφωνία τῶν Πατέρων» (consensus patrum) καὶ ὁ κάθε πιστὸς νὰ ἀγκιστρώνεται –κατὰ τὸ πῶς τὸν βολεύει– στὴν γνώμη καὶ τὴ «διάκριση» τοῦ δικοῦ του γέροντα.
Τὸ παρακάτω κείμενο τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου, μᾶς δίνει τὸ μέτρο.


Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου

Ἐρώτηση Κ΄:
Ἐκ ποίας δυνάμεως οἱ τὰ ἐναντία φρονοῦντες [καὶ πράττοντες] προφητεύουσι πολλάκις καὶ θαυματουργοῦσιν;
Ἀπάντηση:
Τὰ σημεῖα, καὶ αἱ θαυματουργίαι, καὶ αἱ προρρήσεις, πολλάκις καὶ δι’ ἀναξίων κατά τινα χρείαν ἢ οἰκονομίαν γίνονται, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Βαλαὰμ καὶ τῆς ἐγγαστριμύθου. Καὶ πάλιν, οἱ ἀπόστολοι, εὑρόντες τινα ἄπιστον, «ἐν τῷ ὀνόματι Χριστοῦ ἐκβάλλοντα δαιμόνια», καὶ κωλύσαντες αὐτόν, εἶπον τῷ Χριστῷ καὶ εἶπε· «Μὴ κωλύετε αὐτόν· ὁ μὴ ὢν γὰρ καθ’ ὑμῶν, φηδίν, μεθ’ ὑμῶν ἐστι». Οὐκοῦν ὁπόταν ἴδῃς, καὶ δι’ αἱρετικῶν, καὶ διὰ πιστῶν, σημεῖόν τι, κατὰ κρῖμα Θεοῦ γινόμενον, μὴ θαμβηθῇς, μηδὲ σαλευθῇς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Πολλάκις γὰρ καὶ ἡ πίστις τοῦ προσερχομένου ἐστίν, ἡ τὸ σημεῖον ποιήσασα καὶ οὐχ ἡ ἀξία τοῦ ποιήσαντος. Καὶ γὰρ Ἰωάννης, ὁ μείζων πάντων ἐν γενητοῖς γυναικῶν, οὐ φαίνεταί τι σημεῖόν πεποιηκώς· ὁ δὲ Ἰούδας πάντως πεποίηκε... Διὸ μὴ μέγα τι νομίσῃς, ἐάν τινα ἀνάξιον, ἢ κακόπιστον, σημεῖον ποιοῦντα θεωρήσῃς.
Οὐ δεῖ δὲ ὀρθόδοξον ἄνδρα ἀπὸ σημείων καὶ προφητειῶν δοκιμάζειν, ὅτι ἅγιός ἐστι, ἀλλὰ ἀπὸ τῆς πολιτείας αὐτοῦ. Πολλοὶ γὰρ πολλάκις οὐ μόνον ὀρθόδοξοι ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἄπιστοι σημεῖα ἐπετέλεσαν, καὶ προεφήτευσαν κατὰ τινας οἰκονομίας, ὡς εἴρηται, συγχωρηθέντες ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ὡς ἐπὶ τοῦ Βαλλαάμ, καὶ Σαούλ, καὶ Ναβουχοδονόσορ, καῖ Καϊάφα ἔστιν εὑρεῖν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐνεργῆσαι εἰς αὐτούς, ἀναξίους καὶ βεβήλους ὄντας δι’ αἰτίας εὐλόγους...
Αἱρετικὸς δὲ ποιῶν σημεῖα, ἢ προφητεύων, δῆλός ἐστιν, ὅτι ὑπὸ δαιμόνων ἐμπαίζεται, καίτοι νομίζει, ὅτι ἐκ Θεοῦ ἐνεργεῖσθαι αὐτῷ τὰ τοιαῦτα (P.G. 89, 517CD, 520C).
Διὰ τοῦτο τοίνυν οὐ δεῖ πᾶν σημειοφόρον (=θαυματουργόν) ὡς ἅγιον παραδέχεσθαι, ἀλλὰ δοκιμάζειν, κατὰ τὸν λέγοντα· Μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα, εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον... Καὶ γὰρ ὁ Ἀντίχριστος ἐρχόμενος, κατὰ συγχώρησιν Θεοῦ, ποιήσει, ὑπουργούντων αὐτῷ δαιμόνων πάμπολλα σημεῖα καὶ τέρατα ψεύδους, πρὸς ἀπώλειαν μὲν τῶν ἀπίστων, εἰς δοκίμιον δὲ τῶν πιστῶν (P.G. 89, 524Β).

ρθόδοξος Χριστιανικς γωνιστικς Σύλλογος
γιος Θεόδωρος Στουδίτης”»

Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

πατρός Ιεροθέου Βλάχου: Ασθένεια και νέκρωση της ψυχής (από το βιβλίο: Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία)



Μιλούμε συχνά στην Εκκλησία για την πτώση του ανθρώπου και τον θάνατο που ήρθε σαν αποτέλεσμα της πτώσεως. Προηγήθηκε ο πνευματικός θάνατος και ακολούθησε ο σωματικός. Η ψυχή έχασε την άκτιστη Χάρη του Θεού, ο νους έπαυσε να έχη σχέση με τον Θεό και εσκοτίσθη. Μετέδωσε δε αυτήν την σκότωση, την νέκρωση, και στο σώμα. 

Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη, το σώμα του ανθρώπου εκτίσθη άφθαρτον «οίον και αναστήσεται» και η ψυχή εκτίσθη απαθής. Και επειδή υπήρχε δια της αλληλοπεριχωρήσεως και της μεταδόσεως συνεκτικότατος δεσμός μεταξύ ψυχής και σώματος, γι’ αυτό εφθάρησαν αμφότερα, «η μεν τοις πάθεσι, μάλλον δε δαίμοσι ποιωθείσαι∙ το δε τοις αλόγοις κτήνεσιν εξομοιούμενον, τη της καταστάσεως ενεργεία και τη επικρατεία της φθοράς». Αφού διεφθάρησαν η ψυχή και το σώμα, «εν κτήνος άλογον και άνουν τω θυμώ και τη επιθυμία γενόμενον απετέλεσαν». Έτσι ο άνθρωπος, κατά τον λόγο της Γραφής, «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι και ωμοιώθη αυτοίς»[1]. Η ψυχή με την πτώση γέμισε από πάθη, το σώμα ομοιώθηκε με τα κτήνη. Ο άνθρωπος φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες της φθοράς και της θνητότητος και ομοιώθηκε με τα άλογα ζώα.

Αυτή η ασθένεια, η δέσμευση, η ακαθαρσία και η νέκρωση της ψυχής περιγράφεται θαυμάσια στα πατερικά έργα. Κάθε αμαρτία είναι επανάληψη της αμαρτίας του Αδάμ και με κάθε αμαρτία δοκιμάζουμε τον σκοτασμό και την νέκρωση της πεπτωκυίας ψυχής. Ας δούμε όμως λίγο αναλυτικότερα αυτές τις πτωτικές καταστάσεις της ψυχής.

