Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ Ε’ ΩΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗ

 



ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝ
ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ Ε’
ΩΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗ
ΚΩΝ/ΝΟΥ Δ. ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Πρωτοπρεσβυτέρου-Θεολόγου

   Και τώρα μερικά ερωτήματα για όλους εκείνους που αβασάνιστα κατηγορούν τον Γρηγόριον ως τουρκόφιλο και προδότη. Ίσως από ιδεολογική αγκύλωση...
α) Ο Μητροπολίτης Δέρκων, Γρηγόριος και αυτός, ήταν ένας κληρικός που στην καρδιά του εκόχλαζε η αγάπη για την πατρίδα. Συνυπέγραψε το κείμενο τού αφορισμού. Γιατί αυτή η γενναία ψυχή δεν διαμαρτύ­ρεται καθόλου, εάν είχε έστω και υπόνοιες, ότι ο Πα­τριάρχης είναι προδότης; Γιατί ενώ οδηγείται στο μαρ­τύριο δεν αντιδρά, δεν λέει τίποτα; Ήταν και αυτός προδότης;;
β) Ο «Λόγιος Ερμής», όργανο των Ελλήνων Δια­φωτιστών στην Βιέννη, δημοσιεύει το κείμενο τού αφορισμού χωρίς τον παραμικρό σχολιασμό! Γιατί;; Αν εγνώριζαν οι Έλληνες Διαφωτιστές ή αν είχαν υπόνοιες ότι ο Πατριάρχης ήταν προδότης θα έγραφαν πολλά... Γιατί δεν έγραψαν το παραμικρό εναντίον τού Γρηγορίου;
γ) Ο Αλεξ. Υψηλάντης, ο άμεσα θιγόμενος από το αφοριστικόν, όχι μόνον δεν διαμαρτύρεται, αλλά λίγο αργότερα στις 8.6.1821, με ημερήσια διαταγή του απεκήρυξε τους στρατιώτες του που δεν επέμεναν στον αγώνα για να εκδικηθούν το αίμα των κατασφαγέντων... Πατριαρχών.1
Και όχι μόνον δεν διαμαρτύρεται, αλλά και χαρα­κτηρίζει το αίμα τού Πατριάρχου «ιερόν»! Αλλά και κανένας από τους Πελοποννησίους επα­ναστάτες δεν έγραψε τίποτα εναντίον τού Γρηγορίου, ούτε εξέφρασε το παραμικρό παράπονο! Όλοι ήξε­ραν!!!...
Γιατί; Και ακόμη γιατί προσπαθεί να πείσει άλλους, όπως τον Θ. Κολοκοτρώνη, με επιστολή τού 29.1.1821 ότι το αφοριστικό ήταν τέχνασμα και διπλωματικός ελιγμός τού Πατριάρχη;
δ) Ο Βούλγαρος Ιστορικός και ακαδημαϊκός Νικολάϊ Τοντόρωφ (πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Αθήνα, 1977) «μας παρέχει την πληροφορία ότι ο Πατριάρχης είχε στενές σχέσεις και επικοινωνία με Βούλγαρους Φιλικούς, όπως με τον μεγαλέμπορο και επιχειρηματία από το Γκάμπροβο, Χατζή Χρήστο Ράτσκωφ, ο οποίος είχε δανείσει στο Πατριαρχείο 100 χιλιάδες λέβα και είχε κρύψει στο μύλο του 40 φορτία με πυρίτιδα και βόλια για τις ανάγκες της ελληνικής εξεγέρσεως».2 Και ερωτώ: Τι τα ήθελε τόσα χρήματα ο νηστευτής και λιτοδίαιτος Γρηγόριος; Πως συμβιβάζεται να είναι κα­νείς προδότης και τουρκοφάγος και συγχρόνως να επι­χειρεί τέτοια «ανοίγματα», προετοιμάζοντας την εξέγερση των Ελλήνων;
ε) Δύο πρόσωπα, σύγχρονοι τού Γρηγορίου, ο Νικ. Σπηλιάδης και ο Μιχ. Οικονόμου, γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα αυτής της εποχής. Γιατί δεν γράφουν κάτι σχετικώς αν ο Γρηγόριος, όπως διατείνονται με­ρικοί εκτελούντες «διατεταγμένη υπηρεσία» ιστορικοί, ήταν προδότης και τουρκόφιλος;
Και όχι μόνον δεν γράφουν τίποτα, αλλά και εξαί­ρουν «τον πατριωτισμό, το πνεύμα της θυσίας, και την πολιτική ευθυκρισία του».3 Ότι ο αφορισμός δεν εκφράζει την βούληση τού Γρηγορίου, φαίνεται από την πληροφορία τού Μιχ. Οικονόμου για την ανάκλησή του σε μυστική τελετή 12 ημέρες μετά την κοινοποίη­σή του.4
στ) Όσοι αβασάνιστα τον κατηγορούν ως προδότη και τουρκόφιλον, δεν έχουν προσέξει μία κίνηση, ενδεικτική τού Γρηγορίου, ολίγα λεπτά προ τού απαγχονισμού του. Ενώ η αγχόνη είναι περασμένη στο λαι­μό του, αυτός εστράφη προς το δυτικό μέρος τού ορί­ζοντος, προς την πατρίδα του τη Πελοπόννησο και ευλόγησε και με τα δύο του χέρια τον ορίζοντα, δηλ. τους Πελοποννησίους επαναστάτες!!
Έχουμε 10 Απριλίου και ο αγώνας της εθνεγερσίας έχει αρχίσει από τις 25 Μαρτίου. Αυτό για το οποίον αγωνίσθηκε, η έκρηξη της Επαναστάσεως, είναι πραγ­ματικότητα! Την Επανάσταση ευλογεί! Αλήθεια, τι έχουν να πουν οι κατήγοροι τού Γρηγορίου;
ζ) Ο θάνατος του, το μαρτύριο του, αποπνέει μια μεγαλοπρέπεια. Εβάδισε προς το μαρτύριο ήρεμος! Τρόπον τινά το επεζήτησε, ενώ θα μπορούσε να το αποφύγει. Ποθεί το μαρτύριο!... Εγνώριζε πολύ καλά γιατί έχυνε το αίμα του! Μεγάλη καρδιά! ΑΞΙΟΣ ποιμέ­νας! Μπορούν οι κατήγοροι τού Γρηγορίου να μας δεί­ξουν παρόμοια περιστατικά προδοτών που πεθαίνουν γι' αυτό που επρόδωσαν;
η) Τα γεγονότα της Επαναστάσεως στις Ηγεμονίες έγιναν γνωστά στους Τούρκους στην Πόλη την 1η Μαρτίου. Η αποκήρυξη τού Υψηλάντη από τον Τσάρο και η άδειά του να εκστρατεύσει Τουρκικός στρατός στις Ηγεμονίες έγινε στις 14 Μαρτίου. Τελευταίος και μόλις στις 23 Μαρτίου ο Γρηγόριος αποκήρυξε τον Αλεξ. Υψηλάντη. Όπως βλέπουμε, ο αφορισμός εκδό­θηκε με τη μεγαλύτερη καθυστέρηση. Εκδόθηκε δη­λαδή όταν η επανάσταση στις Ηγεμονίες είχε κριθεί, ενώ στην Πελοπόννησο είχε ξεσπάσει! Πιστεύω πως ένας προδότης δεν θα καθυστερούσε. Θα έσπευδε, όπως συνήθως συμβαίνει, να πράξει το... καθήκον του.
Ερωτώ τους κατηγόρους τού Γρηγορίου· έχουν αντιρρήσεις για την τακτική του Γρηγορίου σ' αυτό το σημείον; Αλλά όποιος δεν θέλει να δει, δεν βλέπει. Οι μικροϊδεολογικές σκοπιμότητες φαίνεται πως διαστρέ­φουν και σκοτώνουν την αλήθεια...
θ) Το αφοριστικό εναντίον των κλεφτών, που ο Γ. Τερτσέτης δικαιολογεί, δεν το είχε εκδώσει ο Γρηγόριος. Το είχε εκδώσει, προ του Γρηγορίου, ο Πατριάρ­χης Καλλίνικος Ε' (1801-1806). Όταν εκδόθηκε το αφο­ριστικό εκείνο, ο Γρηγόριος βρισκόταν εξόριστος στο Άγιο Όρος. Και κάτι που θα σοκάρει τους «προοδευ­τικούς». Ο Γρηγόριος όταν ξανάγινε Πατριάρχης, ακύρωσε το αφοριστικό του Καλλίνικου Ε'. Προδότης να σου πετύχει (!) Έγραψε δε επιστολή στο Γέρο του Μω­ρία, που εκείνος τη δέχθηκε με βαθιά συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Αξιοσημείωτον είναι ότι στην επιστολήν αυτήν, όπως γράφει ο Μ. Οικονόμου, γραμματικός τού Θ. Κολοκοτρώνη, έλυε ο Γρηγόριος παντός δε­σμού, όσον αφορά το αφοριστικόν του Καλλινίκου Ε', τον Θ. Κολοκοτρώνη και τον ευλογούσε! Η απάντηση - επιστολή κατένυξε την καρδιά του Θ. Κολοκοτρώνη!!5  Όσο για τη φράση του Κολοκοτρώνη: «αυτός ο Πα­τριάρχης έκανε ό,τι του έλεγε ο Σουλτάνος», είναι γε­γονός πως δεν την είπε ο Γέρος για τον Γρηγόριο Ε'.6 Πως είναι δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος, όπως ο Γρηγόριος, να είναι προδότης τού Αγώνα και τουρκόφιλος; Ένας τουρκόφιλος είναι δυνατόν έτσι να δρα και να ενεργεί;
ι) Εάν ο Σουλτάνος Μαχμούτ προέβαινε σε σφαγές τού Ελληνικού στοιχείου τότε ποιοί θα σήκωναν τ' άρματα; Ποιοί θα έκαναν την Επανάσταση; Δεν αποτελούσε αυτό δίλημμα για τον Γρηγόριον;
ια) Ο Πατριάρχης εργαζόμενος με το δικό του τρόπο, υποκινούσε τον Σουλτάνο σε πόλεμο κατά τού Αλή Πασά. Χρησιμοποιούσε δε γι’ αυτό το σκοπό τον έμπι­στο του Χατζή Ομέρ Εφέντη, ο οποίος επηρέαζε τον σύμβουλο του Σουλτάνου, Χαλέτ Εφέντη.7
Από την άλλη μεριά ο Πατριάρχης, ο Παλαιών Πα­τρών και ο Ιω. Παπαρρηγόπουλος παγίδευσαν τον πα­μπόνηρο Αλή Πασά των Ιωαννίνων σπρώχνοντάς τον σε αντίσταση κατά του Σουλτάνου, με την υπόσχεση ότι μέσω τού Ιω. Καποδίστρια θα επιτύχουν κήρυξη πολέμου της Ρωσίας κατά της Τουρκίας. Το σχέδιο επέτυχε. Ο Αλής βγήκε από τη μέση και ο Μοριάς βρήκε την ευκαιρία να κηρύξει την Επανάσταση8.
Η υπηρεσία αυτή τού Γρηγορίου, γράφει ο Παν. Πα­παθεοδώρου, ήταν εκείνη την στιγμή η μεγαλύτερη που μπορούσε να προσφέρει στον εθνικόν αγώνα.9 Οι επικριτές του Γρηγορίου γνωρίζουν αυτές τις «μικρολεπτομέρειες»;;
ιβ) Μερικοί Ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι το Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες είχαν βάλει σε εφαρμογή «σχέδιο» για το φάγωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκ των έσω. Όταν οι εχθροί τού γέ­νους το πήραν χαμπάρι έρριξαν το σύνθημα: «αμέσως τώρα επανάσταση». Έτσι χωρίς προπαρασκευή το Γέ­νος θα ξεμάτωνε γι’ άλλη μια φορά με οδυνηρές συνέ­πειες... Το αν η Επανάσταση τού '21 στάθηκε όρθια, αυτό είναι ένα άλλο γεγονός. Άλλωστε υπήρχαν επιφυλάξεις και δισταγμοί από σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής εκείνης, Καποδίστριας, Κοραής, μέλη της Φι­λικής Εταιρείας κ.α. Αυτό βέβαια δεν φανέρωνε φιλοτουρκισμόν και έλλειψη πατριωτισμού, αλλά εκτίμηση διαφορετική των περιστάσεων!
Το «ίδιο «σχέδιο» είχε μπει σε εφαρμογή και πριν από το 1922. Ήταν εποχή που στους 100 βουλευτές τού Τουρκικού Κοινοβουλίου οι 70 ήταν Έλληνες!
Τότε μέσα στις Μασονικές Στοές εκκολάφθηκε το κίνημα των Νεότουρκων με τον Ταλαάτ Μπέη, το όποιον προώθησε στην εξουσία τον Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Κεμάλ, μασόνος πεφωτισμένος, βοηθήθηκε αποφα­σιστικά από τους Εβραίους Μπολσεβίκους της Ρωσίας και από τα Σιωνιστικά ανδρείκελα της Δύσεως. Είχε βέ­βαια προηγηθεί η ύπουλη «δουλειά» δύο υψηλόβαθ­μων Ελλήνων Τεκτόνων, τού Στεφάνου Σκουλούδη και του Κλεάνθη Σκαλιέρη στις αρχές της δεκαετίας τού 1870. Με την Στοά τού Σκαλιέρη, το «Φως της Ανα­τολής», θα συνεργασθεί ο αρχηγός των Νεότουρκων, Ταλαάτ Μπέης. Έτσι ήλθε η καταστροφή του 1922, μία από τις χειρότερες για τον Ελληνισμό.10
Έτσι μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί φθάσαμε στην Μικρασιατική καταστροφή. Οι επικριτές, οι κατή­γοροι και οι υβριστές τού Γρηγορίου ας σκεφθούν.... Είναι αδιανόητον να κατηγορείς κάποιον χωρίς απο­δείξεις. Έτσι δεν γράφεται ιστορία.
ιγ) Και κάτι άλλο που δεν θα το γνωρίζουν οι επικρι­τές και υβριστές του Γρηγορίου: Το λείψανο τού Πα­τριάρχου παρέμεινε 11 ημέρες άταφον(3 ημέρες στην αγχόνη και 8 ημέρες στη θάλασσα). Στις 22 Απριλίου 1821, Παρασκευή της εβδομάδος των Μυροφόρων, ελληνικό πλοίο μετέφερε το ιερόν σκή­νωμα στην Οδησσό της Ρωσίας. Έφθασε εκεί στις 12 Μαΐου 1821, δηλαδή ύστερα από ταξείδι 20 ημερών. Το λείψανο τού Ιερομάρτυρος Γρηγορίου Ε', θείον σημείον της Αγιότητος αυτού, διετηρείτο  ΑΣΗΠΤΟΝ και ΕΥΩΔΕΣΤΑΤΟΝ! Το γεγονός εβεβαιώθη υπό των Ρω­σικών Αρχών και ανεγράφη εις το επίσημο πρωτόκολλον τού Τελωνείου της Οδησσού.11
ιδ) Υπάρχει και μια ισχυρή μαρτυρία, αληθινός κα­ταπέλτης κατά των συκοφαντών τού Γρηγορίου.
Και αυτή είναι η αγόρευση τού βουλευτή Ρήγα Πα­λαμήδη στην Εθνική αντιπροσωπεία στις 3.8.1864. Στην συγκλονιστική, λόγω των αποκαλυφθέντων γεγο­νότων αγόρευσή του, ο Ρ. Παλαμήδης είπε ότι στις 14 Μαρτίου 1821 τον προσκάλεσε ο Πατριάρχης Γρηγό­ριος Ε', και τού έδωσε δύο πατριαρχικά έγγραφα το ένα δια τον Π. Πατρών Γερμανόν και το άλλο δια τον Τριπόλεως Δανιήλ. Ομιλών ο Πατριάρχης μετά παλλούσης καρδίας, ανάγκασε τον Ρ. Παλαμήδην να τα πάρει, κάμπτοντας τις αντιρρήσεις του ένεκα τού κινδυνώδους της αποστολής.
Την διήγηση αυτή τού Ρ. Παλαμήδη επιβεβαιώνει και ο Π. Σούτσος, αρθρογράφος της εφημερίδας «Αιών», ο οποίος δηλώνει ότι ήταν παρών στον διάλο­γο των δύο ανδρών και είδε τον Γρηγόριον με δάκρυα στα μάτια να παρακαλεί τον Παλαμήδη να μεταφέρει τα έγγραφα λέγοντας: «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά τού ένοπλου Γένους, φοβούμενοι την σφαγήν του. Πορεύεσθε προς την Πελοπόννησον, και αναγγείλατε εις τον Π. Πατρών και τους άλλους Ιεράρχας ότι η ευλο­γία εμού επί τα έργα των χειρών τού Ελληνικού λαού. Πολεμείτε τον Αγαρηνόν»12.
Έχουν ύπ' όψη τους αυτές τις «λεπτομέρειες» οι συκοφάντες τού Γρηγορίου;
 




