Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Ἀντίρρηση στήν «Θεολογική ἀπάντηση σέ σύγχρονους προβληματισμούς»


Ὑπό τοῦ μοναχοῦ Παϊσίου Καρεώτου
Εἰσαγωγικά
Στίς 4-8-2019 δημοσιεύθηκε μία συνέντευξη πού πῆρε ὁ κ. Δημήτριος Κυριακόπουλος ἀπό τόν ἀρχιμ. π. Ἀντώνιο Φραγκάκη. Μέσα ἀπό τά πολλά θέματα πού ἐκεῖ ἀναλύονται, ἡ ὅλη προσπάθεια εἶναι νά στηρίξει ὁ π. Ἀντώνιος τό ἔγκυρον κάποιων δηλώσεων τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου.
 Ὁ μέν Μητροπολίτης καταπιάνεται μέ ἕνα θέμα, σέ ἐπίπεδο ἐκλαϊκευμένης ἐπιστήμης μέ γνωστικίζουσες ἀποκλίσεις. Ὁ δέ π. Ἀντώνιος, στήν προσπάθειά του νά δώσει μίαν θεολογική ἀπάντηση, ἀνοίγει ἕνα εὐρύ φάσμα θεολογικῶν προβληματισμῶν, καί δημιουργεῖ περαιτέρω προβλήματα πάνω στήν κατανόηση τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
Καὶ οἱ δύο ἐπικαλοῦνται ὅτι τὰ ἄκουσαν ὡς διδασκαλία ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο. Εἴτε πράγματι συμβαίνει αὐτὸ, εἴτε ὄχι, ἡ διδασκαλία ποὺ μεταφέρεται πρὸς τὸν λαὸ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν παραδεδομένη. Ἐπειδὴ ὁ ὑπογράφων εἶναι ὁ π. Ἀντώνιος, στρέφουμε τὸν λόγο πρὸς αὐτὸν, ὑποδεικνύοντας τὶς συνέπειες τῶν λόγων του, ἀλλὰ καὶ τὶ λέει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ἀντίρρησή μας θά ἐπικεντρωθεῖ σέ ἕνα σημεῖο Τριαδολογικό, πού θίγει στήν ἀρχή τῆς συνεντεύξεως, καί στή συνέχεια στὰ σημεῖα ποὺ διαστρεβλώνουν τήν διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας.
Περί τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων
Στό δημοσίευμα λοιπόν αὐτό, ὁ ἀρθογράφος ὑπερασπίζεται τήν ἄποψη ὅτι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. ἡ πατρότης, ἡ υἱότης καί τό ἐκπορευτόν, τά ἀποδίδουμε ἐμεῖς «μέ ὅσα ξέρουμε ἀπό τήν γήϊνη – κτιστή πραγματικότητα», «μέ βάση τήν ἐμπειρία μας». Ἔτσι τίς προσωπικές σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, τίς ἀνάγει στήν Συμβολική Θεολογία. Οἱ σχέσεις κατ’ αὐτὸν εἶναι σύμβολα, δηλαδὴ εἶναι συμβολικά φανερούμενες στόν ἄνθρωπο καί δὲν εἶναι πραγματικές. Μέ ἄλλα λόγια, στήν πραγματικότητα ὁ Πατήρ, δέν εἶναι Πατήρ, καί ὁ Υἱός δέν εἶναι Υἱός. Τά ὀνόματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος λαμβάνονται ἐκ τῶν «καθ΄ἡμᾶς». Λέει συγκεκριμένα, «βρίσκουμε σύμβολα γιά νά ἀποδώσουμε τήν δική του ἀποκάλυψη στό κτιστό ἀνθρώπινο εἶναι».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅμως εἶναι ἀντίθετος σέ αὐτή τήν ἄποψη. «Πρέπει νά γνωρίζουμε – λέει – ὅτι τό ὄνομα τῆς πατρότητος καί τῆς υἱότητος καί τῆς ἐκπορεύσεως δέν μεταφέρθηκαν ἀπό ἐμᾶς στήν μακαρία Θεότητα, ἀλλά ἀντίθετα ἔχει μεταδοθεῖ σέ μᾶς ἀπό ἐκεῖ, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος:
«Διά τοῦτο κάμπτω τά γόνατά μου πρός τόν Πατέρα, ἐξ΄οὗ πᾶσα πατριά ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ἐφ’. 3, 14-15). (Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔκδ. «ΠΟΥΡΝΑΡΑ» Θεσ/νικη 1989, σελ. 56).
Ἐπικαλεῖται ὁ π. Ἀντώνιος τον Ἅγιο Μάξιμο ὅτι λέει: «ὁ Θεός οὔτε Πατέρας εἶναι, οὔτε Υἱός, οὔτε Ἀγάπη, οὔτε φῶς, οὔτε…». Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὰ προηγούμενα λόγια τοῦ π. Ἀντωνίου, δίδει τὴν εἰκόνα, ὅτι τελικὰ ὁ Πατήρ, καὶ εἶναι Πατήρ, καὶ δὲν εἶναι Πατήρ. Παρόμοια καὶ ὁ Υἱός. Πρέπει νὰ διασαφηνισθεῖ ὅτι ὁ Πατήρ εἶναι πάντοτε Πατήρ. Δὲν εἶναι Πατήρ – ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Μάξιμος – καθὼς οἱ πατέρες οἱ δικοὶ μάς, δηλαδὴ ἄλλοτε δὲν εἶναι, καὶ ἄλλοτε εἶναι, ὅπως καὶ οἱ υἱοί, ποὺ ἀργότερα γίνονται πατέρες. Εἰς τὰ καθ’ ἡμᾶς οἱ ἰδιότητες αὐτὲς εἶναι τρεπτὲς καὶ ἀλλοιούμενες, ἐνῶ εἰς τὴν Ἁγία Τριάδα, ὁ Πατήρ εἶναι πάντοτε Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός εἶναι πάντοτε Υἱός, χωρίς τροπή.
Οἱ θέσεις τοῦ π. Ἀντωνίου
Στή συνέχεια τῆς συνεντεύξεώς του ἀναφέρεται σέ ἐπίμαχο θέμα τῆς Ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας. Ἐκ πρώτης ὄψεως δημιουργεῖ σύγχυση, διότι ἐνῶ λέει ὀρθῶς ὅτι «ἡ ψυχή δέν προέρχεται ἀπό τούς γονεῖς, ἀλλά καθαρά ἀπό τόν Θεό» καί ὅτι «ἡ ψυχή δέν ἔχει κληρονομικότητα, ἀλλά ἔχει τελειότητα», σέ ἄλλο σημεῖο τῆς συνεντεύξεως λέει τά ἀντίθετα.
«Ὑπάρχουν – λέει – γονιδιακά κληροδοτήματα πού ἐπηρεάζουν καθοριστικά τήν λειτουργία τῆς ψυχῆς». «Ὑπάρχουν κληρονομικές συμπεριφορές». «Κληροδοτεῖται τό πνευματικό γονιδίωμα, δηλαδὴ τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς τῶν γονιῶν, οἱ πράξεις καί οἱ συνήθειες τους, πού ἐπηρεάζουν τήν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητος».
Δηλαδή τό ἔμβρυο παραλαμβάνει μία ἀρρωστημένη φύση, ἡ ὁποία τοῦ καθορίζει τήν πορεία τῆς ψυχῆς του καί τῆς συμπεριφορᾶς του. Μιλάει μέ σαφήνεια γιά κληρονομικές συμπεριφορές, καί ἀναφέρει ὅτι κάθε παιδί «παίρνει ἀπό τούς γονεῖς καί τούς προπάτορες μέσω DNA τίς συνήθειες τους, τίς ἐνάρετες καί τίς ἁμαρτωλές».
Τό ἐκπληκτικό καί τό ἀπορίας ἄξιον, εἶναι ὅτι στή συνέχεια ἀναφέρεται στόν περσοναλισμό καί στήν μεταπατερική Θεολογία τοῦ προσώπου, καί κατηγορεῖ – πολύ σωστά – τήν θέση τους, πού συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη καί ὅτι λάθος πιστεύουν πώς «δέν εὐθύνονται γιά τόν σεξουαλικό τους προσανατολισμό, γιατί εἶναι ἡ ἀναγκαιότητα τῆς φύσεώς τους».
Ἀλλά, αὐτή τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως τήν ἔχει ὁ ἴδιος ὑποστηρίξει, ἀλλά καί ἑρμηνεύσει, πιό πρίν στήν συνεντεύξή του. Τελικά, ποιά εἶναι ἡ θέση του; Δέν γνωρίζει ὅτι ὀρθοδόξως ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας εἶναι στήν προαίρεση καί ὄχι στήν φύση; Ὅλο τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου ἀναφέρεται στό ἐπίπεδο τῆς προαίρεσης καί τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, καί ἡ σωτηρία εἶναι νά μπορέσει σύν Θεῶ ἡ φύση νά ὁδεύσει κατὰ προαίρεση πρός τό οἰκεῖον τέλος, πού εἶναι ὁ Θεός.
Ὁ π. Ἀντώνιος θά πρέπει σοβαρά νά ἀναλογισθεῖ ποιές εἶναι οἱ σωτηριολογικές συνέπειες τῶν θεωρήσεων πού ἐκφράζει. Διότι σέ θεολογικό ἐπίπεδο μᾶς λέει, ὅτι τό γνωμικό θέλημα τῆς μητέρας, δηλ. ἡ ἐπιθυμία καί ἡ πράξη τῆς ἁμαρτίας, καθίσταται φυσικό θέλημα καί οὐσιώδης ποιότης τοῦ παιδιοῦ. Ἡ σύγχυσις τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων καὶ τῶν φυσικῶν, εἶναι ἡ κοινή ὁδός πολλῶν αἱρέσεων. Ἄν ἡ ἁμαρτία ἔγκειται στό φυσικό θέλημα, τότε αἴτιος τοῦ κακοῦ γίνεται ὁ Θεός. Στήν συνέντευξη αὐτή γίνεται σύγχυση τοῦ «θέλειν» τῆς φύσεως, μέ τό «πῶς θέλειν» τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, δηλαδή τό «πῶς θέλειν» τῆς μητέρας ὁρίζει τό «θέλειν» τοῦ παιδιοῦ. Γίνεται ἐπίσης σύγχυση μεταξύ τῆς «ἐνέργειας» πού εἶναι δραστική καί οὐσιώδης κίνηση τῆς φύσεως, μέ τό ἐνέργημα καί τόν ἐνεργοῦντα. Ἀκόμη, μέ τίς θέσεις αὐτές, καταστρέφεται ἡ ἔννοια τοῦ αὐτεξουσίου, διότι ἀπό τήν στιγμή πού ἔχω μία ἀρρωστημένα προκαθορισμένη φύση, τότε πού ἑδράζεται τό αὐτεξούσιον;
Στὴν συνέντευξή του, ὁ π. Ἀντώνιος λέει χαρακτηριστικὰ, «Προσλαμβάνει (ἡ ψυχή) τὰ ζωντανὰ σημάδια ποὺ ἄφησαν πάνω στὸ βιολογικὸ γονιδίωμα οἱ ψυχές πού ζωοποίησαν καὶ δραστηριοποίησαν τὰ σώματα τῶν γονιῶν καὶ τῶν παππούδων μας. Αὐτά κολλᾶνε πάνω στὴν ἀρτιγέννητη ψυχὴ κάθε ἐμβρύου κατὰ 30% καὶ ἀποτελοῦν βασικὸ γνώμονα στὴν ἐξέλιξή της». «Ὅταν δὲν ὑπάρχει Θεία Χάρις τότε τὸ 30% ζυμώνει τὸ 70%». Δηλαδὴ τὸ 30%, μπορεῖ νὰ εἶναι ἐφάμαρτο, μπορεῖ ὅμως νὰ εἶναι καὶ ἁγιασμένο, κατὰ τὸν π. Ἀντώνιο. Πάντως, εἶναι τοῦ DNA, εἶναι ἀπὸ γονεῖς καὶ προγόνους, καὶ κληρονομεῖται, εἴτε εἶναι ἁμαρτωλό, εἴτε ἁγιασμένο. Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ 30% εἶναι ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἐπιλογὲς τῶν γονέων, ἐνῶ τὸ «ὑπόλοιπο» 70%, εἴτε θὰ ἀκολουθήσει, εἴτε θὰ ἀντισταθεῖ. Τὸ 70% ποὺ ἀναφέρει, εἶναι ἡ ἐκ Θεοῦ δοθεῖσα ψυχὴ «ποὺ ἔχει τελειότητα».