Όταν ο άνθρωπος αφήνη ελεύθερες τις αισθήσεις και δια των αισθήσεων ο νους διαχέεται έξω από την καρδία, τότε έρχεται η δέσμευση της ψυχής. «Η λύσις των αισθήσεων, δεσμός γίνεται της ψυχής». Αυτή η δέσμευση ισοδυναμεί με τον σκοτασμό. Η δύση του ηλίου δημιουργεί την νύκτα. Και όταν ο Χριστός υποχωρήση από την ψυχή και καταλαμβάνει αυτήν ο σκοτασμός των παθών, τότε «και οι νοητοί θήρες αυτήν διασπαράττουσι»[2]. Η ψυχή περιπίπτει σε αδιαπέραστο σκότος και οι δαίμονες ενεργούν σ’ αυτήν. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε ασέληνον νύκτα.

Αυτό συνιστά και την ασθένεια της ψυχής. Ο όσιος Θαλάσσιος λέγει ότι ασθένεια της ψυχής είναι η έξη της κακίας, ενώ θάνατος η κατ’ ενέργειαν αμαρτία[3]. Ασθενούσα η ψυχή οδηγείται ολίγον κατ’ ολίγον στον θάνατο.

Η ασθένεια της ψυχής είναι στην πραγματικότητα η ακαθαρσία της ψυχής. Ακαθαρσία της ψυχής είναι το να μη ενεργή κατά φύσιν. Από αυτήν την κατάσταση δημιουργούνται μέσα στον νου οι εμπαθείς λογισμοί [4]. Ψυχή ακάθαρτη, κατά τον άγιο Μάξιμο, είναι μια ψυχή που είναι γεμάτη από λογισμούς και επιθυμίες και μίση[5].

Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ασθενεί η ψυχή και τελικά θανατούται. Ενώ η ψυχή δημιουργήθηκε από τον Θεό απλή και αγαθή, ευχαριστείται με τις προσβολές του διαβόλου και «απατωμένη προστρέχει, ως καλώ, τω χείρονι» και κατ’ αυτόν τον τρόπο αναμιγνύει, δια της φαντασίας, τους δικούς της λογισμούς με την προσβολή του δαίμονος. Και στην συνέχεια συγκατατίθεται και προσπαθεί δια του σώματος να διαπράξη «το οφθέν αυτή ανόμημα κατά διάνοιαν» και έρχεται στην κατάκρισή της[6].

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, παρουσιάζοντας χωρία της Γραφής, όπως του Αποστόλου Παύλου «όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι συνεζωοποίησε τω Χριστώ» (Εφεσ. Β’, 5), του Ευαγγελιστού Ιωάννου «έστιν αμαρτία προς θάνατον» (Α’ Ιω. ε’, 16) και τον λόγο του Χριστού προς Μαθητή Του «άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. η’, 22) λέγει ότι, καίτοι η ψυχή κατά Χάριν είναι αθάνατη, εν τούτοις «διαχεομένη και ταις ηδοναίς εαυτήν εφιείσα και σπαταλώσα, ζώσα τέθνηκε». Έτσι ερμηνεύει τον λόγο του Αποστόλου Παύλου ότι «η σπαταλώσα (χήρα) ζώσα τέθνηκε» (Α’ Τιμ. ε’, 6). Η ψυχή καίτοι ζη, εν τούτοις, επειδή δεν έχει την όντως ζωή που είναι η Χάρη του Θεού, είναι νεκρά[7]. Οι προπάτορες, όταν εξέστησαν από την μνήμη και θεωρία του Θεού και παρέβησαν την εντολή και συνεμάχησαν με το νεκρό του σατανά πνεύμα, εγυμνώθησαν από των «της άνωθεν αίγλης φωτεινών και ζωτικών ενδυμάτων νεκροί, φευ, ως ο σατάν και αυτοί κατά πνεύμα γεγόνασιν»[8]. Έτσι συμβαίνει πάντοτε. Όταν ο άνθρωπος συνδέεται με τον σατανά και κάνει τα δικά του θελήματα, τότε νεκρώνεται η ψυχή του, γιατί ο σατανάς όχι μόνον είναι νεκρό πνεύμα, αλλά και νεκρώνει τους εγγίζοντας αυτόν.

Όταν η ψυχή δεν ενεργή κατά φύσιν είναι νεκρά. «... Όταν μηδέν υγιές έχη, καν δοκή ζην, τέθνηκεν... Οίον, όταν μη επιμελήται αρετής, αλλά αρπάζη και παρανομή, πόθεν δύναμαι ειπείν ότι ψυχήν έχεις; Ότι βαδίζεις; Αλλά τούτο και των αλόγων. Αλλ’ ότι εσθίεις και πίνεις; Αλλά τούτο και των θηρίων. Αλλ’ ότι ορθός έστηκας επί δύο ποσί; Τούτό μοι μάλλον δείκνυσιν, ότι θηρίον ει ανθρωπόμορφον»[9].

Στην διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου ο νεκρός άνθρωπος λέγεται «σαρκικός» ή «ψυχικός». Στην προς Κορινθίους επιστολή του γράφει ότι «ψυχικός άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος του Θεού» (Α’ Κορ. β’, 14). Επίσης γράφει: «όπου γαρ εν υμίν ζήλος και έρις και διχοστασίαι, ουχί σαρκικοί εστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε;» (Α’ Κορ. γ’, 3). Κατά τον Καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη οι όροι «ψυχικός», «σαρκικός» και «κατά άνθρωπον περιπατείτε» έχουν την ίδια σημασία[10]. Σε άλλα σημεία της μελέτης του γράφει ότι «ο σαρκικός και ψυχικός άνθρωπος είναι όλος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, όστις στερείται της αφθαρτοποιού ενεργείας του Αγίου Πνεύματος»[11]. «Όταν ο άνθρωπος δεν ακολουθή το Πνεύμα, στερείται της ζωοποιού ενεργείας του Θεού και καθίσταται ψυχικός»[12]

Παραπομπές:
[1``]. Ο Θεός όταν με το ζωοποιό εμφύσημά του δημιούργησε την ψυχή λογική και νοερή, δνε την έκανε να έχει θυμό και επιθυμία κτηνώδη, αλλά της έβαλε δύναμη επιθυμίας και συνάμα ανδρεία να θέλγεται ερωτικά. Έτσι ούτε όταν έπλασε το σώμα, έβαλε σ' αυτό από τη αρχή θυμό και άλογη επιθυμία. Αυτά το σώμα τα προσέλαβε έπειτα, με την παρακοή, που έγινε θνητό και φθαρτό και κτηνώδες. Γιατί όπως λένε οι Θεολόγοι, το σώμα κτίσθηκε άφθαρτο, τέτοιο όπως και θα αναστηθεί, αν και ήταν επιδεκτικό φθοράς· όπως πάλι η ψυχή πλάσθηκε απαθής. Δέχθηκαν όμως και τα δύο τη φθορά, η ψυχή και το σώμα, και αναμίχθηκαν λόγω του φυσικότατου νόμου της μεταξύ τους περιχωρήσεως και μεταδόσεως. Και η ψυχή πήρε την ποιότητα των παθών ή μάλλον των δαιμόνων. Το σώμα εξομοιώθηκε με τα άλογα κτήνη από την επίδραση της καταστάσεως στην οποία έπεσε και από την επικράτηση της φθοράς. Και αφού οι δυνάμεις της ψυχής και του σώματος έγιναν ένα, αποτέλεσαν ένα κτήνος, άλογο και ανόητο λόγω του θυμού και της επιθυμίας. Και έτσι ο άνθρωπος εξισώθηκε με τα κτήνη, όπως λέει η Γραφή, κι έγινε όμοιος με αυτά με κάθε τρόπο. (Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, 137 ωφέλιμα κεφάλαια, κεφ. 82)  