1. Σπυρ. Τρικούπη, σελ. 128.
2. Παν. Παπαθεοδώρου, ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση τού '21, σελ. 49. Συνιστώ εκθύμως την εργασία αυτή. Είναι μια ολοκληρωμένη θεώρηση τού Γρηγορίου Ε'!!!
3. Παν. Θ. Παπαθεοδώρου, Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση τού '21, σελ. 61.
4. Στο ίδιο, σελ. 62.
5. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές, τόμ. Α', σελ. 210-211.
6. Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», Μάιος 1977, όπου και άρθρον του Αρχιμανδρίτη Μελετίου Καλαμαρά, τώρα Μητροπολίτου Πρεβέζης και Νικοπόλεως.
7. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α', σελ. 364.
8. Παν. Παπαθεοδώρου, Γρηγόριος Ε’ και η Επανάστασις τού '21, σελ. 50.
9. Στο ίδιο. σελ. 51
10. Κων/νου Καπετανοπούλου, πρεσβυτέρου, Αντιχιλιαστικά - Αντιμασονικά και άλλα κείμενα, σελ. 84
11. Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', σελ. 29.
12. Π. Παπαθεοδώρου, ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση τού 1821, σελ. 69-71.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’
ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ 2000

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’




Η ΠΥΛΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΚΕ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε'

Στο δρόμο για την Αγχόνη

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη
Γρηγορίου του Ε'


Γεωργίου Πρίντζιπα


        Ένας χτύπος στην πόρτα τον ξύπνησε από το λήθαργο που είχε πέσει. Το φως του ήλιου έμπαινε χαρωπό στο δωμάτιο. «Κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω», σκέφτηκε. Έκανε να σηκωθεί, μια δύναμη τον κρατούσε δεμένο στο κρεβάτι. Μια ανεμελιά, μια βαριεστημάρα που έρχεται μετά τη μεγάλη κούραση. Γύρισε το βλέμμα του προς το παράθυρο και κοίταζε πέρα τον καθάριο ουρανό. «Γιορτάζει κι αυτός την Ανάσταση». Έχει προσέξει, πως κάθε χρόνο τέτοια μέρα ο καιρός ντύνεται στις ανοιξιάτικες ομορφάδες του, όσο κι αν τους έχει ταλαιπωρήσει τις προηγούμενες μέρες.
Επιτέλους σηκώθηκε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι γενίτσαροι ήταν ακόμη στην αυλή.