Ἡ θέση αὐτή, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει καὶ ὑπογράφει ὁ π. Ἀντώνιος, εἶναι δομημένη στὴν νεοπατερικὴ περσοναλιστικὴ θεολογία. Παρουσιάζεται μὶα «διπλή» ἀλλά καὶ σύνθετη ψυχή. Ἕνα 30%, ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ πρόσωπα, καὶ ἕνα 70% ποὺ εἶναι ἐκ Θεοῦ. Εἶναι μὶα «μέση ὁδός», διότι δὲν τὰ ἀποδίδει ὅλα στὶς ἐπιλογές τοῦ προσώπου, ἀλλὰ ἀφήνει καὶ ἕνα 70% γιὰ τὸν Θεό, τὸ ὁποῖον ὅμως μπορεῖ καὶ νὰ νικηθεῖ ἀπὸ τὸ 30%. Ἄν λάβουμε ὑπ’ ὅψη ὅτι στὴν μετανεωτερικὴ ἀντίληψη, φύση εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιλέγει τὸ πρόσωπο, τότε ὁ π. Ἀντώνιος κατὰ 30% εἶναι μετανεωτερικὸς θεολόγος.
Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι μὶα. Κανεὶς Πατέρας δὲν τὴν χωρίζει σὲ 30% καὶ 70%. Ἄν, ὑποθετικά, ποῦμε ὅτι ὑπάρχει αὐτός ὁ χωρισμός, τότε ὁ Χριστός ποιὸ ἀπὸ τὰ δὺο προσέναβε ὡς ἀνθρώπινη φύση; Ποιὸ ἀπὸ τὰ δὺο ἔσωσε; Ἄν φέρει ἀντίρρηση ὁ π. Ἀντώνιος, καὶ πεῖ, ὅτι οἱ Πατέρες τὴν μεταπτωτικὴ ἀνθρώπινη φύση τὴν χαρακτηρίζουν ὡς «πονηρά», τότε μὲ βάση αὐτὸ τὸν λόγο, ὁ Χριστὸς ποὺ ἀνέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔγινε «πονηρός»;
Ἀπὸ ὅσα ἀναφέρθηκαν, γίνεται κατανοητὸ ὅτι ὑπάρχει μὶα σύγχυση, μὶα θολὴ κατανόηση, ἕνα παραστράτημα ἀπὸ ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν ὀρθόδοξο διδασκαλία της. Γι’ αὐτὸ κρίνεται ἀναγκαῖο νὰ γίνουν ἀρκετές διευκρινίσεις.
Ἀναφορά στήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου
«Ἐποίησε δὲ αὐτὸν (τὸν ἄνθρωπον) φύσιν ἀναμάρτητον καὶ θέλησιν αὐτεξούσιον. Ἀναμάρτητον δὲ φημι οὐχ ὡς μὴ ἐπιδεχόμενον ἁμαρτίαν…ἀλλ’ οὐκ ἐν τῇ φύσει τὸ ἁμαρτάνειν ἔχοντα, ἐν τῇ προαιρέσει δὲ μᾶλλον…» (Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σ. 152).
Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής μᾶς λέει ὅτι στήν πτώση τοῦ Ἀδάμ συνέβησαν τρία πράγματα καί ὄχι ἕνα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ προσβολή τοῦ πονηροῦ κατ΄οἰκονομίαν Θεοῦ, τό δεύτερο εἶναι ἡ παράβαση τοῦ Ἀδάμ λόγω προσωπικῆς ἀπιστίας καί τό τρίτο εἶναι ἡ ἐπικράτηση τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς, λόγω τῆς παραβάσεως ἀπὸ ἀπιστία (Ἁγ. Μάρκου Ἀσκητοῦ, Τό Ἅγιον Βάπτισμα, ἐκδ. «παλίμψηστον», 2012, σ. 189 – 191). Ἐμεῖς, λοιπόν, κληρονομήσαμε τίς συνέπειες, δηλαδὴ μόνον τήν φθορά καί τόν θάνατο. Δέν κληρονομήσαμε τήν προσωπική ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Ἐπειδή προδώσαμε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐγκαταλειφθήκαμε καί γίναμε ὑπόδουλοι τῆς ἁμαρτίας. Τί σημαίνει αὐτό; Ὁ Κύριος ἔχει βάλει ὅρια στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Ἡ μόνη ἐξουσία πού τοῦ παραχωρήθηκε εἶναι νά ὑποδεικνύει στό νοῦ, μέ ἕνα ἁπλό λογισμό, ὁ ὁποῖος δέν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὸ ἁμαρτία, τά πονηρά πράγματα, μέ σκοπό νά δοκιμάσει τήν προαίρεσή μας πρός τά πού κλίνει, στήν ὑποβολή ἐκείνου ἤ στήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Τό γνωμικό θέλημα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ ἐξ᾽ αὐτοῦ προαίρεση, ἐπιλέγει τό τί θά πράξει. (Ἁγ. Μάρκου, ὅπ. παρ. σελ. 75, 153 – 155).
«…Ὁ γάρ τοῦ παντός τήν ἐξουσίαν ἔχων δι᾽ ὑπερβολήν τῆς εἰς τόν ἄνθρωπον τιμῆς ἀφῆκέ τι καὶ ὑπό τήν ἡμετέραν ἐξουσίαν εἶναι, οὗ μόνος ἕκαστός ἐστιν κύριος. Τοῦτο δὲ ἐστιν ἡ προαίρεσις, ἀδούλωτόν τι χρῆμα καὶ αὐτεξούσιον ἐν τῇ ἐλευθερία τῆς διανοίας κείμενον». (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος κατηχητικός § 30, 3 / ἔκδ. ΕΠΕ, τομ. 1, σ. 494).
Ἄν ἐπιλέξει λοιπόν τήν ἐντολή, τότε ἐνεργεῖ κατὰ τό φυσικό θέλημα, δηλαδὴ τήν ἀρετή καί ὁδεύει ἡ ἀνθρώπινη φύση πρός τό «οἰκεῖον τέλος» της, πού εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἄν ἐπιλέξει νά ἀκολουθήσει τήν προσβολή τοῦ πονηροῦ λογισμοῦ, τότε ἀστοχεῖ καί κατευθύνει τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ἀπώλεια τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό. Ὁπότε, μετά τήν παράβαση οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, ἀπόδημοι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου καί μέ μία ἀπέραντη ἀπάτη καί «προπαγάνδα» τοῦ διαβόλου, τά γνωμικά θελήματά τους, ἀδύναμα ὑπέκυπταν στίς προσβολές του. Μέχρις ὅτου, ἦλθε ὁ Χριστός καί ἐζωοποίησε πάντας τούς πιστεύοντας σέ Αὐτόν, καταργώντας τόν ζυγό τῆς δουλείας στήν ἁμαρτία, νικώντας τόν θάνατο καί προσφέροντας καί πάλι τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ στούς ὀρθῶς πιστεύοντας. Παρέμεινε ἡ ἁπλή καί ἀναμάρτητη προσβολή τῶν πονηρῶν ἐνθυμημάτων, ἀλλά ἀδύναμη καί ἄνευρη. Ἑπομένως, ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ ἦταν προαιρετική, καί οὐδέποτε κανείς ἄνθρωπος τήν κληρονόμησε καὶ μάλιστα ἀναγκαστικά. Τόν θάνατο ὅμως πού προῆλθε ἀπό τήν ἁμαρτία του καί ἦταν ἀναγκαστικός, τόν κληρονομήσαμε ὅλοι. Δέν φθάνουμε, λοιπόν, στήν ἁμαρτία πιεζόμενοι ἀπό μία φυσική κληρονομική ἀνάγκη (Ἁγ. Μάρκου, ὅπ. παρ. σ. 162).
Τὸ φυσικὸ καὶ γνωμικὸ θέλημα
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς τονίζει ὅτι οἱ ἀρετές εἶναι φυσικές καί ὅτι φυσικῶς ὑπάρχουν σέ ὅλους, (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σελ. 270). Θά λέγαμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύσις, «φύσει» εἶναι ἐνάρετη, ἐκ φύσεως θέλει τήν ἀρετή. Γι΄αὐτό διευκρινίζει ὅτι οἱ κόποι τῆς ἀσκήσεως δέν ἐπινοήθηκαν γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς «ἔξωθεν», σάν νά ἦταν αὐτή ἐπείσακτος, ἀλλά γιά νά ἀποβληθεῖ ἡ κακία πού εἶναι παρείσακτη καί παρά φύσιν, (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σ. 272). Τό φυσικό θέλημα εἶναι ἐνάρετον καί οὐδέποτε ἠναγκασμένον.
«Οὐ μόνον ἡ Θεία καὶ ἄκτιστος φύσις οὐδὲν ἠναγκασμένον ἔχει φυσικόν, ἀλλ’ οὐδὲ ἡ νοερὰ καὶ κτιστή» (Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολ. P.G. 91, 293 Β).
Ἡ κάθε φύση ἔχει θέλημα φυσικόν. Στὰ κτιστὰ ὄντα ἐπειδὴ εἶναι τρεπτά, ὑπάρχει ἡ προαίρεση.
«Ἰστέον, γάρ, ὡς οὐ ταὐτόν ἐστι, θέλειν καί πῶς θέλειν∙τό μέν γάρ θέλειν φύσεως…τό δέ πῶς θέλειν οὐ φύσεως, ἀλλά τῆς ἡμετέρας γνώμης» (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σ. 260).
Τό γνωμικό θέλημα εἶναι πάντοτε ὑποστατικόν, οὐδέποτε φυσικόν. Τό δέ φυσικό θέλημα, δέν εἶναι ποτέ ἀποτέλεσμα τῆς προαιρέσεως, τοῦ γνωμικοῦ θελήματος. Ὅ,τι εἶναι φυσικόν ἐνθεωρείται σέ ὅλες τίς ὑποστάσεις, σέ ὅλα τά ἄτομα τῆς φύσεως. Τό γνωμικό θέλημα προϋποθέτει πάντα χωριστή ὑπόσταση, πρόσωπον. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐπιλογή τοῦ προσώπου, εἶναι αὐστηρά προσωπική, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ γνωμικοῦ θελήματος. Ἡ ἁμαρτία δέν ἔγκειται στό φυσικό θέλημα, γιατί τότε αἴτιος τοῦ κακοῦ θά ἦταν ὁ Θεός, πού δημιουργεῖ τήν φύση. Γι΄αὐτό δέν πρέπει νά συγχέονται τά φυσικά μέ τά ὑποστατικά ἰδιώματα.