[2].  Βλέπεις τους αγώνες και τα ακόλουθα βραβεία όσων ασκούνται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού; Προσπάθησε λοιπόν να κάνεις την κλήση πράξη. Και όπως μονώθηκες σωματικά και απέβαλλες και τα νοήματα των πραγμάτων και άλλαξες αμφίεση, γίνε και ξένος αποθέτοντας και τους λόγους και τους συγγενείς σου. Γιατί αν δεν σταματήσεις την περιπλάνηση στα εξωτερικά, δε θα ξεσηκωθείς εναντίον εκείνων που ενεδρεύουν μέσα σου. Αν δεν νικήσεις εκείνους που σε πολεμούν με τα φανερά, δεν μπορείς να κατατροπώσεις τους αόρατους εχθρούς.Όταν καταργήσεις τους εξωτερικούς περισπασμούς και αφήσεις τους εσωτερικούς λογισμούς, τότε διεγείρεται ο νους για τα έργα και τους λόγους του πνεύματος. Και αντί να έχεις συναναστροφή με συγγενείς και φίλους, εκτελείς τις αρετές. Και αντί να ασχολείσαι με τα μάταια λόγια που γεννά η κοσμική συναναστροφή, φωτίζει και συνετίζει την ψυχή η μελέτη και η φανέρωση των θεϊκών λόγων, που κινούνται μέσα στην διάνοια. Η απελευθέρωση την αισθήσεων γίνεται δέσμευση της ψυχής. Και η δέσμευση των αισθήσεων, χαρίζει ελευθερία στην ψυχή. Η δύση του ηλίου φέρνει τη νύχτα, Και ο Χριστός αποχωρεί  από την ψυχή και την κυριεύει το σκοτάδι των παθών και τα νοητά θηρία την κατασπαράζουν. Ανατέλει ο αισθητός ήλιος και τα θηρία μαζευονται στα σπήλαιά τους. Ανατέλει και ο Χριστός στο στερέωμα της προσευχόμενης διάνοιας, και φεύγει και χάνεται κάθε κοσμική συνήθεια, η αγάπη της σάρκας περνά και ο νους βαδίζει στο έργο του, δηλαδή στην μελέτη των θείων, "ως το βράδυ". Η έκφραση αυτή δε σημαίνει ότι η εργασία του πνευματικού νόμου περιορίζεται σε κάποιο χρονικό διάστημα ή ότι έχει ορισμένο μέτρο, αλλά ότι διαρκεί ώσπου να φτάσει το τέλος αυτής της ζωής, προκαλώντας την έξοδο της ψυχής από το σώμα. Αυτό ακριβώς φανέρωνε και ο προφήτης Δαβίδ με τα λόγια: "Πόσο αγάπησα το νόμο Σου Κύριε! Είναι η μελέτη μου όλη την ημέρα". Ημέρα εννοεί όλη την διάρκεια της ζωής αυτής. (Όσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Λόγος για την μοναχική ζωής, Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών).      

[3]. Ασθένεια της ψυχής είναι η έξη της κακίας και θάνατός της η έμπρακτη αμαρτία. (Όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος, β΄ εκατοντάδα κεφαλαίων περί αγάπης και εγκράτειας, κεφ. 89).  

[4]. Ακαθαρσία της ψυχής είναι το να μην ενεργεί κατά φύση. Απ' αυτό γεννιούνται στο νου οι εμπαθείς λογισμοί. Και ενεργεί κατά φύση, όταν οι παθητικές δυνάμεις της, δηλαδή ο θυμός και η επιθυμία, μένουν απαθείς κατά την προσβολή των πραγμάτων και των αντίστοιχων νοημάτων. (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, Γ΄εκατ. κεφαλαίων περι αγάπης, κεφ. 35)   

[5]. Ακάθαρτη είναι η ψυχή που είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, επιθυμίες και μίσος (α΄ εκατ. κεφαλαίων περί αγάπης, κεφ. 14).      

[6]. Το μικρό, δηλαδή το απονήρευτο παιδί, όταν βλέπει κάποιον που κάνει θεατρικά τεχνάσματα, ευχαριστείται και τον ακολουθεί από ακακία. Έτσι και η ψυχή μας, επειδή είναι απλή και αγαθή, γιατί έτσι πλάστηκε από τον αγαθό Κύριο, ευχαριστείται από τις προσβολές του διαβόλου που παριστάνει ψευδείς φαντασίες. Και έτσι εξαπατάται και τρέχει προς το κακό σαν να ήταν καλό, όπως η περιστέρα τρέχει πίσω από τον εχθρό των παιδιών της. Ανακατώνει η ψυχή τους λογισμούς της με τη φαντασία της δαιμονικής προσβολής, λ.χ. ένα πρόσωπο γυναίκας ωραίας, ή κάτι άλλο που απαγορεύεται τελείως από τις εντολές του Χριστού. Θέλει να κάνει πραγματικότητα ό,τι ωραίο είδε στην φαντασία της. Και τότε αφού δώσει τη συγκατάθεσή της, πραγματοποιεί και με το σώμα εκείνη την αμαρτία που είδε με το νου της, με συνέπεια την ίδια της την κατάκριση (Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, Προς τον Θεόδουλο, Λόγος περί νήψεως και αρτής χωρισμένος σε 203 κεφάλαια, κεφ. 43)

[7]. Κάποτες νεκρώνεται και η λογική ψυχή, κι ας έχει τη ζωή ως ουσία της }τούτο μας το δίδαξε ο μέγας Παύλος γράφοντας: "Η χήρα που ζει στη σπατάλη, έχει πεθάνει κι ας είναι ζωντανή"(Α΄Τιμ. 5,6).  Δεν είναι ανάρμοστο να υποθέσομε ότι τούτο το είπε και γι'αυτό που μιλάμε τώρα, δηλαδή για τη λογική ψυχή. Η ψυχή δηλαδή που έχασε τον Πνευματικό νυμφίο της, αν δεν έχει συστολή και πένθος και δε βαδίζει το στενό και γεμάτο θλίψεις δρόμο της μετάνοιας, αλλά είναι σε μια διάχυσηκαι σε μια παράδοση και σπατάλη του εαυτού της στις ηδονές, αυτή η ψυχή ενώ ζει (γιατί κατά την ουσία της είναι αθάνατη), έχει ωστόσο πεθάνει. Γιατί είναι δεκτική του χειρότρου θανάτου, όπως είναι και της καλύτερης ζωής. Αλλά κι αν ο Παύλος "χήρα" εννοεί αυτή που έχασε το σωματικό νυμφίο και ζει σπάταλα και σαρκικά, οπωσδήποτε εννοεί ότι έχει πεθάνει κατά την ψυχή. Ο ίδιος λέει αλλού: "Ενώ είμαστε νεκροί εξαιτίας των παραπτωμάτων μας, ο Θεός μας έδωσε ζωή μαζί με το Χριστό". Επίσης στο θάνατο της ψυχήςαναφέρεται και το ρητό: Είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο"(Α΄ Ιω. 5,16).  Αλλά και ο Κύριος που διέταξε κάποιον να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς(Ματθ. 8,22), οπωσδήποτε φανέρωσε ότι οι ενταφιαστές εκείνοι ήταν νεκροί κατά την ψυχή, επειδή ζούσαν σαρκικά.