Ο χτύπος στην πόρτα ακούστηκε πάλι. Φάνηκε, καθώς άνοιξε, ο Διονύσιος με μια κούπα ζωμό. Του πήγε, λέει, να πιεί λίγο να στηλωθεί. Την πήρε στα χέρια του χαμογελώντας.
Τι τα θέλαμε τώρα αυτά; σιγομίλησε.
Την έφερε στο στόμα μα ίσα που έβρεξε τα χείλη και μετά τη γύρισε πάλι στο Διονύσιο. Εκείνη την ώρα μπήκε ο Σωφρόνιος.
Παναγιώτατε, ο Μεγάλος Διερμηνέας σας περιμένει, του είπε.
Ο Σταυράκης Αριστάρχης; Ετοιμάζομαι να έλθω.
Ντύθηκε στα επίσημα και πήγε στο Συνοδικό, όπου περίμενε ο νέος Μεγάλος Διερμηνέας. Μόλις τον είδε αμέσως του έκανε εντύπωση η αμηχανία, η νευρικότητα, η ανησυχία του. Με φωνή, που μόλις ακουγόταν, απάντησε στον αναστάσιμο χαιρετισμό του κι όταν του πρόσφερε κάθισμα, αρνήθηκε προτίμησε να σταθεί όρθιος. Ήταν πια βέβαιος. Αυτό το ταραγμένο πλάσμα απέναντί του, επιβεβαίωνε τους φόβους του.
Ο Αριστάρχης άρχισε να βγάζει με κόπο τις λέξεις απ΄ το στόμα του.
Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σας ανακοινώσω. Ζήτησα να έλθουν και οι άλλοι αρχιερείς.
Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου, αποκρίθηκε.

Δεν είχε πια αμφιβολία. Η ώρα που περίμενε χρόνια, η ώρα του είχε φτάσει. Η τύχη του είχε πια καθορισθεί. Ο Σουλτάνος τον είχε καταδικάσει. Το περίμενε. Απ' την πρώτη μέρα μάλιστα που άρχισε η κρίση. Προσπάθησε, χωρίς καμιά ελπίδα, να ημερέψει τους Τούρκους, όχι για δικό του καλό, μα για τη σωτηρία των Χριστιανών που ζουν κάτω απ το μαχαίρι τους. Προσπάθησε ν' απαλύνει την ατμόσφαιρα, που γινόταν όλο και πιο βαριά. Μάταιος κόπος. Η αμάχη τούτη δεν ήταν όπως οι περασμένες. Χρησιμοποίησε την πειθώ. Άδικα. Τη λογική. Τίποτα. Κι αυτός κι οι ρωμηοί, η μυλόμετρα που κρεμιέται απ το λαιμό του, ήταν ανίσχυροι, αδύναμοι, μπροστά στην καταιγίδα που ερχότανε. Πολλές φορές του πέρασε η τρελή ιδέα: να μιλήσει στο Βεζύρη λεύτερα, ντόμπρα. Να τον ελέγξει για τις αδικίες, τα κρίματά του. Άλλαξε αμέσως γνώμη. Θα ήταν άστοχο. Αυτές οι χιλιάδες χριστιανοί που έμνησκαν ανήμπορα σφαχτάρια στο μεγάλο μαντρί, που λέγεται Βασιλεύουσα, αυτοί οι Έλληνες που ζουν με την αγωνία της σφαγής, αυτοί του κρατούσαν σφαλισμένη την επιθυμία. Έφτασε ίσαμε το έσχατο σημείο υπακοής, μόνο και μόνο για να σώσει το λαό από την τελειωτική σφαγή. Κάτι κατάφερε. Δόξα τω Θεώ! Τα λοιπά δεν τον απασχολούν. Τα περίμενε. Μέσα του είχε ηρεμήσει, είχε αναπαυθεί. Έκανε αυτό που έπρεπε. Φεύγει ικανοποιημένος. Και λεύτερος.

Σ' όλη του τη ζωή, απ' τα πρώτα χρόνια του, όσα μπορεί να θυμηθεί, ίσαμε τώρα τα στερνά, πρώτη φορά αισθάνεται τι θα πει λευτεριά. Ναι, τώρα είναι πια ελεύθερος. Μέσα του αισθανόταν μια άνεση, μια απελευθέρωση. Ολότελα αδιάφορος κοίταξε τους Τούρκους να εισβάλλουν στο Συνοδικό. Το ίδιο αδιάφορα άκουγε τον Αριστάρχη να διαβάζει το φιρμάνι για την εκθρόνησή του. Ούτε καν που πρόσεχε τι λέει. Εδώ κι εκεί άκουγε σκόρπιες λέξεις: «εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου... άπιστος προς την Πύλην ...ραδιούργος». Γύρω του οι άλλοι δεσποτάδες και οι πρόκριτοι άκουγαν ωχροί, έντρομοι, τις βαριές κατηγορίες.
Σαν τέλειωσε ο Μεγάλος Διερμηνέας φάνηκαν οι τρεις αξιωματικοί του τρόμου. Η παρουσία και των τριών μαζί γιόμιζε φόβο και δέος την ψυχή του λαού. Ήταν σημάδι πως κάποιον άρχοντα έπαιρναν για εκτέλεση.
Οι τρεις αξιωματικοί μπήκαν στο Συνοδικό, αγέρωχοι, σοβαροί, αυστηροί. Ήταν ο γενιτσάραγας, ο αρχηγός των γενιτσάρων, ο μποσταντζήμπασης, ο αρχιδεσμοφύλακας, κι ο κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος. Κοίταξαν γύρω τους άγρια σαν το αρπαχτικό πουλί, που από ψηλά εποπτεύει τη γη μήγαρις και βρει κάτι ν' αρπάξει. Τα μάτια που έσφαζαν στάθηκαν στο Γρηγόριο. Ο γενιτσάραγας, πιο άγριος απ' τους άγριους, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στον Πατριάρχη.
Έλα μαζί μας, του φώναξε.
Γιατί τόση φασαρία; του μίλησε ήρεμα. Όποτε θέλατε μπορούσατε να μ' έχετε στο χέρι. Τι θέλατε τόσο στρατό. Τι φοβηθήκατε από ένα γέρο
άνθρωπο;
Τώρα κουβέντα θα κάνουμε; Μπρός έλα!

Οι βάρκες έπιασαν στην αποβάθρα έξω από τις φυλακές. Μ ένα πήδο βγήκαν στη στεριά όλοι οι ένοπλοι. Σχεδόν σπρώχνοντας έβγαλαν και τον ατάραχο Πατριάρχη. Τον έπιασε ο μποσταντζήμπασης, απ' το μπράτσο, και τον οδήγησε στην είσοδο της φυλακής. Πριν μπουν τον κράτησε λίγο απομακρύνοντάς τον έτσι απ' τους άλλους.
Μη φοβάσαι. Θα ξαναγίνεις Πατριάρχης, του ψιθύρισε φιλικά.
Που; εδώ;
Ρώτησε κι έδειξε τη φυλακή που ορθωνόταν μπροστά του.
Πέρασαν τη μεγάλη πόρτα και πήγαν στο κονάκι του μποσταντζήμπαση. Μπήκαν μέσα μόνο οι αξιωματικοί, ενώ οι στρατιώτες φύλαγαν απ' έξω. Τον έβαλαν να καθίσει. Οι ίδιοι στάθηκαν όρθιοι γύρω του. Ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στα πρόσωπά τους. Πρώτος μίλησε ο γενιτσάραγας.
Τι κακό είν' αυτό που μας βρήκε, μωρέ, Πατρίκ εφέντη; Καλά δεν είμαστε ως τώρα; Ποιος σας σήκωσε τα μυαλά; Πικράθηκε κι ο πολυχρονεμένος Πατισάχ.
Είχε το κεφάλι χαμηλωμένο κι έδειχνε να μην προσέχει αυτά που ακούει.
Η σειρά του κεσεδάρη:
Όλοι μας πικραθήκαμε. Μεγάλη προδοσία, Πατρίκ εφέντη, μεγάλη προδοσία! Οι δικοί σου ήταν καλοί άνθρωποι, τώρα γιατί έγιναν αχάριστοι;
Ο μποσταντζήμιτασης:
Δεν φταίνε αυτοί. Ο αρχηγός τους φταίει. Έμαθα πως θέλει να χτυπήσει τη Σταμπούλ, να σφάξει το σουλτάνο!
Μπα, τον γκιαούρη, ξεφώνισαν υποκριτικά οι άλλοι.
Και που βρίσκεται τώρα; ρώτησε ο γενιτσάραγας.
Ο μποσταντζήμπασης έδειξε τον Πατριάρχη:
Τούτον δω ρώτα. Ο Γρηγόριος συνέχιζε να μένει στη σιωπή του.
Κάπου εδώ γύρω έχουν όπλα.
Θα μας χαλάσουν όλους;
Καταπώς φαίνεται!
Που είναι τα όπλα, μπρε, Πατρίκ εφέντη; Πες μας να τρέξουμε να τα βρούμε, να προκάμουμε να σώσουμε τον κοσμάκη! Όσο κι αν προσπαθούσε ο κεσεδάρης δεν κατάφερε να φανεί αληθινό το ενδιαφέρον του.
Σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του ήταν φλογισμένο απ' την οργή πού μόλις συγκρατούσε. Τους κοίταξε έντονα και μετά έβγαλε ένα βρυχηθμό.
Υποκριταί!
Δεν κατάλαβαν. Τους μίλησε στη γλώσσα τους.
Ψεύτες, κατεργάρηδες, μπαμπέσηδες.
Άστραψε ένας μπάτσος κι έπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ο γενιτσάραγας τον έπιασε απ τα γένια.
Άκου, Πατριάρχη, του είπε τρίζοντας τα δόντια, εδώ δεν περνούν οι φωνές. Μίλα, μολόγα, για να σωθείς.
Ο μποσταντζήμπασης έκανε πάλι τον καλό:
Μίλησε, να ξαναγίνεις Πατριάρχης. Ποιος θέλει το κακό σου;
Τους κοίταξε με περιφρόνηση. Απ' τη στιγμή εκείνη δεν άνοιξε το στόμα του ούτε για μια φορά. Γύριζαν και ξαναγύριζαν στις ίδιες ερωτήσεις. Που βρίσκεται ο αρχηγός; Που είναι τα όπλα; Πότε θα μπουν στη Βασιλεύουσα; Πότε θα κάνουν ζορμπαλίκι οι ραγιάδες εδώ; Έχουν σκοπό να σκοτώσουν και τον Πατισάχ; Τους κοίταγε ατάραχος, μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο. Έχασαν την υπομονή τους. Άρχισαν να βρίζουν, να απειλούν. Ο μποσταντζήμπασης άφησε κατά μέρος το φιλικό ύφος.
Σε μας δεν μιλάς; του είπε. Δεν ξέρεις πως έχουμε τη δύναμη να σε ξεκάνουμε;
Μίλα, παλιόγερε, μαρτύρα! Ο κεσεδάρης όρμησε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο.
Τον σταμάτησε το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας. Φάνηκε ένας νεαρός αξιωματικός, που έδωσε ένα χαρτί στο γενιτσάραγα. Το πήρε αυτός και του έριξε μια ματιά.
Ώρα να πηγαίνουμε, είπε.
Βγήκαν έξω αναψοκοκκινισμένοι απ τις φωνές. Ο μόνος ήρεμος ήταν ο Πατριάρχης. Αμέσως τον έπιασαν οι στρατιώτες και του έδεσαν τα χέρια. Μετά τραβώντας τον οδήγησαν στην αποβάθρα, όπου περίμεναν οι βάρκες. Πιο κει ήταν και οι ρωμηοί, που τον είχαν ακολουθήσει απ' το Φανάρι. Πρώτος έτρεξε κοντά του ο Διονύσιος, μετά και οι άλλοι, μα τους εμπόδισαν οι γενίτσαροι να πλησιάσουν. Σαν τους είδε, στάθηκε και τους κοίταξε με αγάπη. Βούρκωσαν τα μάτια του και με σπασμένη απ τη συγκίνηση φωνή τους είπε:
Συγχωράτε με, αν σας έβλαψα. Και να έχετε την ευχή μου.
Καθώς τον έριχναν στη βάρκα έβαλε μια φωνή που ακούστηκε να υψώνεται πάνω από την ίδια του την αγωνία.
Χριστός Ανέστη, παιδιά!