Τό νά ὑποταχθεῖ τό γνωμικό θέλημα στό φυσικό εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀρετή, διότι οἱ ἀρετές εἶναι φυσικές, ἡ ἀρετή εἶναι «φύσις» στόν ἄνθρωπο. Δέν γεννιέται ὁ ἄνθρωπος «tabula raza». Τό ἔργο τῆς σωτηρίας εἶναι νά ξαναγυρίσει ὁ ἄνθρωπος στίς πηγές, δηλαδὴ στό κατά φύση. Σωτηρία εἶναι νά ἀποκαλυφθοῦν οἱ καθαρές πηγές τοῦ ἀνθρωπίνου «εἶναι» δηλ. οἱ ἀρετές, πού εἶναι φυσικές. Ἡ γνώμη εἶναι ὁ ὑποστατικός (=προσωπικός) τρόπος διαχειρίσεως τῆς φύσεως καὶ τῶν δυνάμεων αὐτῆς. Εἶναι ἀδιανόητη ἡ φύση χωρίς γνώμη, καὶ ἡ γνώμη χωρὶς φύση, ὅπως εἶναι ἀδιανόητο, μὲ ἄλλες λέξεις, ἡ οὐσία χωρίς πρόσωπο καὶ ἕνα πρόσωπο ἀνούσιο. Ἐπίσης ἡ γνώμη μὲ τὴν προαίρεση διακρίνονται στὸ ὅτι ἡ γνώμη εἶναι μὶα διάθεση, καὶ ἡ προαίρεση εἶναι ἡ κίνηση αὐτῆς τῆς διαθέσεως. Ἡ προαίρεση ὁρίζεται ὡς κίνηση ἐπιλογῆς τῆς ὑποστάσεως. Ὅλα τὰ κτιστὰ λογικὰ ὄντα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, ὡς κτιστὰ εἶναι καὶ τρεπτά, ἡ δὲ τρεπτότης συνεπάγεται τὴν προαίρεση. Ἡ γνώμη καὶ ἡ προαίρεση δὲν ταυτίζεται πάντα μὲ τὴν πτωτικὴ ἁμαρτωλὴ κατάσταση. Ὅπως ὑπάρχει ἡ γνωμικὴ παράχρηση τῆς φύσεως, ποὺ ἀποτελεῖ ἁμαρτία, ὑπάρχει ὡστόσο καὶ ἡ χάριτι γνωμικὴ ἀτρεψία πρὸς τὸν Θεό, ἡ ὁποία καὶ παραπέμπει στὸν τρόπο τὴς ἁγιότητος, (P.G. 91, 1145 A). «Φύσει ἀγαθός μόνος ὁ Θεός, καὶ γνώμη ἀγαθὸς μόνος ὁ θεομίμητος» (P.G. 90, 1069 C).
Τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κάνει τήν ἑξῆς ἐρώτηση «ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αἴτιος καί ἀρχή τῆς κάθε πράξεώς του, τότε σέ ποιό θά ὑπαγάγουμε τά γινόμενα ὑπό αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;» καί ἀπαριθμεῖ μιά σειρά αἰτιῶν: τόν Θεό, τήν ἀνάγκη, τήν εἰμαρμένη, τήν φύση, τήν τύχη καί τό αὐτόματο. Ἀναιρώντας τό κάθε ἕνα ξεχωριστά, καταλήγει, «κατά συνέπεια, ἀπομένει νά εἶναι ἀρχή τῶν δικῶν του ἔργων καί αὐτεξούσιος ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος πού πράττει καί δημιουργεῖ…διότι τί τήν χρειάζεται τήν «βουλή», ἄν δέν εἶναι κύριος τῶν πράξεων του;». (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκ. ὅπ. παρ. σελ. 188-190).
Τό αὐτεξούσιον ἀναφέρεται μόνον στά λογικά καί νοερά ὄντα, (ὅπ. παρ. σελ. 262 – 264). Ἡ φύση, πού εἶναι ἐνάρετη, εἶναι τό θεμέλιον τοῦ αὐτεξουσίου. Ἑπομένως, ἡ ἐρώτηση πού τίθεται πρός τόν π. Ἀντώνιο, ἀπό τήν στιγμή πού ὑποστηρίζει ἀντιπατερικῶς, ὅτι τό παιδί φέρει ἀκούσια μία διεστραμμένη φύση, εἶναι τὸ ποὺ ἑδράζεται δι’ αὐτὸν τό αὐτεξούσιόν του; Τελικά ὁ Χριστός ἀπό τί μᾶς ἔσωσε; Ἀπό μία διεστραμμένη καί δαιμονική φύση; Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι τό γνωμικό θέλημα εἶναι ὑποστατικόν, δέν κληρονομεῖται. Οὐδέποτε γίνεται τό γνωμικό θέλημα, δηλαδὴ ἡ ἁμαρτία τῶν γονέων, φυσικόν θέλημα μιᾶς διεστραμμένης φύσεως στό παιδί, μία ἀρνητική κληρονομιά ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού βλέπει τό φῶς τοῦ ἡλίου. Δέν καταλαβαίνει ὁ π. Ἀντώνιος μέ τήν θέση του αὐτή, ὅτι κάνει τόν διάβολο, θεόν; Διότι ἔτσι ὁ διάβολος μέσω μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναίκας, γίνεται δημιουργός κακῆς φύσεως. Εἶναι αὐτό ὀρθόδοξος ἀνθρωπολογία;
Λέγει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅτι «ἐνέργεια μέν οὖν ἐστιν ἡ δραστική καί οὐσιώδης τῆς φύσεως κίνησις» (ὅπ. παρ. σελ. 272). Ἑπομένως, σύμφωνα μέ τόν π. Ἀντώνιο, γιά τό παιδί ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι οὐσιώδης ποιότης, ἐφ΄ὅσον δέν ἀναφέρεται στό γνωμικό θέλημα τοῦ παιδίου. Ὅταν λοιπόν θά ἐκδηλώνει αὐτή τήν συμπεριφορά, θά εἶναι σύμφωνος μέ τήν φύση του διότι θά ὁδηγεῖται ἀπό αὐτήν. Ἄρα καί ἀκατηγόρητος. Δέν θά εἶναι ἐπιλογή του. Δέν θά εἶναι καρπός τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ἀλλά οὐσιώδης ποιότης τῆς φύσεως του. Ἄν τυχόν ὑποστηρίξει ὁ π. Ἀντώνιος, ὅτι, ὄχι δέν εἶναι ἔτσι, ἀλλά τό γνωμικό θέλημα τῆς μητέρας, ἐπιδρᾶ φυσικῶς στό γνωμικό θέλημα τοῦ ἐμβρύου, τότε θά τοῦ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τό γνωμικόν θέλημα εἶναι ὑποστατικόν, δηλ.προσωπική ἐπιλογή. Ἐπίσης δέν γνωρίζει ὁ π. Ἀντώνιος ὅτι ἡ θέση του αὐτή, εἶναι βασική θέση τῆς μετανεωτερικότητος, τήν ὁποία καί κατηγορεῖ; Ὑποστηρίζει καί αὐτή ὅτι τά πάντα εἶναι ἀποτέλεσμα φύσεως, ἄρα καί ἀκατηγόρητα.
Δερμάτινοι χιτώνες, ἀδιάβλητα πάθη.
Ἴσως στὴν ἀντίρρησὴ του ὁ π.Ἀντώνιος, μᾶς ὑποδείξει ἕναν λόγο τοῦ Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, ποὺ λέει: «διὰ τοῦτο ἀκόλουθον ἦν καὶ τὴν ἑκάστου ψυχὴν τῆς τοῦ πρώτου Ἀδάμ κληρονομῆσαι κακίας, ἀπὸ μὲν τῆς ψυχῆς ἐκείνου πρὸς τὸ σῶμα δοθείσης, ἀπὸ δὲ τοῦ σώματος τοῖς ἐξ ἐκείνου σώμασιν, ἀπὸ δ’ αὖ τῶν σωμάτων ἐπὶ τὰς ψυχάς ἐρχομένης» (Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, Λόγος Β, 40, ἔκδ. ‘Σουρωτῆς’, 2012, σελ. 106).
Ἐδῶ μιλάει ὁ Ἅγιος γιὰ τὴν «κακία» τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ κληρονομήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα αὐτοῦ, εἰς τὰ σώματα τῶν ἀπογόνων καὶ αὐτὰ στὶς ψυχὲς αὐτῶν. Στὸ ὅλον ἔργον του αὐτό, ὁ Ἅγιος Νικόλαος δὲν προβαίνει σὲ λεπτομερὴ ἔκθεση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός. Λέγοντας γιὰ τὴν «κακία» τοῦ πρώτου Ἀδάμ ποὺ κληρονομήθηκε, εἶναι μέσα στὴν συμφωνία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, διότι ἐννοεῖ τοὺς «δερματίνους χιτῶνας» (Γεν. 3, 21), τὰ ἀδιάβλητα πάθη ποὺ ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, τὰ ὁποῖα καὶ κληρονομοῦνται, τὰ ὁποῖα καὶ ἀνέλαβε ὁ Χριστός ἐκουσίως μέχρι τὴν Σταύρωσή Του.
Τὰ ἀδιάβλητα πάθη, δηλαδὴ πείνα, δίψα, κόπος, πόνος, δάκρυον,φθορά, δειλία, ἀγωνία κ.τ.λ. «ἅτινα πᾶσι τοῖς ἀνθρώποις φυσικῶς ἐνυπάρχουσι» (Ἁγ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅπ. παρ. σελ. 308) αὐτὰ δὲν ἀλλοιώνουν τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴν δοθεῖσα ἐκ Θεοῦ. Εἶναι ἕνα ἔνδυμα ποὺ περιβάλλει τὴν φύση, καὶ μὲ τὸν θάνατο ἀποβάλλεται. Ἡ φύση, ποὺ ἔδωσε ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτη. Μὲ τὴν πτώση, ἐνδύθηκε τοὺς «δερματίνους χιτῶνας», οἱ ὁποῖοι καὶ κληρονομοῦνται στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἐκουσίως προσέλαβε ὁ Χριστός.
Τὰ ἀδιάβλητα πάθη κινοῦνται στὸ πλέγμα τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης. Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως, ὅταν δὲν ἐλπίζει στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, δίνει τὴν ἐλπίδα του στὴν ἡδονὴ τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ἔτσι τὴν ἀδιάβλητη ἡδονὴ τὴν κάνει διαβλητή καὶ ἐφάμαρτη. Ἡ τροπὴ αὐτή, εἶναι ὑποστατική, προσωπική, καὶ δὲν κληρονομεῖται.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως, λοιπόν, δίνει τὴν ἐλπίδα του στὶς αἰσθητικὲς ἡδονὲς καὶ στέκεται ἔντρομος, μὲ φόβο, ἐνώπιον τῆς ὀδύνης, ποὺ εἶναι ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ἡδονῆς. Ἡ στάση αὐτὴ δημιουργεῖ ἀνάλογες ψυχικὲς συμπεριφορές, στὸ κάθε πρόσωπο, ἀνάλογα μὲ τὶς ἐπιλογὲς ποὺ κάνει αὐτό. Οἱ ἐπιλογὲς αὐτὲς καὶ οἱ ψυχικὲς συμπεριφορὲς τοῦ προσώπου, εἶναι ὑποστατικές, δὲν κληρονομοῦνται. Μποροῦν νὰ μεταδοθοῦν ὡς γονεϊκὴ ἀγωγὴ καὶ παιδεία, ἀπὸ νήπιο, ἤ καὶ ἔμβρυο ἀκόμη, ὄχι ὅμως ὡς φυσικὴ κληρονομιὰ. Ἡ προαίρεση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἕνα μυστήριο. Βλέπουμε τὴν προαίρεση τοῦ Τιμίου Προδρόμου ποὺ ὡς ἔμβρυον, ἐσκίρτησε μὲ ἀγαλλίαση ἐνώπιον τῆς κυοφορούσης Θεοτόκου.