[8]. Οι προπάτορες του ανθρωπίνου γένους, επειδή απομάκρυναν θεληματικά από τον εαυτό τους τη μνήμη και τη θεωρία του Θεού και αψήφησαν την εντολή Του και συμφώνησαν με το νεκρό πνεύμα του Σατανά και έφαγαν από το απογορευμένο δένδρο αντίθετα με τη θέληση του Δημιουργού, γυμνώθηκαν από τα φωτεινά και ζωηφόρα ενδύματα της ουράνιας λάμψεως κι έγιναν -αλλοίμονο -σαν τον σατανά και αυτοί νεκροί κατά το πνεύμα. Επειδή όμως ο Σατανάς δεν είναι μόνο νεκρό πνεύμα αλλά νεκρώνει κι εκείνους που τον πλησιάζουν, κι επειδή αυτοί που έγιναν μέτοχοι της νεκρώσεώς του, είχαν και σώμα, μέσω του οποίου ολοκληρώθηκε σε έργο η θανατηφόρα συμβουλή, μετέδωσαν -αλλοίμονο - και στα σώματά τους τα νεκρά και νεκροποιά εκείνα πνεύματα της νεκρώσεως. Και θα διαλυόταν αμέσως το ανθρώπινο σώμα και θα γύριζε στη γη από την οποία και είχε πλαστεί, αν δεν το συγκρατούσε η θεία πρόνοια και δύναμη, ώστενα περιμένει την απόφαση Εκείνου που ενεργεί τα πάντα με μόνο το λόγο Του, χωρίς την οποία τίποτε απ' όσα γίνονται, δεν μπορεί να γίνει. Κι αυτή η απόφαση παίρνεται πάντοτε με δικαιοσύνη. Γιατί, όπως λέει ο ιερός ψαλμωδός, ο Κύριος ειναι δίκαιος κι αγαπά τη δικαιοσύνη(Ψαλμ 10, 7).    

[9]. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, PG 61, 439 (προσεχώς θα αναρτηθεί το απόσπασμα)

[10], [11], [12]. Ιωάννου Ρωμανίδη, "Το Προπατορικό Αμάρτημα" 
 

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου: Νήψις - Προσευχή - Εξομολόγησις


Αγαπητά μου παιδιά,

Σήμερα θα πούμε ολίγα πράγματα για τη μεγάλη αρετή της νήψεως.

Όπως θα γνωρίζετε, η νήψις είναι πατερική διδασκαλία, είναι βίωμα των μεγάλων νηπτικών πατέρων της Εκκλησίας και δη της ερήμου. Η λέξη "νήψις" προέρχεται εκ του "νήφω" , που σημαίνει αγρυπνώ, φρουρώ, επισκοπώ, παρατηρώ, επιβλέπω, παρακολουθώ. Αυτά όλα οι Πατέρες τα συνοψίζουν σε μια αδιάλειπτη προσοχή του νοός.
Η νήψις εικονίζεται με την αξίνα, η οποία καταρρίπτει τα μεγάλα δένδρα χτυπώντας τη ρίζα τους. Κι όταν χτυπηθεί η ρίζα, δεν ξαναφυτρώνουν. Έτσι και όταν ο νους του ανθρώπου, του χριστιανού, έχει την προσοχή αυτή της νήψεως, φρουρεί την καρδιά και τις πέντε αισθήσεις, τόσον τις σωματικές όσον και τις πνευματικές, της ψυχής. Όταν ο νους νήφει, όταν προσέχει, όταν φρουρεί τα διανοήματα, τις σκέψεις, όταν ελέγχει την φαντασία, τότε όλος ο άνθρωπος ψυχοσωματικά διατηρείται καθαρός. Και όταν ο άνθρωπος δια της νήψεως και της εργασίας της πνευματικής καθίσταται καθαρός, οι προσευχές του έχουν παρρησία προς τον Θεό, διασχίζουν τον αιθέρα, ξεπερνούν τους αστέρας, διέρχονται τους ουρανούς και πλησιάζουν στον θείο θρόνο της χάριτος, όπου δέχονται τις ευλογίες του Θεού. Και ο άνθρωπος προσευχόμενος ούτως, πλουτίζει την κατά Θεόν χάριν.

Μας λέγουν οι νηπτικοί πατέρες ότι ένας λογισμός μάς ανεβάζει εις τον ουρανόν και ένας μας κατεβάζει εις την κόλασιν. "Εν τοις λογισμοίς μας βελτιούμεθα ή αχρειούμεθα". Δηλαδή ένας λογισμός, ο οποίος απρόσεκτα θα μας προσβάλλει, θα μας δηλητηριάσει, θα μας ηδονίσει, μπορεί να μας καταστήσει αξίους για την κόλαση. Ένας λογισμός θεϊκός, ένας λογισμός αυταπαρνήσεως, ένας λογισμός ανδρείας, ένας λογισμός προσευχής και θεωρίας, μας αξιώνει να πλησιάσουμε τον Θείο Θρόνο και να γευθούμε πράγματα ουράνια. Από τους λογισμούς ή θα γίνουμε ακάθαρτοι ή θα γίνουμε καλύτεροι. Η αρχή των αμαρτημάτων ξεκινά από τους λογισμούς.

Οι λογισμοί πηγάζουν από τις πέντε αισθήσεις, τόσον τις πνευματικές, όσον και τις σωματικές. Όταν αφήσουμε την αίσθηση των οφθαλμών ανεξέλεγκτη και βλέπει ο,τιδήποτε απρόσεκτα, αυτή η απροσεξία θα γεννήσει μια σωρεία από εικόνες βρώμικες και αμαρτωλές. Αυτές οι εικόνες αφού εισαχθούν στο φανταστικό, μετά στάζουν δηλητήριο αμαρτωλής ηδονής μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή η ηδονή είναι το δηλητήριο, με το οποίον δηλητηριάζεται η καρδιά και γίνεται τότε ακάθαρτη και ένοχη εμπρός εις τον ακοίμητον οφθαλμόν του Θεού.

Όπως η αίσθησις των οφθαλμών, έτσι είναι και της αφής, έτσι είναι και της γεύσεως και της ακοής και της οσφρήσεως. Και έτσι οι πέντε αισθήσεις δημιουργούν ανάλογες αμαρτωλές εικόνες, οι οποίες καθιστούν τον άνθρωπο ακάθαρτο ενώπιον του Θεού. Εδώ έγκειται όλη η φιλοσοφία του πνεύματος.

Όλα τα κηρύγματα είναι ωφέλιμα. Γιατί όπως ακριβώς, όταν κλαδεύεται ένα δένδρο που είναι αρρωστημένο, καθαρίζεται, έτσι και ο λόγος του Θεού βοηθεί στη μείωση ενός πάθους. Η διδασκαλία όμως των πατέρων περί της νήψεως ενεργεί ριζικά την κάθαρση από το πάθος. Όταν η αξίνη, όταν ο πελεκυς κτυπήσει την ρίζα, όλο το δένδρο πίπτει κάτω, ξηραίνεται και απόλλυται. Έτσι και όταν η νήψις πάρει θέση στην ζωή του χριστιανού, ένα - ένα δένδρο εμπαθείας πίπτει, ξηραίνεται και έτσι συν των χρόνω, ο παλαιός άνθρωπος, ο άνθρωπος της αμαρτίας και της εμπαθείας, ο χοϊκός Αδάμ ελευθερώνεται και γίνεται "καινός άνθρωπος". Γι' αυτό η νηπτική εργασία μας ελευθερώνει ρισικά από το κακό. Εδώ λοιπόν πρέπει να δώσουμε προσοχή στην ζωή μας. Αν θέλουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, να φροντίσουμε να πλουτήσουμε τον νου μας με την επιμέλεια της νήψεως.