Ο ήλιος κατάκαιγε τη φύση πάνω απ το μεσουράνημα του. Μια ζέστη πνιγηρή σου έκοβε την ανάσα, καθώς δεν φυσούσε ούτε η ελάχιστη αύρα. Η θάλασσα, η αεικίνητη, έμνησκε μόλις ακίνητη τούτο το μεσημέρι κι έμοιαζε να δυσκολεύει τα πλεούμενα. Κοίταξε το σκούρο βάθος της προσπαθώντας να μαντέψει την υγρή ζωή που έκρυβε στα σπλάχνα της. «Ο τάφος μου», συλλογίστηκε.
 
Οι βάρκες, μετά από ατέλειωτη ώρα, έφθασαν στο Φανάρι, εκεί από όπου είχαν, ξεκινήσει. Από μακριά η παραλία προκαλούσε το φόβο. Όχι μόνο στο αραξοβόλι, μα και πολύ πιο πέρα, την είχαν πλημμυρίσει εκατοντάδες Τούρκοι απ' όλες τις μεριές της Βασιλεύουσας. Το παλιό μίσος, που φώλιαζε στην καρδιά και το καινούργιο, που τους όπλισε τα χέρια, αλάλαζε και γιόμιζε τον αέρα με τρομάρα. Όσο πλησίαζαν μεγάλωναν και τα ουρλιαχτά και πάγωναν το αίμα. Κοντά στην προκυμαία ξεχώριζαν τ' αγριεμένα πρόσωπα. Ήταν νέοι και γέροι που σ' άλλη περίπτωση θα κοίταγαν τη δουλειά τους, πως δηλαδή να βγάλουν τον επιούσιο για τις φαμελιές τους. Τώρα είχαν κατέβη στη θάλασσα να βγάλουν το άχτι τους. Με φωνές, με μανία, άρχισαν να σπρώχνονται ποιος θα πρωτογραπώσει τον Πατριάρχη. Μερικοί, οι ακριανοί, έχασαν την ισορροπία τους και βρέθηκαν στο νερό.

Σαν είδε ο γενιτσάραγας την αναστάτωση του όχλου, έδωσε διαταγή να βγουν πρώτα τα οπλισμένα ασκέρια, ν' ανοίξουν δρόμο και μετά να πιάσει η βάρκα με τον αιχμάλωτο. Βγήκαν τω όντι οι γενίτσαροι κι άρχισαν να διώχνουν με κόπο τους αγριεμένους. Όμως τα χέρια δεν έφταναν για τέτοια δουλειά γι' αυτό έσυραν τα όπλα. Όταν άνοιξαν το πέρασμα, έπιασε και η βάρκα στην αποβάθρα. Με βία άρπαξαν το Γρηγόριο και τον πέταξαν στη στεριά.
Βλέποντας αυτός τον κόσμο συναγμένο εκεί, στον παλιό τόπο που γίνονταν οι εκτελέσεις, έκανε το σταυρό του, γονάτισε κι έσκυψε τον αυχένα, περιμένοντας το δήμιο να του πάρει το κεφάλι. Τότε ο μποσταντζήμπασης, του έδωσε μια γερή κλωτσιά που τον σώριασε καταγής.
Σήκω, του φώναξε, δεν είναι εδώ ο τόπος σου.

Ξεκίνησαν το μικρό ανήφορο που βγάζει στα Πατριαρχεία. Θες η κούραση, θες η ταλαιπωρία, θες η νηστεία που πέρασε, θες όλα μαζί, απόκαμαν το γέρικο κορμί του. Σαν είδαν οι στρατιώτες να ποδοσέρνεται, άρχισαν να τον τραβούν, να τον σπρώχνουν, να τον χτυπούν και, όταν κατάλαβαν πως τίποτα πια δεν γίνεται, τον άρπαξαν δυό χεροδύναμοι απ τις αμασχάλες και σέρνοντας σχεδόν τον έφεραν ίσαμε την πόρτα του Πατριαρχείου. Τον άφησαν πιο κει να στέκεται ανάμεσα στους στρατιώτες, ενώ οι δήμιοι άρχισαν να στήνουν την αγχόνη στο ανώφλι της μεσαίας πύλης. Με μαστοριά άνοιξαν μια τρύπα κι έχωσαν το χοντρό δοκάρι. Μετά ένα-ένα όλα τα εξαρτήματα. Στο τέλος προσάρμοσαν ένα χοντρό σκοινί με τη θηλειά στη μια του άκρη.
 
Με σκυμμένο το κεφάλι, εκεί μπροστά στο Πατριαρχείο, ο Γρηγόριος ζούσε τις τελευταίες στιγμές του. «Ο καιρός της ενδεκάτης ώρας της ματαίας ζωής μου». Ο λόγος πέρασε σαν αστραπή απ το μυαλό του. Δεν θυμότανε που τον άκουσε, που τον διάβασε. Και τι σημασία έχει; Η αγωνία του ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ένας κρύος ιδρώτας γιόμισε το κορμί του και τα πόδια του έπαυσε να τα ορίζει. Την ώρα αυτή, «την ενδεκάτη ώρα», το μυαλό του έμοιαζε να κολυμπάει σ ένα απροσδιόριστο κενό. Μπροστά έβλεπε το θάνατο να έρχεται καλπάζοντας. Η «ενδεκάτη ώρα». Προθάλαμος της δωδεκάτης, που είναι η πόρτα για την Αιώνια Ώρα. Γι' αυτήν την ώρα ετοιμαζότανε σ' όλη τη ζήση του. Και ιδού! Την περιμένει τώρα σφιχτοδεμένος. «Τι είναι ο θάνατος;». Το ερώτημα, που τον βασάνιζε, πρόβαλλε και πάλι. «Τι αισθάνεται κανείς όταν πεθαίνει; Τι αισθάνεται όταν γεννιέται;». Μπροστά στη μεσαία πύλη οι δήμιοι ετοιμάζονταν να του δώσουν την απάντηση.

Μέσα στις φωνές χωρίς νόημα, που τον κύκλωναν, μία του έκοψε τις σκέψεις: Περιμένετε. Σε λίγο θα βγάλουν το νέο πατριάρχη.
Ο νέος Πατριάρχης! Ο διάδοχος του! Ποιος να είναι άραγε; «Δεν έχασαν την ευκαιρία»! Ο λογισμός ήλθε σουβλερός στο μυαλό του. «Τι σκέφτομαι; Πίσω μου σ' έχω σατανά! Η Εκκλησία θα συνεχίσει το δρόμο της», συλλογίστηκε. Αιώνες τώρα οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Αυτή όμως μένει και θα μένει. Αιώνες τώρα τούτο το Πατριαρχείο στέκει αντάμα με την αρυτίδωτη Πόλη του, σε δόξες και σε ταπεινώσεις. Το ίδιο θα κάνει και μετά απ αυτόν. Ο Πατριάρχης δεν είναι παρά ένας κρίκος μιας απέραντης αλυσίδας, που το πλέξιμο της ξέρει μόνο ο Θεός πότε θα σταματήσει. Φεύγει ο ένας και την ίδια ώρα έρχεται κάποιος άλλος. Τι κι αν κακοπαθεί; Τι κι αν οι Τουρκοι ετοιμάζουν το χαμό του; Δεν είναι ο μοναδικός μέσα στην ιστορία. Κι άλλοι Πατριάρχες γεύτηκαν την ίδια ταπείνωση. Το Φανάρι έχει ποτισθεί με αίμα γι αυτό κι οι ρίζες του έγιναν τόσο γερές. Να αντέχει τις καταιγίδες που του κουβαλεί η μοίρα του. Να καρπίζει το δέντρο της πίστης και να είναι έτοιμο για τις περιπέτειες του κόσμου έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα.

Η ατέλειωτη μέρα έπαιρνε σιγά-σιγά τα μάτια της πάνω από την Πόλη. Η προετοιμασία του δειλινού είχε αρχίσει. Η ώρα του Λυχνικού! Μια νευρικότητα, μια αδημονία, ένα άγχος, είχε κυριέψει στρατιώτες και αξιωματικούς. Κι αυτός ο όχλος είχε πια αποκάμει να ξεφωνίζει κι έμνησκε σιωπηλός αναμένοντας να τελειώσει το θέαμα. Όταν φάνηκε ένας νεαρός αξιωματικός. Κάτι είπε κι όλοι έτρεξαν προς το μέρος του. Το ξύπνημα απ το λήθαργο της αναμονής πέρασε και στον όχλο, που άρχισε με μιας τους αλαλαγμούς.