Ὁ ἀπόλυτος προορισμός
Μία ἀκόμη ἀντίφασις εἶναι ὅτι ἐνῶ κατηγορεῖ ρητά τόν ἀπόλυτο προορισμό, οἱ συνέπειες τῶν θέσεών του ὁδηγοῦν πρός τά ἐκεῖ, ἐφ΄ὅσον τό ἔμβρυον δέχεται τό γνωμικόν θέλημα τῆς μητέρας ὡς φυσικόν, δηλ. δέχεται μία κακοποιό καί διεστραμμένη φύση ὡς ἀπαρχή, ἡ ὁποία ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία τῶν γονέων. Ἐφ΄ὅσον λοιπόν, τό ἔμβρυο δέχεται ἐξ΄ἀρχῆς μία φύση ἁμαρτωλή καί μάλιστα ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό της, ἀπό τόν ἄμεσο ή ἔμμεσο πρόγονο τό ἔμβρυο κατόπιν ἀκούσια καί προκαθορισμένα θὰ ἀναπτύξει συγκεκριμένες συμπεριφορές πού ἡ ἴδια του ἡ φύση θὰ τὸ ὁδηγήσει σέ συγκεκριμένη δράση, ἑπομένως γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ σκέψη καί ἡ θέση τοῦ π. Ἀντωνίου ἑδράζεται στήν αὐγουστίνειο θεώρηση περί τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ. Ὁ Αὐγουστίνος κατά λογική συνέπεια ἐπειδή θεωροῦσε ὅτι μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καταστράφηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση καί ἡ θέληση αὐτῆς, τότε κατέληξε στόν ἀπόλυτο προορισμό, ὁπότε ὅλα ρυθμίζονται «ἄνωθεν» κατά τήν ἀνεξερεύνητη βουλή τοῦ Θεοῦ, πού σώζει ὅποιον θέλει, γιατί ἁπλῶς τό θέλει. Ἔτσι ὅλος ὁ κόσμος γίνεται ἕνα ἀπέραντο «κουκλοθέατρο». Ὁ καθένας, χωρίς νά τό ξέρει, εἶναι ἤ γιά τόν παράδεισο, ἤ γιά τήν κόλαση. Ὅπως εἴπαμε ἦταν λογική καί συνεπής ἡ θέση τοῦ Αὐγουστίνου, σύμφωνα μὲ τὴν δικὴ του ἀντίληψη περὶ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, διότι ἀναρωτιόταν «πὼς μπορεῖ νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν στιγμή πού εἶναι κατεστραμμένη ἡ φύση του, κατεστραμμένη καί ἡ θέλησή του, γιά ποιά ἐλευθερία τότε μιλᾶμε, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχουμε ἐλεύθερη βούληση;»
Ἡ μέν σκέψη τοῦ Αὐγουστίνου εἶναι συνεπής καθ’ ἑαυτήν, ἡ δέ σκέψη τοῦ π. Ἀντωνίου ὅμως διακρίνεται ἀπὸ ἀσυνέπεια. Ναί μέν ρητά λέει: «δέν ἔχουμε ἀπόλυτο προορισμό», ἀλλά τά συμπεράσματά του ὁδηγοῦν πρός τά ἐκεῖ. Λέγει ἀκόμη ὅτι ἡ προαίρεση, τό γνωμικόν θέλημα, «μπορεῖ νά τά ἀλλάξει αὐτά, γιατί δέν εἴμαστε καταδικασμένοι καί ὅμηροι τῆς κληρονομικότητάς μας…ἡ προαίρεση δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν σκέψη, μέ τήν λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, εἶναι κίνηση τῆς ψυχῆς πού ὅταν φωτισθεῖ ἀπό τόν Θεό, προτιμᾶ τό ἀγαθό…».
Δημιουργεῖται ἔτσι διπλή ἀπορία. Ἡ πρώτη ἀπορία εἶναι τὸ τὶ συμβαίνει στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἄνθρωπος δέχεται τήν θεία χάρη, ἡ δεύτερη ἀπορία εἶναι στὴν περίπτωση πού δέν θέλει νά δεχθεῖ τήν θεία χάρη.
Ἐάν γίνει ἀποδοχή τῆς Θείας Χάριτος
Στήν πρώτη περίπτωση, δέν δίνει διευκρινήσεις, διότι – κατ΄αὐτόν – τό ἔμβρυο γεννιέται μέ τήν ἀρρωστημένη φύση, ὁπότε τό θέμα τῆς Θ. Χάριτος, μᾶλλον τό ἀνάγει γιά μετά τό βάπτισμα. Τὸ νήπιο δηλαδὴ ἀφοῦ βαπτισθεῖ καὶ «φωτισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό», αὐξάνοντας στὴν ἡλικία ἀρχίζει νὰ «προτιμᾶ τὸ ἀγαθό». Ὁ ἐξαγιασμός πού προσφέρει τό βάπτισμα, ἔχει νά κάνει μέ τό ζήτημα τῆς προαιρέσεως καί ὄχι τῆς φύσεως. Ἄν ἦταν στό ἐπίπεδο τῆς φύσεως, τότε μέ τό βάπτισμα θά γινόμασταν ἄφθαρτοι. Ὅποια ἐλαττώματα θά εἶχε ἡ φύση θά διορθωνόντουσαν μέ τό βάπτισμα, ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι αὐτό δέν γίνεται. Εἰσέρχεσαι ἀνάπηρος στήν κολυμβήθρα καί ἀνάπηρος βγαίνεις, ἀλλά μέ ἁγιασμένη τήν προαίρεση, λόγω τῆς ἀδιστάκτου πίστεως. Ἑπομένως τό βρέφος τοῦ π. Ἀντωνίου, ἐφ’ ὅσον ἐκ φύσεως ἔχει τήν ὁμοφυλοφιλική συμπεριφορά, ὅπως εἰσέλθει στήν κολυμβήθρα, τό ἴδιο καί θά ἐξέλθει, διότι εἶναι ἀρρωστημένη ἡ φύση του, τό φυσικό θέλημα του, ἀκουσίως καί ἐξ΄ἀνάγκης θά ὁδηγηθεῖ στήν συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ἄν, λοιπόν, ὁ  π. Ἀντώνιος ἐπιμένει ὅτι ἡ Θεία Χάρις ἐπεμβαίνει στά θέματα τῆς φύσεως τότε φέρει σέ ἀντίθεση τήν φύση μέ τήν Θεία Χάρη. Ὁπότε, ἤ ὁ Θεός εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ τῆς φύσεως, ἤ ὁ διάβολος, μέσω τῆς ἁμαρτίας τῆς μητέρας γίνεται δημιουργός μιᾶς κακῆς φύσεως. Ἐπίσης, θά πρέπει, νά μᾶς ἐξηγήσει, τό πῶς ἡ Θεία Χάρις διά μέσου τοῦ γνωμικοῦ θελήματος τοῦ βαπτισμένου, πού ἀποδέχεται αὐτή καί μετανοεῖ, θά δημιουργήσει ἕνα νέο φυσικό θέλημα σέ αὐτόν; Διότι, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ θεία Χάρις ὁδηγεῖ τὴν προαίρεση στήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τοῦ Θείου θελήματος.
Λέγει, δε σέ ἄλλο σημεῖο ὅτι: «ἡ μετάνοια…ἀφανίζει ἀπό τήν κυτταρική μνήμη ὅλα τά ἀρνητικά βιώματα καί τίς παραστάσεις πού ἀφομοιώσαμε ἀπό τό γενετικό ὑλικό τῶν γονέων καί τῶν ἄμεσων προγόνων μας, μέχρι 7ης γενεᾶς περίπου». Ἐπ’ αὐτοῦ, ἔχουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ π. Ἀντώνιος ἀποκαλύπτει, μία βαθειά ὑλιστική θεώρηση τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας. Ἔχουμε μία βιοθεολογία τῆς μετανοίας. Ἀπό τήν μία μᾶς λέει ὅτι τό DNA ἀφορᾶ στό σῶμα, στήν σάρκα, καί ἀρχικῶς δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ψυχή. Ἄρα τό σῶμα τρόπον τινὰ ὑπάρχει χωριστὰ τῆς ψυχῆς, κατ΄αὐτόν. Μετά μᾶς λέει ὅτι ἡ ψυχή ἑνώνεται μέ τό σῶμα «ἐξ ἄκρας συλλήψεως». Στήν συνέχεια μᾶς μιλάει γιά μιά κυτταρική μνήμη, πού περιέχει ἡθικές συμπεριφορές θετικές καί ἀρνητικές καί ἕνα ψυχικό ὑλικό τῶν γονέων καί τῶν προγόνων. Δέν ἀναφέρεται στά ἀδιάβλητα πάθη, σωματικούς χαρακτῆρες καί ἀσθένειες, πού εἶναι ἡ κληρονομικότητά. Ἕνα ἁπλό ἐρώτημα πού γεννιέται εἶναι: ἡ μνήμη ἀνήκει στήν ψυχή, ἤ στό σώμα; Ἡ μνήμη εἶναι ψυχική ἐνέργεια ἤ σωματική; Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐπιστήμη γενικῶς, λέγοντας ψυχή, ἐννοεῖ τίς ἐγκεφαλικές λειτουργίες ποὺ ἀποτελοῦν ἐκδήλωση τῶν βιοχημικῶν ἑνώσεων. Δέν ἀποδέχεται τήν ψυχή ὡς ἄϋλη ὀντότητα, ξεχωριστή τοῦ σώματος, μέ δικές της οὐσιώδεις ἐνέργειες διαφορετικὲς ἀπὸ τίς σωματικές ἐνέργειες. Ἄλλο, λοιπόν, τὸ περιεχόμενο τῆς ἔννοιας ψυχῆς στὴν ἐπιστήμη, καὶ ἄλλο στὴν θεολογία. Γιατὶ τὰ ἀνακατεύετε π.Ἀντώνιε; Μὴν προσπαθεῖτε νὰ κάνετε θεολογία ἐκ τῆς ἐπιστήμης. Τὸ DNA δὲν καλύπτει τὴν ἀνθρώπινη φύση. Τὸ «τὶ ἔστι ἄνθρωπος», δὲν θὰ μᾶς τὸ πεῖ ποτὲ τὸ DNA, οὔτε ἡ ὑποτιθέμενη κυτταρικὴ μνήμη.
Ἐάν δὲν γίνει ἀποδοχή τῆς Θείας Χάριτος
Ἐρχόμαστε τώρα, στήν δεύτερη περίπτωση, κατά τήν ὁποία τό τέκνο ἔχοντας τήν ἀρνητική κληρονομιά, δέν ἀποδέχεται τὴν ἐπίδραση τῆς Θ. Χάριτος. Δέν θέλει, λοιπόν, νά ἀποδεχθεῖ τήν ἀπελευθέρωση πού προσφέρει ἡ Θ. Χάρις στήν ἀρρωστημένη φύση του. Σοῦ λέει: «αὐτή εἶναι ἡ φύση μου», καί δέν εἶναι ὑπεύθυνος καί ἔνοχος γι΄αὐτή τήν ἀρρωστημένη κληρονομιά. Κινεῖται καί δρᾶ ἐνστικτωδῶς, ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα. Γιατί, λοιπόν, νά πρέπει νὰ καταδικασθεῖ καί νά κολασθεῖ ἀπό τήν στιγμή πού ἔχει ἀκούσια μία τέτοια φύση, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ σέ μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, ἡ ὁποία κρίνεται ὡς ἁμαρτία; Καί γιατί νά εἶναι ἁμαρτία; Ἡ ἁμαρτία εἶναι στό ἐπίπεδο τῆς προαιρέσεως, στό «πῶς θέλειν» τῆς φύσεως, καί ὄχι στό «θέλειν». Ἐδῶ ὁ π. Ἀντώνιος, μᾶς λέει ὅτι τό «πῶς θέλειν» τό ἔχει ἐκ φύσεως, ἔτσι μᾶς παρουσιάζει τήν ἁμαρτία ὡς «οὐσιώδη ποιότητα» τῆς φύσεως. Πιστεύουμε, ὅτι γίνεται κατανοητὸ ὅτι αὐτά εἶναι ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Περὶ κληρονομικῆς ἁγιότητος
Στήν συνέχεια τῶν λόγων του ἀναφέρει ὅτι «ἅγιοι γεννοῦσαν συνεχῶς ἁγίους μέσα στήν ἐναλλαγή τῶν αἰώνων. Ἡ κληρονομική αὐτή μετάδοση τῆς χάριτος στούς μηχανισμούς παραγωγῆς της». Μιλάει γιά μία ἀλληλοδιάδοχο ἐπαύξηση «δίκην χιονοστιβάδος» τῆς κληρονομικῆς ἁγιότητος «μέχρι πού φθάσαμε στήν Θεομητορική ἐμφάνεια».
Ἐπειδή ἀναφέρεται στούς προγόνους τῆς Θεοτόκου, ὑπενθυμίζουμε ὅτι μεγάλος ἀριθμός τῶν προγόνων, ὄχι μόνον δέν ἦσαν ἡγιασμένοι, ἀλλά τούς κατηγορεῖ ἡ Ἁγία Γραφή γιά ἐπαίσχυντες πράξεις, ὅπως ὁ Σολομών, ὁ  Δαυίδ, ὁ πατριάρχης Ἰούδας, ὁ βασιλιάς Μανασσῆς κλπ. Ἑπομένως ἡ «χιονοστιβάδα» τοῦ π. Ἀντωνίου παρουσιάζει κενά.
Ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ γιά πολλούς ἁγίους τήν φράση «ἐκ κοιλίας μητρός ἡγιασμένος». Δέν ἐννοεῖ ὅμως οὐδέποτε αὐτό πού περιγράφει ὁ π. Ἀντώνιος, περί κληρονομικῆς ἁγιότητος. Ὁ Ἀπόστολος λέγει «οὕς ὁ Θεός προέγνω, τούτους καί προώρισε» (Ρωμ. 8, 29). Ἐδῶ δέν ἔχουμε μεμονωμένα τόν προορισμό, ὅπως στόν Αὐγουστίνο. Ἡ Ὀρθοδοξία κινεῖται στό σχῆμα «πρόγνωσις–προορισμός». Ὁ Θεός προορίζει κατά πρόγνωση. Προγνωρίζοντας ὁ Θεός τήν προαίρεση ἑνός ἀνθρώπου, ὅτι θά εἶναι εἰς ἄκρον φιλόθεος, τόν προορίζει σέ ἐξαίρετες ὑπηρεσίες τῆς Θείας Προνοίας. Δέν τοῦ δίνεται κληρονομικά, ἐκ φύσεως κάποια χάρις ἰδιαίτερη. Οὔτε ἡ χάρις κληρονομεῖται, οὔτε ἡ ἁμαρτία. Οἱ λόγοι πού ἀναφέραμε ἐκ τῶν Πατέρων, γιά τήν περίπτωση τῆς ἁμαρτίας, ἰσχύουν καί γιά τήν ἁγιότητα. Θά προσθέταμε, μάλιστα, ὅτι στήν κληρονομικότητα τῆς ἁγιότητος, ἡ βλασφημία εἶναι μεγαλύτερη. Διότι, γιά νά μπορεῖ νά κληρονομηθεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι γίνεται κτῆμα καί γι΄αὐτό μπορεῖ νά δοθεῖ. Δηλ. ἡ μητέρα γιά νά τό δώσει στό παιδί, σημαίνει ὅτι ἡ χάρις γίνεται κάτι τό φυσικό, κάτι τό κτιστό. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ὅτι στά λεγόμενα τοῦ π. Ἀντωνίου, παρεισάγεται ἡ ἔννοια τῆς «κτιστῆς χάριτος». Παρεισάγεται ἔτσι μὶα ἐκ τῶν κετρικῶν πλανῶν τοῦ παπισμοῦ, αὐτὴ τῆς κτιστῆς χάριτος.
Ἀπό ἁγίους γονεῖς, δέν γεννιέται πάντα ἅγιο παιδί, διότι ὅλα βασίζονται στήν προαίρεση τῆς ὑποστάσεως. Οἱ ἅγιοι γονεῖς μποροῦν νά παιδαγωγήσουν ἁγίως τό παιδί τους, δέν μποροῦν ὅμως νά γεννήσουν ἅγιο ἄνθρωπο. Τί θά ἔλεγε ὁ π. Ἀντώνιος γιά τίς περιπτώσεις, πού πόρνες γυναῖκες γέννησαν ἀνθρώπους μέ ἐξαίρετον ἁγιότητα, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης (22 Ἀπρ.);
Ἡ ἀστοχία τῆς ἁμαρτίας
Μᾶς λέγει, σέ ἄλλο σημεῖο, ὅτι «ἡ ἁμαρτία δεν εἶναι μία ἀστοχία».
Κατά τούς Πατέρες ὅμως, ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀστοχία. Μία ἀστοχία τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ποὺ ἀπομακρύνει τὴν φύση ἀπὸ τὸ οἰκείον τέλος της. Διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση, καθό τρεπτή ἔχοντας ἀρχὴ πορεύεται σ΄ἕνα «τέλος», καί τό τέλος αὐτό εἶναι ὁ Θεός. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ, ἀστόχησε πρός αὐτή τήν κατεύθυνση, τότε δίκην παρυπόστασης διαμορφώθηκε ἕνα ἄλλο «τέλος», τό ὁποῖον δέν ἦταν ὁ Θεός. Δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση ὁδηγήθηκε μέσω τοῦ γνωμικοῦ θελήματος σὲ ἕνα ἄλλο «τέλος». Αὐτό εἶναι ἡ ἀστοχία τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία καί ἡ «παρυπόσταση» θά καταργηθοῦν, ἡ ἀνθρώπινη φύσις ὅμως δέν θά καταργηθεῖ.
Περὶ συμπαντικῶν διαστάσεων τῆς ἁμαρτίας
Κατόπιν μᾶς μιλάει καί λέει ὅτι, «ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἁγιότητα ἔχουν συμπαντικές διαστάσεις». Ἀναφέρει δέ ὡς στήριξη τῶν λόγων του, τό ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅτι «ἐστήριξε τήν οἰκουμένη» μέ τίς εὐχές του. Λυπούμεθα, ἀλλά εἶναι σέ πλήρη σύγχυση. Ἀναφέροντας «συμπαντικές διαστάσεις», ξεφεύγουμε ἀπό τά ἀνθρωπολογικά πλαίσια πού ἐκφράζει ὁ ὄρος «οἰκουμένη». Δηλαδή, ἡ ἁμαρτία ἑνός ἀνθρώπου ἐπηρεάζει τίς τροχές τῶν πλανητῶν; Ἤ ρυθμίζει τό πότε θά σκάσει ἕνας σουπερνόβα ἀστέρας; Τό σύμπαν εἶναι μία φυσική δομή καί τίποτε ἄλλο. Ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἔχει νά κάνει μέ τά λογικά ὄντα, ἀνθρώπους καί ἀγγέλους. Τό σύμπαν κινεῖται στούς ρυθμούς καί τούς νόμους πού ἐδόθησαν ἄμεσα ἀπό τόν Δημιουργό. Ὅταν λέγει ὁ Ἀπόστολος, ὅτι ἡ κτίση «συνωδίνει καί συστενάζει» (Ρωμ. 8, 22), ἀναφέρεται στήν εἴσοδο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στήν κτίση.
Ἡ προσωπική μας γνώμη εἶναι ὅτι τό ὅλον βάρος τῆς συνεντεύξεως, δίδεται στήν «θεολογική» στήριξη ὅτι ἡ δαιμονική ἐνέργεια ἔχει συμπαντικές διαστάσεις καί ὅτι οἱ ἁμαρτίες «εἶναι ἑστίες ἐκκολάψεως τῶν δυνάμεων τοῦ σατανᾶ». Ὄχι μόνον εἶναι αὐτό ἀμάρτυρον ἀλλά καί  ἀντορθόδοξον. Ὁ Ἁγ. Μάρκος ὁ Ἀσκητής, μᾶς τό λέει κατηγορηματικά. «Ἡ μόνη ἐξουσία πού τοῦ ἐπετράπηκε εἶναι στήν πρώτη κίνηση τοῦ νοῦ νά ὑποδεικνύει μέ ἕναν ἁπλό λογισμό τά πονηρά πράγματα μέ σκοπό νά δοκιμάσει τήν προαίρεσί μας πρός τά πού κλίνει…» (ὅπ. παρ. σελ. 153).
Δέν ἔχει, λοιπόν, κανένα δικαίωμα ἐκτός ἀπό τήν προσβολή τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Ἐδῶ μᾶς λέει ὁ π. Ἀντώνιος ὅτι οἱ ἁμαρτίες εἶναι ἑστίες τῆς ἐκκολάψεως τῶν δυνάμεων τοῦ σατανᾶ. Σάν νά λέμε ὅτι οἱ ἁμαρτίες αὐξάνουν τήν δύναμη τοῦ σατανᾶ. Ποῦ ὑπάρχει αὐτή ἡ διδασκαλία στούς Πατέρες; Ἄν ἰσχύει αὐτή ἡ θεώρηση, ὅτι αὐξάνεται ἡ δύναμη τοῦ διαβόλου ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, τότε δέν θά εἶχε προλάβει νά γίνει ἡ πρώτη παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι προχριστιανικά ἦταν τεράστια ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Σατανᾶς, τόν ἄνθρωπο τόν καταδιώκει, τόν ἐξαπατᾶ, τόν κλέβει ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί προσπαθεῖ συνολικά νά ἀπωλεσθεῖ, τό ἀνθρώπινο γένος. Δέν συνεπάγεται ὅμως αὐτό, τήν αὔξηση τῆς δυνάμεως τοῦ σατανᾶ. Ὅταν ἡ μητέρα ἁμαρτάνει, δέν σημαίνει, ὅτι ἡ δαιμονική ἐνέργεια εἰσέρχεται στόν μηχανισμό τῆς παραγωγῆς, καί ὅτι αὐτό πού παράγει εἶναι ἐξίσου ἁμαρτωλό, ὅτι τό παιδί ἐκ φύσεως εἶναι ἁμαρτωλό, καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἁμαρτία ἔχει «συμπαντικές διαστάσεις». Μέ αὐτή τήν θεώρηση δίνει κοσμολογική διάσταση στήν ἀτομική ἁμαρτία.
Περὶ Προνοίας τοῦ Θεοῦ
Δέν ἀναφέρεται πουθενά ὁ π. Ἀντώνιος στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καί ὁδηγεῖ στήν τεκνοποίηση. Ἡ συνεύρεση τοῦ ἀνδρογύνου, πέραν τῶν ὑπαρχόντων ἀφορμῶν γιά τήν σωματική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι καί θέμα τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δίνει εἰς ἕκαστον τήν ψυχήν του. Δέν εἶναι μόνον, αὐστηρῶς, μία ἀνθρώπινη διαδικασία, μία συνεύρεσις, ἔξω ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει συνέργεια Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ἄς θυμηθοῦμε τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τόν ρώτησαν οἱ μαθητές γιά τόν ἐκ γενετῆς τυφλόν, πού ἀπάντησε: «Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (Ἰωαν. 9, 3). Μέσα ἀπό αὐτή τήν διάδραση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, θέλει νά φανερώσει ἡ Γραφή τό τέλος τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ἡ ἱερά ἱστορία ἔρχεται καί ὁρίζει ἕνα τέλος, τό ὁποῖον καί θά φανερωθεῖ. Πρέπει ὅμως καί νά ἐπιγνωσθεῑ ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση, αὐτό τό τέλος, στό ὁποῖον ὁδηγεῖται ἀπό τήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱερά ἱστορία ἔχει καταδείξει, ὅτι ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔχει ὁδηγήσει ἀνθρώπους, ὑψηλῆς ἁγιότητος, νά μή μποροῦν νά τεκνοποιήσουν. Ἑπομένως, ὄχι μόνον ὁ Θεός εἶναι αὐτός πού δίνει μία ψυχή στήν συνεύρεση τοῦ ἀνδρογύνου, ἀλλά εἶναι καί ἡ Πρόνοια Του πού δίνει τήν δυνατότητα τῆς συλλήψεως. Αὐτό τό κεφάλαιο τῆς πίστεώς μας διαφεύγει ἀπό τόν π. Ἀντώνιο.