Ένα μέρος της νήψεως είναι και η νοερά προσευχή. Η θεωρία του Θεού είναι ένα άλλο μέρος της νήψεως. Η μαχητικότητα του πνεύματος κι αυτό είναι ένα άλλο μέρος. Όλα αυτά τα μέρη, όταν ενωθούν σε μια προσπάθεια του ανθρώπου, συν τω χρόνω φέρνουν την αγιότητα.

Ο αββάς Παφνούτιος, ένας μεγάλος πατέρας της ερήμου, προσωρούσε κάποια μέρα στο δρόμο του κι εκεί είδε δύο ανθρώπους να κάνουν κάποια αμαρτία. Ο λογισμός της εμπαθείας του είπε ότι: "Κοίταξε τι μεγάλο κακό κάνουν αυτοί!". Το μάτι τους είδε κι αμέσως ο λογισμός πήρε φωτιά, προσπαθώντας έτσι να προσβάλλει την αγνότητα της ψυχής του Αγίου με το να κρίνει τον αδελφό ή και να σκανδαλισθεί. Έχοντας όμως τη νήψη αγρυπνούσα, αμέσως του διεφώτισε τη διάνοια και είπε στο λογισμό του: "Αυτοί αμαρτάνουν σήμερα, εγώ θα αμαρτήσω αύριο. Αυτοί θα μετανοήσουν, αλλά εγώ γνωρίζω ότι ο εαυτός μου είναι ένας σκληρός άνθρωπος, αμετανόητος, εγωιστής, κι έτσι δεν θα μετανοήσω, θα κολασθώ, οπότε είμαι χειρότερος από αυτούς τους δύο. Και τι έχω να πω για τους ολιγότερον αμαρτωλούς, εφ' όσον είμαι εγώ πολύ μεγαλύτερος αμαρτωλός και εμπαθέστερος;". Και λέγοντας έτσι και βάζοντας φράγμα στην πρόκληση αυτής της αμαρτίας, εσώθη και δεν έκρινε τους αδελφούς που αμάρταναν.

Δεν προχώρησε πολύ και του φαίνεται ο Άγγελος του Θεού εμπρός του έχοντας δίστομον μάχαιραν στάζουσαν αίμα, δηλαδή μαχαίρι, που έκοπτε κι από τις δυο πλευρές και του λέει:
- Παφνούτιε, βλέπεις αυτήν την μάχαιραν; Βλέπεις που στάζει αίμα;
- Βλέπω, Άγγελε του Θεού.
- Ε, μ' αυτή τη μάχαιρα σκοτώνω, παίρνω τα κεφάλια εκείνων που κρίνουν τον πλησίον τους. Κι επειδή εσύ δεν έκρινες, δεν κατέκρινες τους όντως αμαρτωλούς - όχι κατά φαντασίαν και εικασίαν αμαρτωλούς, αλλά ιδίοις οφθαλμοίς βλέπων αυτούς αμαρτάνοντας - αλλά κατέκρινες τον εαυτόν σου περισσότερον, δια τούτο το όνομά σου έχει γραφεί εις την βίβλον της αιωνίου ζωής.

Επιτυχία αρίστη. Στην αιώνιο ζωή γράφτηκε το όνομά του, γιατί δεν έκρινε τους αμαρτωλούς, δεν κατέκρινε την αμαρτία του αδελφού του. Θα κατέκρινε, εάν δεν είχε νήψη, εάν δεν επαγρυπνούσε νοερά προς φρούρησιν της ψυχής του. Βλέπετε μία προσοχή πόσο καλό εγέννησε; Και τι ζημία θα υφίστατο, εάν απροσεκτούσε στη σκέψη και την άφηνε να δουλέψει μέσα του! Μα η λογική του έλεγε ότι όντως αμαρτάνουν, τους έβλεπε. Παρά ταύτα όμως, αν και η λογική τον έπειθε ότι έτσι το πράγμα εγίνετο, υπερίσχυσε ο ορθός λογισμός και έτσι εγλύτωσε το ναυάγιο της ψυχής του.

Όλα τα πάθη έχουν τις δικές τους εικόνες, τις δικές τους φαντασίες και τις δικές τους ηδονές. Ο φόνος έχει άλλη εικόνα και άλλη ηδονή, η γαστριμαργία άλλη και τόσα άλλα αμαρτωλά πάθη άλλες. Όλες οι ηδονές αυτές είναι δηλητήρια διαφορετικά που φέρνουν τον θάνατο της ψυχής. Θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν μας ότι, αν θέλουμε να καθαρίσουμε το "έσωθεν" του ποτηρίου, το εσωτερικόν της ψυχής, την καρδιά μας, το κέντρον αυτό του ανθρώπου, θα πρέπει να αγωνισθούμε να κρατήσουμε την προσοχή. Να προσέχουμε όσο γίνεται περισσότερο, δηλαδή να επαγρυπνούμε και να είμεθα πάντα με τη σκανδάλη στο χέρι. Με την πρώτη εμφάνιση του εχθρού, να πυροβολούμε. Μόλις μάς έρχεται ένας κακός λογισμός, αμέσως ανατροπή. Έρχεται μία εικόνα βρώμικη, αμέσως να την καταστρέφουμε. Να μην την αφήνουμε να γίνεται εντονώτερη στα χρώματα και στην παράσταση, γιατί έτσι θα έλθουμε σε άμεση δυσκολία. Όταν χτυπάται το κακό στη ρίζα, είναι αδύνατο να φυτρώσει και να αυξηθεί. Όταν αυτός ο αγώνας γίνεται με επιμέλεια, θα καθαρίσουμε την ψυχή μας και έτσι θα βρεθούμε καθαροί και με παρρησία μπροστά στον Θεό.

Ένας ειδωλολάτρης ιερεύς ρώτησε κάποιους μοναχούς:
- Ο Θεός σας σάς φαίνεται; Τον βλέπετε; Σας μιλά;
Είπαν οι πατέρες:
- Όχι.
Λέει ο ειδωλολάτρης:
- Για να μη σας μιλά και να μην σας φαίνεται, σημαίνει ότι δεν έχετε καθαρούς λογισμούς. Εγώ όταν προσεύχομαι, μου απαντά ο Θεός μου.

Φυσικά στον ειδωλολάτρη δεν απαντούσε ο Θεός, του απαντούσαν τα δαιμόνια, αλλά ωστόσο οι πατέρες το πήραν σαν μια αιτία ωφέλειας και είπαν:
- Πράγματι, οι ακάθαρτοι λογισμοί εμποδίζουν τον άνθρωπο να επικοινωνήσει με το θείον.

Η νήψις δεν κάμει τίποτε άλλο, παρά να καθαίρει τον νουνκαι την καρδιά από κάθε τι ακάθαρτο. Γι' αυτό με λίγο κόπο ασκητικό η νήψις φέρνει τα μεγαλύτερα αποτελέσματα του πνεύματος. Όταν κάνομε άσκηση και δεν προσέχουμε τις σκέψεις μας, δεν κάνουμε τίποτε.