Ο κεσεδάρης πλησίασε κοντά και τον άρπαξε με μίσος από το ράσο. Η όψη του πέρασε γρήγορα από την ηρεμία στην αγριάδα.
Ήρθε η ώρα σου, γκιαούρ, του είπε.
Με σπρωξιές και βρωμόλογα τον έφερε στη μεσαία πόρτα ακριβώς κάτω από την αγχόνη. Τον άφησε εκεί και στάθηκε πιο πέρα. Ήταν η σειρά του γενιτσάραγα να μπει στη σκηνή. Με επίσημο ύφος άρχισε να διαβάζει την καταδικαστική απόφαση του Σουλτάνου:
«Ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης δεν ηδυνήθη να συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού, επιχειρηθείσαν υπό διαφόρων διεφθαρμένων προσώπων, επιλαθομένων εαυτών... Ένεκα της διαφθοράς της καρδίας του αυτού ου μόνον δεν εγνωστοποίησεν, ουδ' ετιμώρησεν τους απλούς ανθρώπους, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως... Επειδή δε επείσθημεν πανταχόθεν περί της προδοσίας αυτού, αναγκαίον κατέστη όπως αφαιρεθή το σώμα του από της γης, και δια τούτο απηγχονίσθη, ίνα χρησιμεύση παράδειγμα δια τους λοιπούς».

Κανείς δεν πρόσεχε. Ήταν μια τυπική διαδικασία. Ο όχλος φώναζε ξέφρενα, οι στρατιώτες κατάκοποι παρακάλεγαν να τελειώσουν, να γυρίσουν πίσω στους στρατώνες, οι δήμιοι αδημονούσαν για την τελική πράξη κι ο Γρηγόριος συνέχιζε ν' αδιαφορεί για τα γινόμενα. Μόνος ανάμεσα σε τόσον κόσμο, κλεισμένος στις σκέψεις και τις προσευχές του, έμοιαζε μ' απλό παρατηρητή στο δικό του δράμα. Για μια στιγμή, γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και μετά τα σφάλισε μη θέλοντας να δει τις τόσες αηδίες γύρω του.
Όταν τέλειωσε ο γενιτσάραγας, ακούστηκε η φωνή του μποσταντζήμπαση:
Άτιμε, προδότη, αχάριστε. Κρεμάστε τον να τελειώνουμε.

Οι στρατιώτες άρχισαν να του δένουν χέρια και πόδια καταπώς γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όση ώρα χρειάστηκαν για τη δουλειά αυτή, μια απέραντη σιγή είχε απλωθεί στο θορυβώδες πλήθος. Κανείς δεν ακουγόταν. Όλοι παρακολουθούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Οι δήμιοι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν το σχοινί, όταν ακούστηκε μια γυναικεία φωνή απ απέναντι. Μια φωνή, που τάραξε τη σιωπή, έσκισε τον αγέρα κι ακούστηκε σ' όλα τα γύρω ρωμαίικα σπίτια, που βουβά παρακολουθούσαν την τραγωδία:
Θεέ μου. Κρεμούν τον Πατριάρχη!

Στα παράθυρα ξεπρόβαλαν δειλά τα φοβισμένα πρόσωπα, που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μεσαία πόρτα. Ο θρήνος, που τις μέρες αυτές είχε θρονιασθεί στις ψυχές, γίνηκε τώρα κλάμα γοερό, κοπετός και μοιρολόγι.
Ο κεσεδάρης στάθηκε απέναντί του και επιθεωρούσε αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε. Μετά έγνεψε ν' αρχίσουν. Ένας του πέρασε τη θηλειά στο λαιμό, την έσφιξε και τη δοκίμασε. Μετά τρεις χεροδύναμοι τράβηξαν απότομα την άλλη άκρη του σχοινιού. Το γέρικο σώμα πετάχτηκε απότομα
ψηλά. Άρχισε να σπαρταρά, μία, δύο, τρεις φορές. Ο Πατριάρχης ήταν νεκρός.

Ένα ξέφρενο ξεφωνητό γιόμισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Οι στρατιώτες έσυραν τα σπαθιά τα ύψωσαν θριαμβευτικά και αλάλαζαν μαζί με τον όχλο. Άλλοι πανηγυρίζοντας έρριχναν στον αέρα κουμπουριές. Τους είπαν πως αυτός είναι ο φταίχτης για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων και δεν είχαν λόγο να μην το πιστεύσουν. Τους είπαν πως ο Αλλάχ θέλει εκδίκηση και δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Μπροστά τους κρεμόταν ο ένοχος. Ο καθένας ποθούσε να πάει απ' το δικό του χέρι. Κι αν αυτό δεν ήταν μπορετό πριν, τώρα που κρεμόταν άψυχος στη μεσαία πόρτα μπορούσαν να του ρίξουν το δικό τους ανάθεμα για να ησυχάσει κι η συνείδησή τους.
Μερικοί έμειναν μόνο στις βρισιές. Οι πιο πολύ σπρώχνονταν να ζυγώσουν, για να χτυπήσουν τον νεκρό, να του πετάξουν μια πέτρα, ν' ασχημονήσουν. Έλεγες πως ήθελαν για δεύτερη φορά να τον σκοτώσουν. Ακόμη και κυρτωμένοι γέροντες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ένας μάλιστα άρχισε να χτυπά με τόση μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, που έπεσε κάτω λιπόθυμος. Νόμισαν πως έπαθε αποπληξία! Λένε πως κάπου εκεί, σε μια γωνία, μέσα απ την άμαξά του, παρακολουθούσε ο ίδιος ο Βεζύρης.
 
Τρεις μέρες κρεμόταν ο Πατριάρχης μπρός στη μεσαία πόρτα. Την πόρτα που είχε διαβεί αναρίθμητες φορές, από νεαρό σκολιαρόπαιδο, που θαμπωμένο πρωτοείδε το Φανάρι, ίσαμε γέρος Πατριάρχης που μπαινόβγαινε ανυποψίαστος για τον προορισμό της. Τώρα το νεκρό σώμα του έμοιαζε ν' απαγορεύει τη διέλευση, φύλακας και σεβάσμιο προσκυνητάρι της. Ήταν ένα εμπόδιο που θα την κρατούσε αιώνια κλειστή. Από κείνη τη μέρα κανείς δεν την ξαναπέρασε. Έκλεισε για όλους και για πάντα.

Την τρίτη μέρα πήγε στο Βεζύρη ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος μαζί με το Σταυράκη Αριστάρχη. Με χίλια παρακάλια ζήτησε το σώμα του νεκρού να το θάψει. Αρνήθηκε. Παρακάλεσαν και πάλι. Τους έδιωξε.
Φύγετε από δω. Είναι προδότης και τους προδότες τους ρίχνουν στα σκυλιά.
Πήγαν στο Σουλτάνο. Ούτε που τους δέχτηκε.
Ο πολυχρονεμένος Πατισάχ δεν πρόκειται να ματαμιλήσει σε γκιαούρηδες, τους είπε ένας αξιωματικός.
Απελπισμένοι γύρισαν στο Πατριαρχείο. Συνάχθηκαν κι οι άλλοι δεσποτάδες κι έκαναν την κηδεία του με το νεκρό να κρέμεται στη μεσαία πόρτα. «Οι την οδόν την στενήν βαδίσαντες και σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες, και προς ζωήν την αγήρω άγιοι και αΐδιον μετατεθέντες». Η ιδιότυπη κηδεία έγινε ένα θρηνητικό δοξαστικό για το μάρτυρα.
 
Την ίδια ώρα οι Τούρκοι κατέβαζαν το σώμα απ' την αγχόνη. Πίσω τους περίμενε μια ομάδα Εβραίων. Μόλις τέλειωσαν, τους είπε ένας αξιωματικός.
Πάρτε το σκυλί και ρίχτε το στη θάλασσα.


Περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2004

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε'




 
Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄
Γεώργιος Τερτσέτης
Ομιλία περί του αοίδιμου  Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, 1853
  