Περὶ τῆς ἡδονῆς
Ἴσως, στήν σκέψη τοῦ π. Ἀντωνίου νά ὑπάρχει μία θολή κατανόηση στό θέμα τῆς ἡδονῆς, καί στήν χρήση της. Ἐπίσης μπορεῖ νὰ δημιουργοῦνται ἀπορίες στὸ ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνήδονη, ἦταν ἀπαθής. Ἐν πρώτοις, ὅπως εἴπαμε ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο τόν καταδιώκει καί προσπαθεῖ νά τόν ἐξαπατήσει, γι΄αὐτό καί «ὑποκρύπτεται». Δηλαδή παρουσιάζει κάτι ὡς ἀγαθό καί πίσω ἀπὸ αὐτὸ ὑπάρχει μία ἀστοχία, μία ἁμαρτία. Ποιό εἶναι αὐτό τό ἀγαθό; Λένε οἱ Πατέρες ὅτι εἶναι ἡ ἡδονή. Ἡ ἡδονή ὅμως ἀνήκει στή φύση καί συνδέεται μέ τό «τέλος» τῆς φύσεως. Ὅλοι οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά τήν θεία ἡδονή, γιά τήν μεγίστη ἡδονή πού αἰσθάνεται ὁ ἅγιος στήν σχέση καί τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό. Ὁ διάβολος, χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν ἡδονή καί τήν σπρώχνει σέ μία δική του κατεύθυνση. Τό βλέπουμε καθαρά στόν περίφημο πειρασμό τῶν πρωτοπλάστων, πού τούς ἐξαπάτησε καί τούς ἔβγαλε ἀπό τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει, λοιπόν, ἕνα σύμπλοκο μεταξύ ἐντολῆς, ἀνθρώπινης φύσεως, καὶ κινήσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσεως βάσει τῆς ἐντολῆς. Ἡ ἐντολή ἔχει ἕνα σκοπό, καί εἶναι καταργήσιμη. Σκοπός της εἶναι νά διασφαλίσει τήν κατά φύση κίνηση, τήν κίνηση πρός τό «τέλος» πού εἶναι ὁ Θεός. Ἔρχεται λοιπόν ὁ διάβολος καί μέ προκάλυμα τήν ἡδονή, ἀκυρώνει τήν ἐντολή, ἡ ὁποία ἔχει πάντα τήν ἔννοια τῆς ἀπαγόρευσης, καί δημιουργεῖ μίαν ἄλλη κατεύθυνση σέ αὐτή τήν κίνηση, πρός ἕνα ἄλλο «τέλος» δηλαδὴ τὴν ἀπώλεια. Μέ ἄλλα λόγια, παρασύρωντας τό γνωμικό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐξαπατώντας το, δίνει μίαν ἄλλη κατεύθυνση, διαβλητή καὶ ἰδιοτελή, στήν φυσική ἡδονή. «Ἐπειδή τοίνυν κατὰ τὴν τρεπτήν τε καὶ ἀλλοιωτήν ὁρμήν τε καὶ κίνησιν, οὐκ ἐνδέχεται τήν φύσιν ἀφ᾽ἑαυτῆς μένειν ἀκίνητον, ἀλλ᾽ἐπὶ τι πάντως ἡ προαίρεσις ἴεται, τῆς πρός τὸ καλόν ἐπιθυμίας αὐτήν ἐφελκομένη φυσικῶς εἰς κίνησιν. Καλόν δὲ τὸ μὲν τι ἀληθῶς κατὰ τὴν φύσιν ἐστί, τὸ δὲ οὐ τοιοῦτον, ἀλλ᾽ἐπηνθισμένον τινὶ καλοῦ φαντασία. Κριτήριον δὲ τούτων ἐστίν ὁ νοῦς ἔνδοθεν ἡμῖν ἐνιδρυμένος. Ἐν ᾧ κινδυνεύεται, ἤ τὸ ἐπιτυχεῖν τοῦ ὄντος καλοῦ, ἤ τὸ παρατραπέντας αὐτοῦ διά τινος τῆς κατὰ τὸ φαινόμενον ἀπάτης ἐπὶ τὸ ἐναντίον ἡμᾶς ἀποῤῥυῆναι» (Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λογ. Κατηχ. § 21, 2 / ΕΠΕ, 1, σ. 466).
Μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος ὅτι ἡ φύσης δὲν μένει ποτὲ ἀκίνητος. Ἡ προαίρεσὴ της κινεῖται φυσικῶς πρὸς τὴν ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ. Τὸ κακὸν καλύπτεται ἀπὸ μὶα ἐσφαλμένη θεώρηση τοὺ καλοῦ. Ὁ νοῦς κρίνει καὶ προαιρεῖται, ἤ τὸ ὄντως καλόν, ἤ τὴν φαντασία τοῦ καλοῦ. Ὁ νοῦς ὅταν δὲν ἐλπίζει στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τηρεῖ τὶς ἐντολές, κλέπτεται καὶ ἀπατᾶται διὰ τῆς αἰσθητῆς ἡδονῆς. Ἡ ἐμπαθής φιληδονία, εἶναι θέμα τῆς ψυχῆς. Τό σῶμα, ὅσο καί νά δίνει ἀφορμές ἄν δέν θελήσει ἡ ψυχή, δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε. Ἡ παρὰ φύση γνωμικὴ κίνηση τῆς προαιρέσεως, δημιουργεῖ τό «ἴδιον τέλος», τήν ἀστοχία τῆς ἁμαρτίας. Λέει ὁ π. Ἀντώνιος, ὅτι μεταδίδεται κληρονομικά μία ἐμπαθής σαρκικότητα. Αὐτή ὅμως μπορεῖ μόνο μέσα ἀπό τήν παιδαγωγία τῶν γονέων, νά μεταδοθεῖ, ἀφοῦ γεννηθεῖ τό παιδί, καί ὄχι ὡς φυσικὴ κληρονομιά. Ἡ σαρκικότητα αὐτή, εἶναι ἡ φιληδονία, καί αὐτή εἶναι πάθος ψυχῆς, πλὴν ὑποστατικόν, προσωπικόν. Θέλει δηλαδὴ ἡ ψυχή καί τό προσλαμβάνει.
Ἴσως κάποιος πεῖ, ὅτι ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀνήδονη, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει αὐτὴ ἡ «σαρκικότητα». Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, προσέλαβε ὑποστατικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἄν τυχόν, γεννιόταν ἐκ «σπέρματος ἀνδρός καί θελήματι σαρκός» τότε θά εἶχε ἰδίαν ἀνθρωπίνη ὑπόσταση. Θά ἦταν κάτι παράλληλο τῆς Θεοτόκου, ἕνας ἄνθρωπος θεοποιηθείς. Τότε θά ἦταν ἰδιαιτέρα ἀνθρωπίνη ὑποστάση, μέ ἐνήδονη γέννηση, μέ γνωμικό θέλημα σταδιακὰ θεούμενος καὶ μὲ φαντασία. Ὁπότε θά δικαιονόταν ὁ Νεστοριανισμός.
Ὁ Χριστός στόν Ἅδη
Μέσα στήν ροή τῶν λόγων του ὁ π. Ἀντώνιος, κάνει μία ἀναφορά στήν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη, γιά νά ἐπιβεβαιώσει τά προηγούμενα λόγια του, περί τοῦ DNA καί «τήν ἐκτύπωση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ σώματος στήν ψυχή καί τἀνάπαλιν». Λέει χαρακτηριστικά «οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, ἤτοι ἡ αἴσθηση καί ἡ φαντασία δέν μποροῦν νά ἐνεργοῦν χωρίς τό σῶμα. Ἔτσι, ὅταν μαστιγωνόταν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί βασανιζόταν, τότε οἱ τύποι καί οἱ ἀμυδρές φαντασίες τῶν μαστίγων καί τῶν παθῶν χαράσσονταν καί στήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, τά σημάδια τοῦ σώματος διαβιβάστηκαν καί στήν ψυχή, καί αὐτά εἶδε ὁ ἅδης καί τρόμαξε».
Ἐμεῖς, ὅμως, τρομάζουμε μέ τίς συνέπειες τῶν λόγων τοῦ π. Ἀντωνίου. Κατ΄ἀρχάς δίνει ὀντότητα, στήν ποιητική εἰκόνα τοῦ Ἄδη, τοῦ δίνει μάτια, αἴσθηση καί ψυχή. Καί ἄν δεχθοῦμε αὐτή τήν ὀντότητα τοῦ Ἄδη, τότε αὐτός ὁ Ἄδης δέν εἶδε καὶ δὲν συγκλονίσθηκε ἀπὸ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ πού κατηύγασε καί ζωοποίησε τίς «φυλακισμένες» ψυχές καί ἐξαφάνισε οὐσιαστικά τόν Ἄδη; Εἶδε μόνο τίς πληγές καί τά ξεσχίσματα πού «ἀποτυπώθηκαν» στή ψυχή του! Ἐδῶ ἔχουμε ἕναν ἐξευτελιστικό ἐξυλισμό τῆς θεολογίας. Ὅλα γίνονται ὕλη καί ἑρμηνεύονται ὑλικά, καί δημιουργοῦν μίαν ὑλόφρονα πνευματικότητα.
Ἀναφέρει τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἀλλά δέν πρόσεξε ὅτι ὁ Ἅγιος, μὲ ὅσα ἀναφέρει περιγράφει τήν ἀνθρωπολογία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος σέ ἄλλη συνάφεια ἀναφέρει ρητά ὅτι ὁ Χριστός, οὔτε φαντασία εἶχε, οὔτε δόξα, δηλαδὴ γνωμικό θέλημα. (Ἁγίου Νικοδήμου, «Συμβουλευτικὸ ἐγχειρίδιον, ἔκδοσ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1999, σελ. 157») Ὁπότε ὁ λόγος τοῦ π. Ἀντωνίου, «οἱ τύποι καί οἱ ἀμυδρές φαντασίες τῶν μαστίγων καί τῶν παθῶν χαράσσονταν καί στήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ», εἶναι λόγος συγχύσεως. Καί ἄν συνδέσουμε τά λεγόμενά του, ὅτι ὅλα ἀποθηκεύονται στήν κυτταρική μνήμη, τότε ὅταν κοινωνᾶμε τό ἅγιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τρῶμε καί τήν κυτταρική του μνήμη; Νομίζω, ὅτι εἶναι ὁλοφάνερο, πώς ἀγγίζουμε τά ὅρια τῆς βλασφημίας.
Περὶ ἐπιστήμης
Πολλοί «θεολόγοι», στίς μέρες μας, παρατηροῦνται νά τρέχουν λαχανιασμένοι πίσω ἀπό τήν «θεά» ἐπιστήμη, μήπως καί πετύχουν κάτι ἀπό αὐτά πού λέγει, πού νά ἐπιβραβεύει «θεολογικές» θέσεις. Τό μόνο, πού μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι ὅτι δέν γνωρίζουν σέ «τί» πιστεύουν καί ἡ ἐλπίδα τους εἶναι ἀποκεφαλισμένη. Ὅσο ἀπέχει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, ἀπέχει καί ἡ «θεά» ἐπιστήμη ἀπό τήν θεολογία. Ἤ αὐτό πού εἶπε ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ στόν ὀδυνώμενο πλούσιο, πού ζητοῦσε μία ρανίδα ὕδατος, «τέκνον, μεταξύ ὑμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται» (Λουκ. 16, 22).
Ἡ ὅλη συνέντευξη εἶναι πλημμυρισμένη ἀπό πορίσματα τῆς ἐπιστήμης τῆς ἐπιγενετικῆς καί τῆς συμπεριφορικῆς ψυχολογίας πού ἀναπτύχθηκε στά πλαίσια τῆς φιλοσοφίας τοῦ πραγματισμοῦ. Θεωρεῖ ὅτι τά ψυχικὰ γεγονοτὰ στὸν ἄνθρωπο ἀνάγονται σέ συμπεριφορές. Ἡ ὀπτική της εἶναι κοινωνική, δέν εἶναι ἀτομική. Ὑπάρχουν συγκεκριμένοι κοινωνικοί κώδικες, οἱ ὁποῖοι συνιστοῦν τούς ὄρους μέ τούς ὁποίους τά κοινωνικά ὄντα ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Δηλ. τά πάντα εἶναι συμπεριφορές, κώδικες μέ βάση τούς ὁποίους λειτουργεῖ ἕνας ἄνθρωπος στά πλαίσια τῆς κοινωνίας του, οἱ ὁποῖοι σέ ἕνα μεγάλο βαθμό εἶναι προκαθορισμένοι. Γι΄αὐτούς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα σύμπλοκο κοινωνικῆς ἐξέλιξης. Ὅλη λοιπόν, αὐτή τήν ἀρρωστημένη θεώρηση, μᾶς τήν

†Γέροντας Αναστάσιος Κουδουμιανός (2.12.13)


Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Αναστάσιος, κατά κόσμο Γεώργιος Λεονταρίδης, γεννήθηκε στον Πανασό Κρήτης, στις 20/7/1927. ‘Ο πατέρας του ονομαζόταν Νικόλαος, καταγόμενος από τη Σελεύκεια της Μικράς Ασίας, με πολλούς συγγενείς στο χωριό Δαμάνια Μονοφατσίου Κρήτης, τόπο εγκατάστασης προσφύγων από τη Σελεύκεια, μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Η αγράμματη μητέρα του Ελένη καταγόταν από το χωριό Πανασός Καινουργίου Κρήτης, αγαπούσε τον Θεό και την Εκκλησία και αργότερα έγινε Μοναχή με το όνομα Ευγενία. Οι γονείς του Γέροντα είχαν τρία παιδιά, τον Γεώργιο, τη Μαρία και την Κυριακή, ή οποία κοιμήθηκε σέ ηλικία 7 ετών. Τα τρία αυτά παιδιά χάσανε νωρίς τον πατέρα τους, σέ δύσκολη εποχή και μεγάλωσαν μέσα σέ δυστυχίες, πείνες, αρρώστιες και ταλαιπωρίες.