Ο ιερός Χρυσόστομος πολλά κεφάλαια έγραψε περί προσευχής και περί νήψεως. Και μεταξύ άλλων λέγει κάτι πάρα πολύ όμορφο:
"Η προσευχή είναι φωτισμός της ψυχής, αληθής επίγνωσις του Θεού, μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, ιατρός των παθών, αντίδοτον εναντίον των νόσων, φάρμακον εναντίον κάθε αρρώστειας, γαλήνη της ψυχής, οδηγός που φέρει εις τον ουρανόν, που δεν περιστρέφεται γύρω από την γη, αλλά που πορεύεται προς αυτήν την αψίδα, τον ουρανό. Υπερπηδά τα κτίσματα, διασχίζει νοερώς τον αέρα, πορεύεται πάνω από τον αέρα, διασχίζει το σύνολο των αστέρων, ανοίγει τας πύλας των ουρανών, ξεπερνά τους αγγέλους, υπερβείνει τους Θρόνους και τις Κυριότητες, διαβαίνει τα Χερουβείμ και αφού διέλθει υπεράνω όλης της κτιστής φύσεως, έρχεται πλησίον αυτής της απροσίτου Τριάδος. Εκεί προσκυνεί την Θεότητα. Εκεί αξιώνεται να γίνει συνομιλητής με τον Ουράνιο Βασιλέα. Δι' αυτής (της προσευχής), η ψυχή, η οποία υψώθη μετέωρος εις τους ουρανούς, εναγκαλίζεται τον Κύριον κατά τρόπον ανέκφραστον, όπως ακριβώς το νήπιον εναγκαλίζεται την μητέρα του, και με δάκρυα φωνάζει δυνατά, επιθυμώντας να απολαύσει του θείου γάλακτος. Ζητεί δε αυτά που πρέπει, και λαμβάνει δωρεάς ανωτέρας απ' όλη την ορατήν φύσιν.

Η προσευχή είναι ο σεβαστός αντιπρόσωπός μας. Χαροποιεί την καρδίαν. Αναπαύει την ψυχήν. Δημιουργεί εντός μας τον φόβον της τιμωρίας της κολάσεως, την επιθυμίαν της βασιλείας των Ουρανών. Διδάσκει την ταπεινοφροσύνην, παρέχει επίγνωσιν της αμαρτίας και γενικώς στολίζει τον άνθρωπον με όλα τα αγαθά, ωσάν κάποιο πέπλον εστολισμένον με όλας τα αρετάς, που περιτυλίγει την ψυχή. Αυτή έφερε ως δώρον εις την Άνναν τον Σαμουήλ και ανέδειξεν τούτον Προφήτην του Κυρίου. Αυτή η προσευχή έκαμεκαι τον Ηλίαν ζηλωτήν του Κυρίου. Και αύτη έγινε οδηγός της καθόδου του ουρανιου πυρός δια της θυσίας. Διότι ενώ οι ιερείς του Βάαλ επεκαλούντο όλην την ημέραν το είδωλον, αυτός αφού ύψωσε την φωνήν που εξήλθεν εκ της καρδίας του της καθαράς και εφώναξε δια του στόματος και της ψυχής του, κατεβίβασεν εκ των ουρανών το πυρ ως απόδειξιν της δικαίας προσευχής του. Αφού εστάθη ως αετός επάνω εις το θυσιαστήριον με το ορμητικόν της φύσεώς του, τα προσέφερε όλα ως θυσίαν. Αυτό δε, το έκαμεν ο μέγας υπηρέτης του Θεού, ο ζηλωτής Ηλίας, δια των όσων συνέβησαν τότε, παιδαγωγών ημάς επί τα πνευματικά, ώστε και ημείς φωνάζοντες δυνατά από τα βάθη της ψυχής μας προς τον Θεόν, να παρακινήσουμε το ανέκφραστον πυρ του Αγίου Πνεύματος να κατέλθει εις το θυσιαστήριον της καρδιάς μας και να προσφέρωμεν πλήρως τον εαυτόν μας ως θυσίαν εις τον Θεόν".

Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως οι πατέρες της ερήμου, κατώρθωσαν να αξιωθούν μεγάλων χαρισμάτων αποκλειστικά και μόνο με τη νήψη και τη θεωρία. Αγρυπνούσαν όλη τη νύκτα και ήρχοντο στη θεωρία του Θείου Φωτός.

Έχουμε τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον καθηγητή της ερήμου, τον καθηγητή της νηπτικής εργασίας, τον διδάσκαλο της νοεράς προσευχής. Αυτός ο άγιος εγκλείετο όλην την εβδομάδα μόνος του μέσα στο κελλί του. Δεν έβγαινε καθόλου έξω. Εκεί γονατιστός και με υψωμένα τα χέρια, εγρηγορούσε δια του νοός και της καρδίας του και εδέχετο την άνωθεν δι' Αγίου Πνεύματος θεολογίαν. Η θεολογία τον έκανε να γνωρίσει το Άκτιστον Φως της Θείας Δόξης, της Θείας Φύσεως.

Το Άκτιστον Φως είναι η δόξα της Θείας Φύσεως. Εκεί ήταν το τέρμα και η κατάληξις της ασκήσεως και της προσευχής. Όταν εδέχοντο οι άγιοι αυτό το Φως, εγίνοντο όλοι Φως. Και εφ' όσον το Φως κατέκλυζε τον νουν και την καρδιά, τι άλλο θα ημπορούσαν να γνωρίσουν πλην των μυστηρίων των απορρήτων, που είναι γνωστά μόνον εις τους αγγέλους; Δια της νήψεως έφθασαν οι πατέρες εις τα υψηλότερα των αρετών και των χαρίτων.

Και ημείς εάν νήφουμε, εάν προσέχουμε, έστω και στον κόσμο που ευρισκόμεθα, και εάν ακόμη δεν φθάσουμε σε παρόμοιες καταστάσεις, οπωσδήποτε σε μια κατάσταση καθαρότητος θα φτάσουμε. Όταν αξιωθούμε δια της νήψεως, να μην κρίνουμε τον αδελφό μας, δεν είναι μικρό κατόρθωμα. Εφαρμόζουμε την εντολή του Χριστού μας, η οποία είναι η εξής: "Μην κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ώ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε. και εν ώ μέτρω μετρείτε, μετρηθήσεται υμίν" (Ματθ. 7, 1-2).

Είναι εντολή του Χριστού. Δεν είναι εντολή κάποιου Αγίου. Είναι αυτού του Θεού. Και επομένως έχουμε εφαρμογή θείας εντολής. Όταν δεν κρίνουμε, δεν θα κριθούμε. Κρίνοντες θα κατακριθούμε. Η αμαρτία είναι διάπλατη. Όπου και αν στρέψουμε τα μάτια μας και την φαντασία μας, θα γνωρίσουμε τα σφάλματα των ανθρώπων. Επομένως, εάν είμεθα απρόσεκτοι, χωρίς νήψη, θα ευρισκώμεθα πάντοτε υπό το σφάλμα της παραβάσεως αυτής της ευαγγελικής εντολής, του να κρίνουμε τον πλησίον μας.