   Η βασιλεία των ουρανών είναι των μικρών παιδιών, λέγει το Ευαγγέλιον. Αν αθώα ψυχή, έντιμοι κύριοι ακροαταί, κερδίζη την βασιλείαν των ουρανών, καρδίαν αθώαν, ψυχήν καλήν πρέπει να έχη και όποιος βούλεται να ομιλήση αξίως δια τους μακαρίους ουρανοπολίτας. Πρέπον και δίκαιον φαίνεται ο καθαρός να ομιλή δια τους καθαρούς· έπειτα, αν είμαστε αθώοι, εννοούμεν καλύτερα και την αθωότητα των άλλων· το αθώον της ψυχής μας χρησιμεύει ως οφθαλμός λαμπρός,που βλέπει το κάλλος της αρετής των αγαθών.
Αθωότητος αισθάνομαι σήμερον ανάγκην βουλόμενος να σάς μιλήσω δια τον μακαρίτην Γρηγόριον, Πατριάρχην και Αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά πως εύκολον, κατορθωτόν; Πως;
     Όσοι ζούμεν την κοσμικήν ζωήν, απεχαιρετήσαμεν προ πολλού και την παιδικήν ηλικίαν, πως να ευρούμεν εις τα σπλάχνα μας την ποθουμένην αθωότητα, χάριν της οποίας να δώσωμεν ζωήν και κάλλος εις το εγκώμιον των Αγίων; Έβαψαν την καρδίαν μας τα πάθη της κοινωνίας, η δυσπιστία, ο φθόνος, το φιλήδονον, η διχόνοια, όσα τέλος μάχονται την αθωότητα. Αν όμως συμβή και νοήσετε σήμερον εις τα λόγια μου χάριν η αξιοπρέπειαν, αποδώσατέ το εις το εύμορφον κείμενον, που επήρα να σχολιάσω, εις την έρευναν της αρετής του παναγιωτάτου Πατριάρχου. Ως συμβαίνει, αν ταξιδεύσωμεν εις άγρια δύσβατα μέρη και αιφνιδίως ευφραίνονται οι οφθαλμοί μας, αν ιδούμεν έμπροσθέν μας κάμπους, περιβόλια εύμορφα, καθίζομεν εις τους ίσκιους των δένδρων και παίρνομεν χαράν από τα άνθη, από τους καρπούς˙ ομοίως και εγώ, ως αφιερώθηκα εις την εξέτασιν και εις την μελέτην της ψυχής του αειμνήστου Πατριάρχου, μου εφάνη να πνέω τον γλυκύν αέρα και να χαίρωμαι όλην την γαλήνην της πρώτης αρχαϊκής αθωότητος των ανθρώπων. Θα ιστορήσω λοιπόν την αθώαν του ζωήν, την κλίσιν, τον έρωτα του μακαρίτου προς την επιστήμην, θα σχολιάσω την φιλομάθειαν, τον πατριωτισμόν του, θα κλείσω τον λόγον μου με την διήγησιν του μαρτυρίου του˙ μη γένοιτο, φθάνοντας εγώ εις αυτά τα πέρατα της ομιλίας μου να κινήσω εις δάκρυα και θρήνους το ακροατήριον˙ οι θρήνοι, τα δάκρυα αρμόζουν εις την ταφόπετραν νέου παλικαριού, που δεν έζησε να δείξη τους καρπούς της μεστής ηλικίας, όχι εις γέροντα, ο οποίος επλήρωσε με τιμήν και δόξαν το μακρόβιον της ηλικίας του.
Ούτε πάλι θα τινάξω εις τους οφθαλμούς σας λαμπάδα εκδικήσεως· μη γένοιτο. Εις αυτό το παρεκκλήσι της επιστήμης, εις γαληνιαίον οικοδόμημα βιβλιοθήκης να σαλπίσω εγώ σάλπιγγα αίματος, να προκαλέσω φόνον αντί φόνου. Όψιμοι υιοί του πολιτισμού του κόσμου, χρεωστούμεν και εις άπασαν την οικουμένην την απόδειξιν, ότι καρπούμεθα του περασμένου καιρού τα μαθήματα, ότι προοιμιάζομεν τάξιν σοφήν νέου κόσμου, ότι είμεθα κοντολογής άκρη και αρχή των αιώνων˙ οι ειδήμονες του περασμένου καιρού και οι προορατικοί του μέλλοντος μου φαίνεται να μας λέγουν: Καλλιεργείτε τον νουν σας, τελειοποιείτε την καρδίαν σας εις το καλό, προκόβετε εις τές επιστήμες και εις τές τέχνες, τώρα που η μακαρία ειρήνη φωτίζει την πατρίδα σας˙ καλλιεργείτε, σέβεσθε το πολίτευμα της πατρίδος σας· καλύτερην άλλην εκδίκησιν δεν δύνασθε να πάρετε από τους εχθρούς σας, καλύτερην ευχαρίστησιν να δώσετε εις τους φίλους σας.
Ανήμερα της εορτής των Βαϊων, την Κυριακήν, οι φίλοι του έλεγαν και τον παρακαλούσαν, και άνδρες επίσημοι των πρεσβειών, να φύγη να σωθή˙ τα μέτρα της Οθωμανικής Κυβερνήσεως εγίνοντο άγρια, ανήμερα και καθένας ημπορούσε να προϊδή το μέλλον· τον παρακαλούσαν λοιπόν να φύγη, του επρόσφεραν και τα μέσα.
«Μην με παρακινήτε εις φυγήν, είπεν εις τους φίλους, μην θέλετε να σωθώ· η ώρα της φυγής μου θα ήτον αρχή σφαγής, ώρα σπαθιού εις Κωνσταντινούπολιν και την άλλην Χριστιανωσύνην· εύμορφο πράγμα θέλετε να κάμω, μεταμορφωμένος με καμιά προβιά εις την πλάτην να φεύγω εις τα καράβια η σφαλισμένος εις πρεσβείαν φιλικήν να ακούω εις τους δρόμους τα ορφανά του έθνους μου να σπαράττουν εις τα χέρια του δημίου. Είμαι Πατριάρχης, δια να σώσω τον λαόν μου, όχι να τον ρίξω εις τα μαχαίρια της γιανιτσαριάς· ο θάνατός μου ίσως χρησιμεύει περισσότερο παρ' ό,τι εδυνόμουν ποτέ να φαντασθώ, πως θα ωφελήση η ζωή μου.Οι ξένοι βασιλείς θα ταραχθούν εις την αδικίαν του θανάτου μου· δεν θα ιδούν ίσως με αδιαφορίαν, υβρισμένην την πίστιν τους εις το πρόσωπόν μου και όπου είναι άνδρες αρμάτων Ελληνες, θα πολεμήσουν με απελπισίαν πόλεμον, που συχνά χαρίζει νίκην· είμαι βέβαιος· κάμετε λοιπόν υπομονήν εις ό,τι μου συμβή. Σήμερον ας φάγωμεν εις το τραπέζι τα ψάρια του γιαλού και παρεμπρός, εντός ίσως της εβδομάδος, ας φάγουν και αυτά από ημάς.
Όχι, δεν θα χρησιμεύσω εγώ περίγελως ζώντων, και περπατώντας με διάκους και άρχοντας εις τους δρόμους της Οδησσού, της Επτανήσου η της Αγκώνας να με δαχτυλοδείχνουν τα παιδιά, ιδού ο φονιάς Πατριάρχης! Αν το έθνος μου σωθή και θριαμβεύση θα μ' αποζημιώση ελπίζω, με θυμιάματα τιμής και επαίνου, επειδή έκαμα το χρέος μου. Τετάρτη φορά δεν θ' άνεβώ πλέον εις τα μοναστήρια του Άθωνος, δεν το θέλω˙ χαίρετε, σπήλαια και κορυφές του ιερού βουνού˙ χαίρε, θαλάσσιον κύμα, χαίρε Σπάρτη και Αθήνα, όπου ήθελα να συστήσω σχολεία επιστημόνων δια τους νέους της πατρίδος. χαίρε γη της γεννήσεώς μου, Δημητσάνα.
Εγώ υπάγω όπου με καλεί, με βιάζει η γνώμη μου, η μεγάλη μοίρα του έθνους και ο Ουράνιος Θεός, έφορος θείων και ανθριπίνων πραγμάτων. » Χρεωστώ εις ένα των ακροατών μου, τον σεβάσμιον Μάρκον Δραγούμην, την ομιλίαν του Πατριάρχου εις τους φίλους του˙ και η προφητεία της ομιλίας του αλήθευσε˙ ανήμερα της Λαμπρής η γεροντική κεφαλή του, ο ζωηρός οφθαλμός του, που ενέπνεαν χαράν και πίστιν εις τους Χριστιανούς, εμελανιασαν από το αίμα, πηγμένον εις το πρόσωπόν του˙ αλλά τι εσυνέβη; Οι τρικυμίες γης και θαλάσσης είναι φτωχή παρομοίωσις των τρικυμιών της ψυχής· βροντή και αστραπή του ουρανου δεν αντιβοούν τόσον εις τα πλάγια των βουνών, όσον ο σκοτωμός του Πατριάρχου εις την καρδίαν των Ελλήνων˙ οι θαλασσινοί έγιναν ατρόμητοι και καίουν μεγάλα καράβια του εχθρού˙ εντός ολίγων μηνών από τον σκοτωμόν παραδόθηκε Τριπολιτσά, Αθήνα, Σάλωνα˙ εις την κόψιν του ελληνικού σπαθιού ήτον γραμμένον το όνομα του Πατριάρχου Γρηγορίου και εθέριζε˙ οργή πολέμου εθανάτωσεν αδιακρίτως πολεμικούς άνδρας και αθώα βρέφη εις τους κόρφους των μητέρων˙ δεν ακούεται από το φρούριον των Σαλώνων, από τους δρόμους των Αθηνών κλάημα, φωνή παιδιών, γυναικών; παρακαλούν, δέονται δια την σωτηρίαν της ζωής των, ζητούν την χάριν με φωνήν ελληνικήν˙ εδώ εις χώματα ελληνικά γεννήθηκαν και δεν γνωρίζουν σχεδόν άλλην γλώσσαν και εις την γέννησίν τους έρρεαν πλούτη και μεγαλεία. Μάταια παρακαλέσματα! Το μολύβι και το σπαθί αστράφτουν και καίουν˙ πλησίον του στρατώνος, εις εκείνο το στενό σοκάκι, το αίμα έτρεξε αυλάκι.
Μη γένοιτο να ζωγραφίσω ενώπιόν σας ως καύχημα την σφαγήν αθώων παιδιών και γυναικών, ακρόαμα και καύχήμα αναρμόδιον εις τόσον ευαίσθητο και εκλεκτόν ακροατήριον μόνο αγωνίζομαι να χαράξω εις το πνεύμα σας, ότι ο φόνος του μακαρίτου Πατριάρχου εστάθη ώρα κρίσιμη δια το Γένος μας· και απεφάσισε και έθρεψε την οργήν και το πείσμα του ελληνικού πολέμου δια την απόκτησιν της αυτονομίας. Εις αυτούς τους πρώτους καιρούς ευκολώτερα ήθελε γραφτούν συνθήκες αγάπης μεταξύ λεόντων και ανθρώπων, μεταξύ λύκων και αμνών, παρά μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων, Ο Σουλτάνος ηθέλησε θανατώνοντας τον Εθνάρχην της φυλής, να χτυπήση εις την καρδίαν το Έθνος, να του μαράνη με μιας την ζωήν˙ πλήν εσυνέβη όλο το εναντίον˙ το κέντρον αληθινά ερραΐσθη, έλειψε, αλλ' άπλωσε, εσκόρπισε παντού, εις τα μέρη˙ ο καθένας είπε τον εαυτόν του κέντρον˙ ο καθένας αυτοχειροτονήθη εθνάρχης· εχάθηκε ο Πατριάρχης, έμεινα εγώ· αν δεν το είπαν όλοι, το είπαν οι γενναιότεροι. Εννοήσατε τώρα, διατί οι γέροντες του αγώνος, μικροί και μεγάλοι, ο καθείς θαρρεί τον εαυτόν του αίτιον των ηρωικών κατορθωμάτων˙ βαθύνετε εις την καρδίαν τους, άλλοι το λέγουν σκεπαστά, άλλοι το λέγουν ανοικτά˙ μη θαρρείτε, πως θέλουν να μας γελάσουν· το πιστεύουν και μά την αλήθειαν το εύλογον και άδικον κρατιούνται από το χέρι εις την γνώμην τους. Από δοξάρι τόσο τεντωμένο το βέλος έμελλε να χυθή βροντερό και θανατηφόρο.
Εγώ, κύριοι ακροαταί, του μακαρίτου Πατριάρχου Γρηγορίου εξετάζοντας απαθώς την αθωότητα της νεότητός του, το όσιον του ανδρός ως ιερέως, τον νουν του, φίλον, λάτρην της επιστήμης, την γενναιότητα του θανάτου του, μετρώντας το καλό, που προήλθε εις το Έθνος μας από την θυσίαν του, πρώτη κοινωνία αίματος χυμένου εις ανάστασιν ελευθερίας, δεν δειλιάζω να τον κηρύξω ως ένα των ενδοξοτάτων ανδρών της ιστορίας, εις την αράδα των ευεργετών, των αγίων της ανθρωπότητος, από καταβολής κόσμου. Η ευχή του με ημάς, με όλον το Γένος, η ευχή του με όλους τους Χριστiανούς της γης, περιπλέον ακόμη, με Χριστιανούς και με μη Χριστιανούς, ώστε η ευχή του να τους κατευοδώση, εις οδόν σωτηρίας, και από εχθροί και φονείς του να γίνουν προσκυνηταί του και τέκνα του.
Μου φαίνεται, κύριοι, πως είμεθα αρκετά προχωρημένοι εις πολιτισμόν, αρκετά αναγεννημένοι εις την χάριν του πνεύματος, αφού δεν καταριόμεθα, δεν αναθεματίζομεν πλέον, αλλά δεόμεθα υπέρ του φωτισμού της ψυχής των όσων δεν χαίρονται ακόμα τα φώτα και το κάλλος του Χριστιανισμού.Αυτά τα αισθήματα, αυτά τα λόγια μου, τα οποία εγώ, μά την αλήθειαν, δανείζομαι από τόσο σεβαστό και ελληνικό ακροατήριο γυναικών και ανδρών, αυτά τα λόγια μας, είμαι βέβαιος, είναι τα πλέον ευώδη άνθη, με τα οποία κατά το ετήσιόν μας έθιμον, στολίζομεν και την εφετεινήν εθνικήν πανηγυρικήν της 25 Μαρτίου.