Τον Γέροντα, ως μικρό Γεώργιο, τον ώθησε στα στοιχειώδη γράμματα του δημοτικού σχολείου ή μητέρα του. Όπως ό ίδιος έλεγε τα πράγματα τότε ήταν πολύ στενά, αγόραζαν ακόμα και τα βιβλία τού σχολείου. Ό μαθητής Γεώργιος όμως είχε φιλομάθεια και έλαβε, τότε, πέντε ενδεικτικά με βαθμό εννέα και το απολυτήριο με άριστα δέκα. Ή δύσκολη εκείνη εποχή διέκοψε τις άριστες μαθητικές επιδόσεις του. Η ευλαβέστατη μητέρα τους από νωρίς τούς μετάγγισε τη δύναμη της πίστεως και της προσευχής. Ό Γέροντας έμαθε να νηστεύει αυστηρά, να μελετά και να προσεύχεται με όλη τη δύναμη της καρδιάς του. Ώς μικρό παιδί, μελέτησε τον βίο τού Άγ. Αντωνίου, εμπνεύστηκε από τούς άθλους της ένθεης βιωτής του και άρχισε να εξασκεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ και Λόγε τού Θεού τού ζώντος, διά της

Ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος (25/1)


π. Γεώργιος Φλορόφσκυ
Ο Γρηγόριος άφησε πολλά αυτοβιογραφικά κείμενα, και οι περιγραφές που μας δίνει για τη ζωή του είναι γεμάτες από λυρισμό και δραματικότητα. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή.
Όμως εκλήθη από το θέλημα του Θεού και τις επιθυμίες των άλλων προς λόγους, έργα, και ποιμαντική διακονία σε μια περίοδο υπερβολικής συγχύσεως και αναταραχής. Σε όλη του τη ζωή, που ήταν γεμάτη από θλίψεις και επιτεύγματα, υποχρεώνονταν συνεχώς να καταπνίγει τις φυσικές του επιθυμίες και τους φυσικούς του πόθους.
Ο Γρηγόριος γεννήθηκε περί το 330 στην Αριανζό, στο υποστατικό του πατέρα του κοντά στη Ναζιανζό, «στη μικρότερη από τις πόλεις» της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Ο πατέρας του, που στη νεότητά του ανήκε στην αίρεση των Υψισταρίων, ήταν επίσκοπος Ναζιανζού. Η μητέρα τού Γρηγορίου ήταν η κυριαρχούσα μορφή στην οικογένεια. Υπήρξε ο «δάσκαλος της ευσέβειας» για τον άνδρα της και «επέβαλε αυτή τη χρυσή αλυσίδα» στα παιδιά της. Και η κληρονομικότητα και η εκπαίδευσή του ενίσχυσαν τον συναισθηματισμό, την ικανότητα διεγέρσεως αισθημάτων, και την ικανότητα άμεσου εντυπωσιασμού του Γρηγορίου, καθώς και την αποφασιστικότητά του και τη δύναμη της θελήσεώς του. Διατηρούσε πάντα θερμές και στενές σχέσεις με τους συγγενείς του και συχνά τους θυμότανε.
Από τα παιδικά του χρόνια ο Γρηγόριος διακρίνονταν από μιά «φλογερή αγάπη για τη μελέτη». «Προσπαθούσα να κάνω τις ανήθικες επιστήμες να υπηρετήσουν τις καλές», έλεγε. Σύμφωνα με τη συνήθεια των χρόνων εκείνων, τα χρόνια σπουδής τού Γρηγορίου ήταν χρόνια περιπλανήσεως.
Έλαβε πλήρη μόρφωση στη ρητορική και τη φιλοσοφία στην πατρίδα του Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια, και τέλος στην Αθήνα. Ανέβαλλε το βάπτισμά του ως ότου έγινε ώριμος άνδρας.Στην Αλεξάνδρεια ο Γρηγόριος είχε πιθανώς δάσκαλο τον Δίδυμο. Στην Αθήνα συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Βασίλειο, τον οποίον είχε νωρίτερα συναντήσει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, και ο οποίος ήταν ακριβώς στα χρόνια του. Ο Γρηγόριος θυμόταν πάντα τα χρόνια εκείνα στην Αθήνα με ευχαρίστηση: «Αθήναι και παίδευσις». Όπως έγραψε αργότερα, ήταν στην Αθήνα που αυτός, όπως ο Σαούλ, «ζήτησε τη γνώση και βρήκε την ευτυχία». Αυτή η ευτυχία ήταν η φιλία του με τον Βασίλειο, που του έδωσε περισσότερη χαρά και περισσότερο πόνο από οποιονδήποτε άλλον. «Γίναμε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Είμαστε ομόστεγοι, ομοδίαιτοι, αδέλφια· η αγάπη μας για τη μάθηση ήταν ο μοναδικός σκοπός μας. Και η αγάπη του ενός για τον άλλον συνέχεια μεγάλωνε. Τα είχαμε όλα κοινά, και είχαμε μια ψυχή που ήταν σε δυό χωριστά σώματα». Η ενότητά τους ήταν ενότητα εμπιστοσύνης και φιλίας. Οι πειρασμοί των «βλαβερών Αθηνών» δεν τους απέσπασαν Ήξεραν μόνο δυο δρόμους. Εναν που οδηγούσε στην εκκλησία και τους θρησκευτικούς διδασκάλους τους. Και έναν άλλον που οδηγούσε στους διδασκάλους των κοσμικών επιστημών. Θεωρούσαν ως το σπουδαιότερο πράγμα το να είναι και να ονομάζονται Χριστιανοί. «Είχαμε και οι δυο μια μόνη επιδίωξη, την αρετή, και ένα μόνο σκοπό, που ήταν να απαρνηθούμε τον κόσμο όσο θα έπρεπε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν, και να ζούμε για τη μέλλουσα ζωή». Κατά την περίοδο αυτήν της ασκητικής ζωής σπούδασαν τη φιλοσοφία και τη θρησκεία.
Ο Γρηγόριος παρέμεινε πάντα ένας «εραστής της παιδεύσεως». «Είμαι ο πρώτος των εραστών της σοφίας», έλεγε. «Τίποτε δεν προτιμώ περισσότερο από τις σπουδές μου, και δεν θέλω η Σοφία να με ονομάσει φτωχό δάσκαλο». Ονομάζει τη φιλοσοφία ως τον «αγώνα να κερδίσει κανείς ό,τι είναι πιο πολύτιμο από όλα». Σ’ αυτήν περιλάμβανε και την «θύραθεν» παίδευση:
«παίρνουμε κάτι χρήσιμο για την ορθοδοξία μας ακόμα και από τις κοσμικές Επιστήμες. ‘Από εκείνο που είναι κατώτερο μαθαίνουμε για κείνο που είναι ανώτερο, και μετατρέπουμε αυτήν την αδυναμία σε δύναμη της διδασκαλίας μας. Ο Γρηγόριος εξακολούθησε να υπερασπίζεται την πολυμάθεια και αργότερα στη ζωή του. «Καθένας που έχει μυαλό θα αναγνωρίζει ότι η “παίδευσις” είναι για μας “το πρώτον των αγαθών”. Και δεν εννοώ μόνον την ευγενέστερη και δική μας (χριστιανική) παίδευση, η οποία περιφρονεί τον εξωραϊσμό και το μακρόσυρτο του λόγου και ενδιαφέρεται μόνο για τη σωτηρία και τη θεωρία του κάλλους, αλλά και την κοσμική (την «έξωθεν») παίδευση, την οποία πολλοί Χριστιανοί κακώς απεχθάνονται ως ψεύτικη, επικίνδυνη, και απέχουσα από του Θεού. Αλλά δεν θα προτάξουμε τη δημιουργία έναντι του Δημιουργού της. Η παίδευση δεν πρέπει να περιφρονείται, όπως νομίζουν μερικοί. Αντίθετα, θα έπρεπε να αναγνωρίζουμε ότι εκείνοι που έχουν τέτοια γνώμη είναι ανόητοι και αμαθείς. Θέλουν καθένας να είναι σαν κι αυτούς, ώστε μέσα στη γενική αμάθεια να μη φαίνεται η δική τους άγνοια». Αυτά ειπώθηκαν από τον Γρηγόριο στην κηδεία του Βασιλείου. Δεν ήθελε να ξεχάσει ποτέ τα μαθήματα των Αθηνών, και αργότερα κατήγγειλε τον Ιουλιανό τον Αποστάτη γιατί απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν ρητορική και κοσμικές Επιστήμες.
Αρχαία Αθήνα
Στην Αθήνα ο Γρηγόριος είχε διδασκάλους τον Ιμέριον και τον Προαιρέσιον, ο οποίος ήταν πιθανώς Χριστιανός. Πιθανότατα δεν υπήρξε μαθητής του Λιβανίου. Σπούδασε αρχαία φιλολογία, ρητορική, ιστορία, και ιδιαίτερα φιλοσοφία. Το 358 ή 359 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο Βασίλειος είχε ήδη φύγει από την Αθήνα, και η πόλη είχε αδειάσει και είχε περιπέσει σε κατάπτωση. Ο Γρηγόριος βαφτίστηκε, και αποφάσισε να απαρνηθεί τη σταδιοδρομία του ρήτορος. Τον προσήλκυσε το ιδεώδες της σιωπής και ονειρευόταν την καταφυγή του στα βουνα ή την έρημο. Ήθελε να «έλθει σε στενή κοινωνία με τον Θεό και να φωτιστεί πλήρως από τις ακτίνες του Πνεύματος, χωρίς τίποτε το γήινο να σκιάζει ή να εμποδίζει το Θείο φως, και να προσεγγίσει την Πηγή της εξαίσιας λάμψεως και να σταματήσει όλες τις επιθυμίες και τις φιλοδοξίες. Με αυτόν τον τρόπο οι φαντασιώσεις μας αντικαθίστανται από την αλήθεια». Oι μορφές του Ηλία και του Ιωάννη του Βαπτιστή προκαλούσαν τον θαυμασμό του. Αλλά ταυτόχρονα νικήθηκε από «την αγάπη του για τα Θεία βιβλία και το φως του Πνεύματος, που αποκτάται με τη μελέτη του λόγου του Θεού. Τέτοιες μελέτες είναι αδύνατες στη σιωπή της ερήμου». Εκτός, όμως, από αυτό, εκείνο που κράτησε τον Γρηγόριο μέσα στον κόσμο ήταν ότι αγαπούσε τους γονείς του και θεωρούσε καθήκον του να τους βοηθήσει. «Αυτή η αγάπη ήταν βαρύ φορτίο που με κρατούσε στη γη».