Ήταν ένας μοναχός σε κάποιο μοναστήρι. Ο πειρασμός τον είχε νικήσει στην αμέλεια. Δεν έκαμνε τον κανόνα του, δεν κατέβαινε στην εκκλησία, δεν έκανε την κεκανονισμένη προσευχή. Κι έτσι οι πατέρες το ήξευραν αυτό και τον θεωρούσαν αμελή. Έφθασε η ώρα του θανάτου και οι πατέρες τον πλησίασαν να ιδουν κάτι, που ίσως ο Θεός θα έδειχνε για να ωφεληθούν. Πλησιάζοντας στον θάνατο αυτός ο μοναχός ο αμελής, είδαν οι πατέρες να είναι πάρα πολύ χαρούμενος. Απόρησαν και είπαν με την σκέψη τους: "Μα γιατί να είναι ειρηνικός αυτός; Η αμέλεια που είχε στην ζωή του την μοναχική, δεν τον ανησυχεί; Τα χρέη που επεσσωρεύθησαν με την ραθυμία, τι γίνονται; Δεν τον κάνει ανήσυχο; Δεν απελπίζεται;". Αυτός συνέχιζε να είναι χαρούμενος. Στην απορία τους αναγκάστηκαν να τον ρωτήσουν:
- Μας συγχωρείς, αδελφέ, σε βλέπουμε έτσι κι έτσι. Ηξεύρουμε και ηξεύρεις, ότι υπήρξες αμελής και ράθυμος στα μοναχικά καθήκοντα. Τώρα πορεύεσαι προς το δικαστήριο του Χριστού, και θα έπρεπε να είσαι κάπως λυπημένος, ανήσυχος, κλπ. Αλλά σε βλέπουμε διαφορετικά. Σε βλέπουμε χαρούμενο, ειρηνικό, με ελπίδα και απορούμε. Που στηρίζεται όλη αυτή η κατάστασή σου;
Αυτός τους απαντά και τους λέγει:
- Έχετες δίκαιο πατέρες μου, έτσι είναι. Αμελής ήμουνα και δεν έκαμα ό,τι εσείς εκάματε, αλλά ένα πράγμα εφύλαξα στην ζωή μου: το να μην κρίνω τον αδελφό μου. Εδιάβασα εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, που λέγει ο Κύριος ότι εκείνος που δεν θα κρίνει, δεν θα κριθεί. Έτσι προσπάθησα, τουλάχιστον, να μην κρίνω. Και ελπίζω εις την ευσπλαχνίαν του Θεού ότι δεν θα κριθώ. Γι' αυτό και φεύγω με πίστη, ότι ο Θεός θα εφαρμόσει τον λόγον Του.

Εκοιτάχθησανμεταξύ τους οι πατέρες και είπαν ότι όντως ο αδελφός πολύ έξυπνα και μαστορικά επέτυχε την σωτηρία του.

Εάν νήφουμε, δεν θα κατακρίνουμε.Διότι με την προσβολή της κατακρίσεως, αμέσως η νήψη θα θέσει φραγμό και θα εμποδίσει να συνεχισθεί ο λογισμός της κατακρίσεως. Θα συμβεί ότι και με τον αββά Παφνούτιο. Κι έτσι θα γλυτώσουμε από την αμαρτία της κρίσεως και της κατακρίσεως της γλώσσης και το όνομά μας θα γραφεί εις την αιώνιον ζωήν. Άνθρωπος που εφύλαξε την γλώσσα του καθαρή, και την έσω και την έξω, δηλαδή τον λογισμό τον εσωτερικό και την γλώσσα, και εν γνώσει Θεού το έκανε αυτό, το εφήρμοσε αυτό, τούτο είναι μία εγγύησις ότι αυτός είναι σωσμένος.

Αυτή η προσοχή η πνευματική μάς γίνεται φως και σαν φως φωτίζει τον δρόμο. Κι ένας δρόμος φωτισμένος από τη νήψη, είναι και ο δρόμος προς την ιερά εξομολόγηση. Τον φωτίζει η προσοχή, που προτρέπει τον άνθρωπο να τακτοποιήσει τον λογαριασμό του με τον Θεό. Και οδηγείται με την φώτιση της νήψεως εις αυτό το μέγα μυστήριο κι εκεί εναποθέτει όλο το χρέος, όλη την ακαθαρσία των αμαρτημάτων. Μπαίνει μέσα σ' αυτό το λουτρό και βγαίνει ολοκάθαρος. Και λέγω ότι πρέπει να έχουμε πολλή χαρά στην ψυχή μας, όταν αξιωνόμεθα να φθάσουμε σ' αυτό το λουτρό. Πρέπει να πανηγυρίζουμε και να ευχαριστούμε τον Κύριο που άφησε αυτό το λουτρό στη γη, που άφησε αυτή την εξουσία του "δεσμείν και λύειν". Όσα λύσει ο πνευματικός τα λύνει κι ο Θεός. Όσα συγχωρεί ο εκπρόσωπος του Θεού, τα συγχωρεί και ο Κύριος.

Κι όταν εδώ κάτω κριθεί ο άνθρωπος, δεν κρίνεται επάνω στο μεγάλο και φοβερό δικαστήριο. Μεγάλη ευκαιρία, εάν φθάσει ο άνθρωπος μέχρις εκεί. Γι' αυτό όσοι έχετε αξιωθεί αυτού του λουτρού και συνεχώς το κάθε λέρωμα της ψυχής το καθαρίζετε με το λιυτρό αυτό το πνευματικό του θείου μυστηρίου, πρέπει να έχετε πάρα πολύ μεγάλη χαρά, διότι πάντοτε η θύρα του Παραδείσου θα είναι ανοιχτή. Κι αν ο θάνατος ακολουθήσει, ουδεμία ανησυχία. "Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην". Όταν είναι έτοιμος ο άνθρωπος, δεν ταράσσεται εις το πλησίασμα του θανάτου. Ηξεύρει ότι δεν μπορεί να είναι λάθος ο λόγος του Θεού, που έδωσε αυτήν την εξουσία. Το γνωρίζουμε σαν μυστήριο της εκκλησίας και το βλέπουμε στην πράξη και στην εφαρμογή. Όταν ο άνθρωπος κάνει την ιερά εξομολόγηση με πόθο, με ταπείνωση και με επίγνωση, νοιώθει την ευτυχία μέσα στην ψυχή του, την ελάφρωση και την αγαλλίαση. Απόδειξη εναργής ότι οι αμαρτίες του έχουν συγχωρηθεί. Και όταν οι αμαρτίες συγχωρηθούν, τότε αίρεται κάθε φόβος ανησυχίας και αβεβαιότητος δια την άλλη ζωή.

Η ευχαριστία μας στον Θεό πρέπει να είναι αδιάλειπτη. Ποτέ να μην σταματά η ευχαριστία μας, διότι αξιωνόμεθα οσάκις θελήσουμε να παίρνουμε αυτήν την κάθαρση, και οσάκις νοιώσουμε αμάρτημα, αμέσως στροφή του νου προς τον Θεό. "Ημάρτηκα, Κύριε, συγχώρησέ με". Με το: "Ημάρτηκα, Κύριε, συγχώρησέ με", ο Θεός απαντά: "Παιδί μου, είσαι συγχωρημένος. δυνάμει του νόμου συγχωρημένος. Οδηγήσου εις την εφαρμογήν του νόμου". Και η εφαρμογή είναι κάτω από το πετραχείλι. Εκεί τελειώνει η όλη αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Είναι τόσο εύκολη η συγγνώμη. Και είναι πάρα πολύ άδικο για τον άνθρωπο, να είναι τόσο εύκολη και τόσο δερεάν αυτή η συγγνώμη, και από τον εγωισμόν του και μόνον, να μην θέλει να την πάρει, να μη θέλει να ανοίξει η πύλη του παραδείσου και να βαδίσει αιώνια στην δόξα του Θεού.