ΤΟ ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟ: ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’ ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ;




 
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’
ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ;
ΚΩΝ/ΝΟΥ Δ. ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Πρωτοπρεσβυτέρου-Θεολόγου
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ 2000
 
Το αφοριστικόν
«Ο Κλήρος ήταν και ο οδηγός της Φυλής και το στήριγμά της» Διον. Κόκκινος
 
     Και ερχόμαστε στον αφορισμό. Ο Σουλτάνος όταν έμαθε τα γεγονότα στις ηγεμονίες και το Μωριά, αποφάσισε γενική σφαγή των Χριστιανών. Ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να ξεμπερδεύει με το Χριστιανικό στοιχείο. Όταν ελήφθει η απόφαση αυτή, ο Γρηγόριος επισκέφθηκε τον Σεϊχουλισλάμη (Τούρκο θρησκευτικό αρχηγό), που ήταν ο μόνος αρμόδιος να πάρει μια τέ­τοια φοβερή απόφαση, και τον παρεκάλεσε να λυπηθεί το Γένος του. Ο Τούρκος - προς τιμήν του! - όντας τί­μιος άνθρωπος δεν υπόγραψε το διάταγμα. Πλήρωσε την άρνησή του με εξορία και με τη ζωή του. Κατά δια­ταγή τού Σουλτάνου δολοφονήθηκε. Στη θέση του πήγε άλλος, που υπόγραψε το διάταγμα (φετφά). Επο­μένως η γενική σφαγή των Χριστιανών είχε αποφασι­σθεί. Ο κίνδυνος ήταν μέγας και επί θύραις για το Γέ­νος. Ας έλθουμε στα επί μέρους γεγονότα.
1. Το φερμάνι που διάβασε ο κεσεδάρης (αρχιδήμιος) στο Πατριαρχείο, παρόντος και τού Γρηγορίου, έγραφε πως ο Γρηγόριος φάνηκε «αχάριστος και άπι­στος προς την Πύλην και ραδιούργος...».1 Στη συνέ­χεια μετέφεραν τον Πατριάρχη στις φυλακές τού Μποσταντζήμπαση. Εκεί μέσα βέβαια δεν τού πρόσφε­ραν... πορτοκαλάδα. Εκεί τον βασάνισαν.2 Και γεννιέ­ται το ερώτημα: τι σόι προδότης ήταν ο Γρηγόριος, αφού η Υψηλή Πύλη τον χαρακτηρίζει άπιστο και ραδιούργο; Ποιος προδότης υπομένει τα βασανιστήρια; Η ψυχολογία τού προδότη δεν αντέχει στο μαρτύριο. Ας μη γελιόμαστε...
2. Όταν το συμβούλεψαν να φύγει απάντησε (ο Γ. Τερτσέτης μας διαφύλαξε τους λόγους του): «Μη με προτρέπετε να φύγω... Όχι, δε θα φύγω... Ο θάνατος μου θα ωφελήσει περισσότερο παρά η ζωή μου. Οι Έλληνες μαχητές θα πολεμήσουν με μεγαλυτέραν μανίαν. Και τούτο φέρει ως δώρον την νίκην...».3 Ποιος προδότης μίλησε ποτέ έτσι; Ποιος ποτέ πέθανε γι' αυ­τό που πρόδωσε;
 3. Το αφοριστικό, είναι ολοφάνερο, δεν έγινε με την πρόθεση και τη θέληση τού Πατριάρχη. Εκδόθηκε για να σωθεί το Γένος από τη σφαγή και για να κερδίσει χρόνο η επανάσταση. Και είναι γεγονός πως το αφορι­στικό δεν ενόχλησε εκείνους για τους οποίους και εκδόθηκε, εννοώ τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους άλλους επαναστάτες. Μάλιστα ο Αλ. Υψηλάντης στις 29 τού Γενάρη τού 1821 έστειλε την παρακάτω επιστο­λή στο Γέρο τού Μωριά: «Φιλογενέστατε και ανδρείε καπετάν Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη!... Ο μεν Πατριάρ­χης βιαζόμενος παρά της Πόρτας (ο Σουλτάνος), σάς στέλλει αφοριστικά και εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν, και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου...».4
Τα ίδια βεβαιώνουν και άλλοι περιφανείς άνδρες τού Αγώνα, όπως ο Μ. Οικονόμου και ο Ν. Σπηλιάδης5. Μήπως και στις μέρες μας μερικές ενέργειες τού Πα­τριαρχείου δε μας προξενούν κατάπληξη! Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις, δεν πρέπει να κρίνονται ποτέ επιφανειακά και αποσπασματικά, από μια «διπλωματι­κή» τους ενέργεια. Η αλήθεια βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα. Είναι εύκολο σε μας, μέσα στη ζεστασιά τού γραφείου μας, και ενώ πίνουμε το καφεδάκι μας, να κρίνουμε τις πράξεις ανδρών που βρέθηκαν αντιμέ­τωποι μπροστά σε αδυσώπητα Ιστορικά διλήμματα, όπως αυτό του Πατριάρχη.
 4. Στο έγγραφο που αναρτήθηκε στο στήθος τού Πατριάρχη, ήταν γραμμένα και τούτα τα λόγια: «... Άλλ' ο άπιστος Έλλην πατριάρχης... δεν ηδυνήθη να μη συμμεθέξη (να λάβει μέρος) εις τας στάσεις και την επανάστασιν τού Έθνους αυτού... κατά πάσαν πιθανό­τητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως... αυτός ο άπιστος υπήρξε υπέρ πάντα άλλον ο άξων πασών των αταξιών... επείσθημεν... ότι συμμετέσχε πασών των βιαίων πράξεων, τας οποίας υπήκοοι πεπλανημένοι έπραξαν εκεί και εις την επαρχίαν Καλαβρύτων...».6
 Μα, τόσο ανόητοι στάθηκαν οι Τούρκοι, ώστε σε μια τόσο κρίσιμη ώρα να θυσιάσουν έναν τόσο πολύτιμο συνεργάτη τους; Ήταν λοιπόν ο Γρηγόριος Τουρκόφιλος; Τότε γιατί τον κρέμασαν οι Τούρκοι;; Η αγχόνη είναι απόδειξη των αποδείξεων... Ο Ιστορικός Gordon υποστηρίζει πως ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας και ότι δεν ήταν απόλυτα αθώος της συνωμοσίας.7 Ο Ολλανδός επιτετραμμένος στην Πό­λη, Τέστα, σε έκθεση του στο Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του, γράφει πως ο Γρηγόριος ήταν ο κύριος συνένοχος και υποκινητής της συνωμοσίας των Ελλή­νων και ότι επιστοποιήθηκε με σαφείς αποδείξεις και έγγραφα η συνενοχή του.8 Η Ιστορικός Ο. Μπ. Σπαρό αναφέρεται σε ισχυρισμούς των Τούρκων σύμφωνα με τους οποίους βρέθηκαν πάνω στο Γρηγόριο έντεκα γράμματα προς τους Μωραΐτες επαναστάτες.9 Ο Τούρκος ιστορικός Σανί Ζαντέ υποστηρίζει πως το Πα­τριαρχείο ήταν σε γνώση των σχεδίων της Φιλικής Εταιρείας.10   Και ο Τούρκος ιστορικός Ντζιβντέτ πασάς αναγνωρίζει πως ο αφορισμός «συνετέλεσε να σωθεί η ζωή των χριστιανών».11 Πράγματι ο Σουλτάνος εγκατέλειψε το σχέδιο της γενικής σφαγής και έτσι σώθηκε το Γένος.
 Στο μεταξύ είχε γίνει προσπάθεια από τον Μητρο­πολίτη Δέρκων, να σωθεί ο Γρηγόριος δια φυγής στην Πελοπόννησο. Ο Γρηγόριος όμως αρνείται! Μένει εκεί περιμένοντας το μαρτύριο!! Αν ήταν προδότης, όπως τον κατηγορούν, πως εξηγείται αυτή η στάση του;
 5) Έχουμε ερευνητές που μας δίδουν την πληρο­φορία πως ο Γρηγόριος με εξ (6) μέλη της Συνόδου κατέκαυσε τον αφορισμόν. Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Την Μ. Δευτέρα το πρωΐ, 4-4-1821, καρατομήθηκε ο Μέγας Διερμηνέας, Κων/νος Μουρούζης. Την 3η λοι­πόν ώρα μετά το μεσονύχτιον της ιδίας αυτής ημέρας, ο Γρηγόριος μαζί με τους Μητροπολίτες Καισαρείας, Δέρκων, Εφέσου, Χαλκηδόνος, Νικομήδειας και Νικαί­ας κατήλθεν εις τον Ι. Ναόν του Μεγαλομάρτυρος Γε­ωργίου, αφού εκλείδωσε από μέσα την θύρα. Αφού ενεδύθησαν όλοι τα ιερά τους άμφια ο Γρηγόριος τους είπε: «επιθέσατε τας χείρας ημών επί του αφορισμού» και ανέπεμψε αυτοσχέδιον ευχήν λύσεως του αφορι­σμού και μεταξύ άλλων είπεν: «Θεέ Παντοκράτωρ... συγχώρησον πρώτον ημίν τοις ημαρτηκόσι Σοι. Καθ' α δέδωκας ημίν εντολήν του δεσμείν και λύειν, καταλύομεν τον αφορισμόν τούτον, ον ακουσίως (χωρίς την θέ­ληση μας)  απευθύναμεν  κατά πιστών δούλων Σου. Ναι, Κύριε Βασιλεύ, επάκουσον ημών και ενίσχυσον και σώσον αυτούς, τω βραχίονί Σου τω υψηλώ...».12