Μερικοί άνθρωποι λέγουν: "Για ένα αμάρτημα τώρα κολλάζει ο Θεός τον άνθρωπο; Μα είναι αδικία αυτό το πράγμα. Που είναι η αγάπη του Θεού; Δεν είναι Πατέρας ο Θεός;". Ναι, πατέρας είναι, μα όταν σε καλεί ανά πάσα στιγμή να έρθεις να σε συγχωρήσει, εσύ γιατί γυρίζεις τις πλάτες σου; Γιατί δεν δέχεσαι την ελεημοσύνη Του; Γιατί αρνείσαι την αγκάλη Του και φεύγεις μακρυά; Γιατί δέχεσαι την αγκαλιά του διαβόλου και όχι του Θεού; Μήπως ο Θεός σού ζητεί χρήματα ή κτήματα ή εκδούλευση και δεν τα έχεις όλα αυτά, και γι'α υτό δεν προσέρχεσαι να αφήσεις το χρέος σου; Όχι.

Ο Θεός είναι τόσο πλούσιος, όπως βλέπομε και εις την παραβολήν του ασώτου. Ο άσωτος ηθέλησε να φύγει μακριά. Ζήτησε το μέρος της περιουσίας που του ανήκε. Και ο Θεός του έδωσε ότι του εχρεώστει σαν φυσικά χαρίσματα. Δεν του τα υστέρησε. Αυτός όμως τα σπατάλησε τα χαρίσματα, την περιουσία την πνευματική, ζων ασώτως. Κι όταν έφθασε στην έσχατη κατάντια, του ήλθε το λογικό, ήρθε στον εαυτό του. Σαν να μην ήταν στον εαυτό του, όταν διέπραττε όλην την ασωτίαν. Και όταν ήλθε στον εαυτό του είπε: "Πόσοι και πόσοι υπηρέται του πατέρα μου απολαμβάνουν τα αγαθά της περιουσίας Του, κι εγώ το παιδί Του, το κατ' εξοχήν παιδί Του, βρίσκομαι σε τόση δυστυχία να βόσκω χοίρους και να διαιτώμαι από ξυλοκέρατα! Θα επιστρέψω. Πατέρας είναι, θα με δεχθεί. Θα του ζητήσω συγγνώμη και θα του πω να μην με δεχθεί σαν παιδί Του, ούτε να με επαναφέρει στην πρώτη υιοθεσία, αλλά θα Του ζητήσω να γίνω ένας υπηρέτης Του. Κι αυτό θα είναι πολύ μεγάλο".

Όταν τα εσκέπτετο αυτά, ήδη ο Πατέρας βγήκε από το σπίτι Του και τον περίμενε με ανοιχτή την αγκάλη Του. Τον δέχθηκε ολόκαρδα, ολόψυχα. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε, έκλαυσε από την χαρά Του, γιατί ήταν πεθαμένος και ανέζησε και χαμένος και ευρέθη. Τον έκαμε πάλιν παιδί Του με όλον τον πλούτο. Τα εσυγχώρησε όλα. Τον εκαθάρισε από κάθε βρωμιά. Τον έντυσε την πρώτη στολή. Τέλος του έδωσε τα πάντα.

Αυτό κάνει και ο Ουράνιος Πατέρας, όταν ο άνθρωπος ο αμαρτωλός επιστρέψει κοντά Του. Τον καθαρίζει, τον πλένει, του δίνει την πρώτη στολή του βαπτίσματος, του δίνει την υιοθεσία και τον αξιώνει της Βασιλείας Του. Όλα δωρεάν. Όταν επέστρεψε ο άσωτος, δεν του ζήτησε λογαριασμό, ούτε τον επέπληξε ούτε του ζήτησε ευθύνες. Αρκεί που επέστρεψε. Αυτό Του έφθανε του Πατέρα.

Έτσι κι εδώ. Κάθε αμαρτωλός που θα επιστρέψει, ουδείς λόγος από τον Ουράνιο Πατέρα. Μόνον να πει "ήμαρτον", να αφήσει τα αμαρτήματά του με ταπείνωση, να καταλάβει τα λάθη του κι από κει και πέρα τα πάντα είναι λυμένα. Και όμως ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν το κάνει αυτό. Δεν επιστρέφει, δεν ταπεινώνεται. Κρατά τον εγωισμό του. Τι σπουδαίο είναι να φθάσει μέχρι το εξομολογητήρι. Δυο βήματα είναι. Από κει και πέρα όλα τελειώνουν. Κι όμως τον κρατά μακριά ο εγωισμός. Κι όταν θα φθάσει στην ώρα του θανάτου και ιδεί την πραγματικότητα, θα μετανοήσει, θα μεταμεληθεί, αλλά θα είναι αργά. Γι' αυτό ο Θεός τιμωρεί τον άνθρωπο που δεν θέλει να ταπεινώσει λίγο την σκέψη του.

Για τον Εωσφόρο, αυτό το μεγάλο τάγμα, αυτό που ήτο στην πρώτη θέση των αγγελικών ταγμάτων, ποια ήταν η αιτία της καταστροφής; Ποια η αιτίας της καταρρεύσεως, της μετατροπής από αγγέλους σε δαίμονες; Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. Από κει έγινε το ολίσθημα, τόσον των αγγέλων, όσο και των προπατόρων μας. Και των προπατόρων μας η πτώση έγινε από υπερηφάνεια κι εγωισμό. Διότι ο Θεός προτού καταφέρει την καταδικαστική απόφαση, πλησίασε τον άνθρωπο, τον Αδάμ και του είπε: "Αδάμ, γιατί το έκανες αυτό;". Ο Αδάμ δεν ζήτησε σύγγνωμη, δεν είπε: "Ήμαρτον Θεέ μου, έσφαλα". Εάν το έκαμνε αυτό, δεν θα εδιώκετο από τον Παράδεισο και ούτε εμείς θα είχαμε υποστεί όλην αυτήν την εξορίαν και την ταλαιπωρία την σημερινή. Με το να μην πει "ήμαρτον", έγινε όλος αυτός ο συρφετός των κακών. Έτσι και τώρα ο άνθρωπος δεν λέγει "ήμαρτον", και μένει εις τα κακά του. Μόλις όμως το ειπεί, ο Θεός απλώνει την αγκαλιά της συγγνώμης και τον παίρνει μέσα.

Και πάλιν λέγω ότι για το ότι έχουμε αξιωθεί να γνωρίσουμε σαν ορθόδοξοι χριστιανοί αυτό το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, να έχουμε πάρα πολύ μεγάλη χαρά, διότι οσάκις υποπέσουμε σε κάποια αμαρτία, σε κάτι το κακό, μπορούμε να τρέχουμε αμέσως, να το διορθώνουμε και να διατηρούμε την υγεία της ψυχής μας. Κι όταν θα έλθει ο θάνατος, θα βαδίσουμε προς συνάντησιν του Χριστού, καθαρισμένοι, μετανοημένοι, ως άσωτοι υιοί επιστρέφοντες, για να μας δεχθεί ο ουράνιος Πατέρας μας και να μας βάλει εις τον Παράδεισον της αιωνίου ευτυχίας που δεν θα έχει τέλος, που δεν θα έχει τέρμα, εκείνης της ευτυχίας, που δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε γήινο.

Όπως κι ο Απόστολος Παύλος, που ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού και είδε τα αιώνια αγαθά. Όμως δεν μπόρεσε με την γλώσσα του την αποστολική και την χαριτωμένη να εκφράσει με ανθρώπινα λόγια τα του παραδείσου και της άνω ζωής! Τόσον ανέκφραστη είναι η ευτυχία της επιτυχίας δια της ιεράς εξομολογήσεως.

Γι' αυτό με πολύ πόθο, με πολλή αγάπη, με πολλή συναίσθηση να τρέχουμε, να καθαριζώμεθα, να ετοιμαζώμεθα και όταν ακολουθήσει ο θάνατος, να φύγουμε ειρηνικά. Αμήν.