Κατόπιν ο Γρηγόριος έλαβε λαμπάδα αναμμένη και κατεύκασε τον αφορισμόν, τον ποδοπάτησε και εσκόρπισε την στάχτη του. Τουρκόφιλος και προδότης ο Γρηγόριος (!)
 6. Την Κυριακήν των Βαΐων, 3 Απριλίου 1821, συντρώγοντας ο Γρηγόριος με γνωστούς του ανθρώπους της Ρωσικής Πρεσβείας, καθώς και με άλλους ομογε­νείς, το πατροπαράδοτο φαγητό με ψάρια έλεγε προφητικώς: «Σήμερον εσθίομεν ημείς το οψάρια και αύριον εσθίουσι τα οψάρια ημάς».
Προσβλέπων δε και προαισθανόμενος τον επικείμενον θάνατον του ερώτησε ατάραχος, απτόητος, και ανδρείος πάντοτε: Ποιος θάνατος είναι προτιμότερος, ο δια καρατομήσεως ή δι' αγχόνης;
 Και ενώ οι άνθρωποι της Ρωσικής Πρεσβείας τον επίεζαν να φύγει με καράβι για την Οδησσό, ο Γρηγό­ριος τους είπε τα παρακάτω λόγια, που φανερώνουν το μεγαλείον της ψυχής του: «Είμαι Πατριάρχης και πρέπει να σώσω τον λαόν μου και όχι να τον ρίψω εις τα μαχαί­ρια των Γενιτσάρων.... Ο θάνατος μου θα επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν παρ' όσον η ζωή μου.... Θα υπάγω εκεί όπου με καλεί η μεγάλη μοίρα του Έθνους και ο Θεός, ο έφορος των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων...».13
Εδώ φαίνεται καθαρά η καρδιά τού Γρηγορίου! Προχωρεί, βαδίζει προς το μαρτύριο διψώντας το! Μα είναι δυνατόν να έχει τέτοια δίψα και τέτοια στάση ένας προδότης; Μπορεί ένας τέτοιος χαρακτήρας να είναι φιλοτομαριστής;
 7) Άλλωστε δεν υπάρχει θρησκευτική και εκκλησια­στική - θεολογική βάση που να στηρίζεται ο αφορι­σμός. Από την Εκκλησία επιβάλλεται ο αφορισμός για διδασκαλίες και κηρύγματα πλάνης που αλλοιώνουν την Ευαγγελική Αλήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση τού αφορισμού, που εξέδωσε ο Γρηγόριος Ε' και η Πα­τριαρχική Σύνοδος τού 1821, δεν συντρέχουν οι πιο πάνω λόγοι. Επομένως ο αφορισμός ήταν ένα τέχνα­σμα και τίποτε άλλο. Αυτό όμως το τέχνασμα πρόλαβε τεραστίας εκτάσεως σφαγές τού Ελληνικού στοιχείου, ενώ δεν είχε κανένα δυσμενές για το Γένος αποτέλε­σμα.
Γράφει σχετικώς ο Διον. Κόκκινος: «Η πράξη αυτή τού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε' δεν ήταν αποτέλεσμα ολιγοπιστίας από αδυναμία, αλλά πράξη συνέσεως και σκληρή προσπάθεια για αποτροπή τού μεγάλου κακού, των σφαγών».14
 8) Διαβάζοντας με προσοχή τον γιαφτά, το σουλτα­νικό έγγραφο - κατηγορητήριο που αναρτήθηκε στο στήθος τού Γρηγορίου, θα διαπιστώσει κανείς ότι τρεις είναι οι αιτίες που οδήγησαν τον Γρηγόριον στην αγχό­νη. Η πρώτη είναι ότι ο Πατριάρχης δεν εκίνησε τα πνευματικά του όπλα κατά των αποστατών. Η δεύτερη ότι ήταν συμμέτοχος της αποστασίας - Επαναστάσεως και η τρίτη ήταν μυημένος στην Φιλική Εταιρεία.
Μήπως το κατηγορητήριον με τις αιτίες που δια­λαμβάνει, αποτελεί αποστομωτική απάντηση στους κα­τηγόρους τού Γρηγορίου;
Αλήθεια, είναι όλα ψεύδη τα όσα γράφει ο γιαφτάς;
Κάτω από το φως τόσων γεγονότων, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως ο Πατριάρχης με το αφοριστικό ένα σκοπό είχε και αυτός ήταν να σώσει το Γένος από τον αφανισμό. Δεν είχε σκοπό να σώσει το τομάρι του, όπως άλλοι υποστηρίζουν. Μπορούσε να το κάνει και αυτό. Είχε καιρό. Μα διάλεξε το μαρτύριο. Και είναι γεγονός πως η είδηση τού μαρτυρίου έφθασε στους επαναστατημένους ραγιάδες πιο πρώτα από τον αφορισμό. Και όπως είχε προβλέψει, οι Έλληνες εκδι­κήθηκαν τον άδικο μα μαρτυρικό του θάνατο.
 Ο Τερτσέτης τον εννοεί ως άξιον τού Γένους αγω­νιζομένων Ελλήνων και της ελεύθερης Ελλάδος οδηγόν και γράφει: «εις την κόψην τού Ελληνικού σπα­θιού ήτο γραμμένον το όνομα τού Πατριάρχου και εθέριζε».15
Ο Σουλτάνος δεν τον κρέμασε επειδή ήταν Πα­τριάρχης (εξέλεξε αμέσως άλλον), αλλά επειδή ήταν ο πιο επικίνδυνος για την Πύλη Εθνάρχης των Ραγιάδων. Αυτή είναι η αλήθεια. «Η αγχόνη που πήρε τη ζωή του, αντί ν' απελπίσει το αγωνιζόμενο Έθνος, αντίθετα χαλύβδωσε την απόφασή του να ζήσει ελεύθερο ή να πεθάνει».16
Η εθελοθυσία του Πατριάρχη συνέβαλε αποφασι­στικά στην Εθνεγερσία του 1821, και απέβη κατά τον Παύλον Καρολίδην, η «ευνοϊκότερη διακήρυξη του Δι­καίου της Επαναστάσεως του 1821 που συγκίνησε συ­νειδήσεις».17
Ακόμη εδημιούργησε Ευρωπαϊκόν ρεύμα υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων και αφύπνισε συμπάθειες σε όλη την χριστιανοσύνη υπέρ του Ελληνικού Έθνους, όπως γράφει ο Γερμανός ιστορικός Γερβίνος.18
 
 
1. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α', σελ. 268.
2. Στο ίδιο, σελ. 268.
3. Διον. Κόκκινου, Η Ελληνική Επανάστασις τόμ.τ Α', σελ. 266.
4. Ιωάν. Φιλήμονος, Δοκίμιον Ιστορικόν της Ελληνικής Επαναστάσε­ως, τόμ. Α', σελ. 310.
5. Τιμ. Κιλίφη, Μιλούν τα γεγονότα, σελ. 9.
6. Ζ. Γκενάκου - Μουρούτη, Γρηγόριος ο Ε', προδότης ή εθνομάρτυρας; σελ. 14.
7. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές τόμ. Α', σελ. 208.
8. Ζ. Γκενάκου - Μουρούτη, Γρηγόριος ο Ε', σελ. 14-15.
9. Ιω. Παπαϊωάννου. Ιστορικές γραμμές, τόμ. Α', σελ. 208.
10. Στο ίδιο, σελ. 208.
11. Νικηφόρου Μοσχοπούλου, ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους Ιστοριογράφους, σελ. 146.
12. Π. Αγγελοπούλου, Τα κατά τον Πατριάρχην Γρηγόριον, σελ. 300, και Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', σελ. 20-22.
13.Ιω. Βώκου, Γρηγόριος Ε', Ζωή έργα και το μαρτυρικό τέλος, σελ. 18-20.
* Να προστεθεί εδώ ότι ο Γρηγόριος δεν αφόρισε τους Πελοποννησίους επα­ναστάτες!
14. Διον. Κόκκινου, Ιστορία της Έλλην. Επαναστάσεως, τόμ. Α', σελ.
15. Ιω. Παπαϊωάννου, Ιστορικές γραμμές, τόμ. Γ', σελ. 68.
16 Δημ. Φωτιάδη. Η Επανάσταση του '21, τόμ. Α', σελ. 410.
17. Παν. Παπαθεοδώρου ο Γρηγόριος Ε' και η Επανάσταση του 1821, σελ. 79.
18. Στο ίδιο, σελ. 86.
 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε’
ΠΡΟΔΟΤΗΣ Ή ΙΕΡΟ-ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ & ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ 2000
 
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ            www.egolpion.com
 28  ΜΑΡΤΙΟΥ  2011