Ο Γρηγόριος εξακολουθούσε να ζει μια αυστηρή ασκητική ζωή ακόμα και μέσα στις κοσμικές διασπάσεις του πατρικού του σπιτιού. Προσπαθούσε να συνδυάσει μια ζωή αδέσμευτης (καθαρής) θεωρίας με μια ζωή προσφοράς στην κοινωνία, και περνούσε τον καιρό του με νηστεία, μελέτη του Λόγου του Θεού, προσευχή, μετάνοια, και αγρυπνία. Όλο και πιο πολύ τον τραβούσε η έρημος του Πόντου, όπου ο Βασίλειος ζούσε μια αυστηρή ασκητική ζωή. Καθώς πλησίαζε τον Θεό, ο Βασίλειος του φαίνονταν να «καλύπτεται με σύννεφα, όπως οι σοφοί άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης». Ο Βασίλειος κάλεσε τον Γρηγόριο να συμμεριστεί τους σιωπηλούς αγώνες του, αλλά ο Γρηγόριος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει αμέσως την επιθυμία του. Ακόμα και ύστερα η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Αργότερα αναλογίζονταν με χαρά και ανέμελη διάθεση το χρόνο που πέρασε στον Πόντο, μια χρονική περίοδο στερήσεων, αγρυπνίας, ψαλμωδίας, και μελέτης. Οι δυο φίλοι διάβασαν την Αγία Γραφή και τα έργα τού Ωριγένη καθώς τα χρόνια της μαθήσεώς τους συνεχίζονταν.
Οι σπουδές του Γρηγορίου τέλειωσαν όταν γύρισε από τον Πόντο. Ο πατέρας του, ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος, μόλις και με δυσκολία κατάφερνε να ασκεί τα καθήκοντά του ως επίσκοπος. Δεν είχε ούτε τα πνευματικά εφόδια ούτε τη δύναμη θελήσεως που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσει τις λογομαχίες και αντιθέσεις που οργίαζαν ολόγυρά του. Χρειάζονταν κάποιον να τον βοηθήσει, και διάλεξε το γυιό του. Αυτό ήταν μια «τρομερή καταιγίδα» για τον νεώτερο Γρηγόριο. Ο Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος είχε εξουσία επάνω του και ως πατέρας του και ως επίσκοπός του. Και τώρα έδεσε το γυό του μαζί του με ακόμα πιο γερά πνευματικά δεσμά. Ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε βίαια και «παρά την θέλησή του» από τον πατέρα του. «Πικράθηκα τόσο πολύ από αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγάριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα: φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που το τσίμησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Τα αισθήματα πικρίας που είχε καταπραύνθηκαν με τον χρόνο.
Η χειροτονία του Γρηγορίου έγινε τα Χριστούγεννα του 361, αλλά γύρισε στη Ναζιανζό μόνο κατά το Πάσχα του 362. Ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρεσβύτερος διαβάζοντας το περίφημο κήρυγμά του που αρχίζει με τις λέξεις: «Αυτή είναι η ημέρα της αναστάσεως… Ας φωτιστούμε από αυτήν την εορτή». Σ΄ αυτό το κήρυγμα περιέγραψε το υψηλό ιδανικό που είχε για την ιερωσύνη. Ο Γρηγόριος είχε την αίσθηση ότι οι σύγχρονοί του ιεράρχες απείχαν πολύ από αυτό το ιδεώδες, αφού οι περισσότεροί τους έβλεπαν τή θέση τους ως «μέσον συντηρήσεως. Φαίνονταν ότι αναμένονταν λιγότερα από τους ποιμένες των ψυχών παρά από τους ποιμένες ζώων. Ήταν αυτή η συνείδηση των υψηλών απαιτήσεων από τους κληρικούς, που έκανε τον Γρηγόριο να επιχειρήσει να αποφύγει τα καθήκοντα που θεωρούσε ότι ήταν ανάξιος και ανίκανος να εκπληρώσει.
Ο Γρηγόριος παρέμεινε στη Ναζιανζό ως βοηθός του πατέρα του σχεδόν δέκα χρόνια, ελπίζοντας ότι θα τα κατάφερνε να αποφύγει να κληθεί να γίνει επίσκοπος. Οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Το 372, για μια ακόμα φορά χωρίς τη θέλησή του, ο Γρηγόριος εκλέχθηκε επίσκοπος Σασίμων, «ενός μέρους χωρίς νερό ή βλάστηση, χωρίς καμιά ευκολία, ενός πληκτικού και στενόχωρου μικρού χωριού. Υπάρχει σκόνη παντού, θόρυβοι αρμάτων, θρήνοι, στεναγμοί, πράκτορες, όργανα βασανισμού, και αλυσίδες. Οι κάτοικοι είναι περαστικοί ξένοι και πλάνητες».
Η πικρία που ο Γρηγόριος δοκίμασε με τη νέα αυτή τυραννική ενέργεια, που ήταν αντίθετη με την επιθυμία του να ζήσει σε απομόνωση, μεγάλωσε από το γεγονός ότι αυτή επικυρώθηκε από τον στενότερο φίλο του, τον Βασίλειο. Ο Γρηγόριος αγανάκτησε γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη, και γιατί τον υποχρέωσε να εμπλακεί στον αγώνα του να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της επισκοπικής δικαιοδοσίας του. Ο Βασίλειος είχε συστήσει την επισκοπή Σασίμων για να ισχυροποίησει τη θέση του έναντι του Ανθίμου Τυανέων. «Με κατηγορείς για νωθρότητα και αδράνεια», έγραφε ο Γρηγόριος ενοχλημένος στον Βασίλειο, «γιατί δεν κατέλαβα τη θέση των Σασίμων, γιατί δεν δρω ως επίσκοπος, και γιατί δεν οπλίζομαι να πολεμήσω στο πλευρό σου κατά τον τρόπον που τα σκυλιά, όταν τους ρίξουν ένα κόκκαλο, μάχονται μεταξύ τους». Ο Γρηγόριος δέχτηκε την εκλογή του με λύπη και χωρίς να το θέλει. Υποχώρησα στη βία, όχι στις πεποιθήσεις μου». «Για μια ακόμη φορά καθαγιάστηκα και το Πνεύμα εκχύθηκε επάνω μου, και κλαίω πάλι και θρηνώ».
Η χαρά του Γρηγορίου γι’ αυτήν τη φιλία ποτέ δεν αποκαταστάθηκε. Πολύ αργότερα στην κηδεία του Πατέρα του παραπονιόταν, παρόντος του Βασιλείου, ότι «κάνοντάς με ιερέα με παραδώσατε στην ταραχώδη και επίβουλο αγορά των ψυχών, για να υποστώ τις δυστυχίες της ζωής». Επέπληξε τον Βασίλειο εντονότερα, λέγοντας: «Αυτό είναι το αποτέλεσμα των Αθηνών, η κοινή μελέτη μας, η ζωή μας κάτω από την ίδια στέγη, η συντροφιά μας στο ίδιο τραπέζι, η ομοψυχία των δυο μας, τα θαυμάσια της Ελλάδος, και οι κοινοί όρκοι μας να αρνηθούμε τον κόσμο. Όλα καταστράφηκαν! Όλα γκρεμίστηκαν! Ας χαθεί από τον κόσμο ο νόμος της φιλίας, αφού τόσο λίγο σέβεται τη φιλία». Ο Γρηγόριος τελικά πήγε στα Σάσιμα. αλλά. όπως παραδέχεται ο ίδιος, «δεν επισκέφτηκα την εκκλησία που μου δόθηκε, δεν λειτούργησα εκεί, δεν προσευχήθηκα με τον λαό, και δεν χειροτόνησα ούτε έναν κληρικό».
Ο Γρηγόριος επέστρεψε στη γενέτειρά του ύστερα από παράκληση του πατέρα του για να τον βοηθήσει στα επισκοπικά του καθήκοντα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Γρηγόριος ανέλαβε προσωρινά τη διαποίμανση της ορφανεμένης εκκλησίας. Όταν τελικά μπόρεσε να ξεφύγει από το ποιμαντικό έργο του, «πήγε σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια της Ισαυρίας. Έμεινε στο ναό της Αγίας Θέκλας και αφιερώθηκε στην προσευχή και την πνευματική ενατένιση. Αλλά για μία ακόμα φορά η αναχώρησή του ήταν μόνο προσωρινή. Στη Σελεύκεια έμαθε τα νέα για το θάνατο του Βασιλείου, και αυτό το ειρηντκό διάλειμμα τέλειωσε όταν κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να μετάσχει στον αγώνα κατά των Αρειανών.

«Αναμνήσεις από τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη»


Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ιατρός*
Τον όσιο Γέροντα Εφραίμ τον γνώρισα το έτος 1974. Ήμουν τότε τεταρτοετής φοιτητής Ιατρικής. Από τότε πήγαινα τακτικά προσφέροντας στον Γέροντα τις ιατρικές μου υπηρεσίες σχεδόν μέχρι την κοίμησή του.
Ο Γέροντας, όταν τον πρωτογνώρισα, ζούσε μόνος του. Είχαν «κοιμηθεί» και ο Γέροντάς του και οι υπόλοιποι πατέρες μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του ο οποίος είχε γίνει μοναχός. Τα γένια του και τα μαλλιά του ήταν ήδη λευκά. Το πρόσωπό του όμως νεανικό και το βλέμμα του διεισδυτικό και ταυτόχρονα πατρικό. Με κράτησε στο κελί του για λίγες μέρες. Η φιλοξενία του ήταν πλούσια αν λάβουμε υπόψιν ότι ακόμα και το γάλα εβαπορέ που πρόσφερε το είχε αγοράσει από τη Δάφνη και το είχε κουβαλήσει με τον τορβά στην πλάτη από την παραλία (από εκείνο το κακοτράχαλο και ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο κελί του). Ακόμη θυμάμαι την αλάδωτη φακή μέσα στην οποία είχε βάλει μερικές κουταλιές ωμό ταχίνι για να την «δυναμώσει» και πως μου έδινε κουράγιο να αδειάσω ένα τεράστιο πιάτο, λέγοντάς μου: Φα’ το παιδί μου. Στην έρημο δεν πετάμε τίποτε. Ο άνθρωπος όταν είναι κουρασμένος και πεινασμένος, πρέπει πρώτα να αναπαυθεί και να φάει. Γιατί το μυαλό του πεινασμένου, είναι στο στομάχι του. Και δεν μπορεί ν’ ακούσει ούτε πνευματικά, ούτε συμβουλές και νουθεσίες.
Ο Γέροντας ήταν πρακτικός άνθρωπος. Μου λέει μια μέρα: Έλα να σου δείξω, πώς γίνονται οι μετάνοιες. Πήρε λοιπόν ένα τσουβάλι, το άπλωσε κάτω και άρχισε να κάνει «στρωτές» μετάνοιες τόσο γρήγορα σαν πραγματικός αθλητής!
Μου λέει: Βλέπεις τα χέρια μου; Ακουμπάω κάτω τις παλάμες μου. Γιατί αν ακουμπήσω το έξω μέρος των χεριών μου θα γεμίσω κάλους και θα λένε: «Να ο παπάς κάνει πολλές μετάνοιες». Οι παλάμες δεν πιάνουν με τις μετάνοιες κάλους.
 Φρόντιζε και σ’ αυτό να μην φανερώνει την πνευματική του εργασία. Όλα «ἐν τῷ κρυπτῷ».
Η προσευχή
Οι συμβουλές του για την προσευχή ήταν πολύ πρακτικές. Έλεγε: Θα ορίσεις μια συγκεκριμένη ώρα που θα έχεις ησυχία, και θα κάνεις προσευχή λέγοντας το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» αργά και παρακαλεστικά, «κλαψιάρικα» χωρίς να κρατάς κομποσκοίνι. Πριν ξεκινήσεις όμως θα κάνεις μια προεργασία. Θα διαβάσεις λίγο από το Ευαγγέλιο, από το Γεροντικό και τα άλλα πατερικά βιβλία. Θα σκεφτείς λίγο τη ζωή σου, τις ευεργεσίες του Θεού και έτσι η ψυχή θα μεταφερθεί στον πνευματικό χώρο. Πολύ βοηθάει εδώ η αυτοσχέδια προσευχή. Και έτσι, χωρίς να μετράς κόμπους με το κομποσκοίνι, θα προσεύχεσαι ορισμένη ώρα με το ρολόι. Αυτή η προσευχή με το πρόγραμμα που είπαμε, θα ζωογονήσει και θα δυναμώσει την ψυχή με τρόπο μυστικό, όπως ένα φυτό που κάθε μέρα το ποτίζουμε με λίγο νερό και αυτό μεγαλώνει χωρίς να γνωρίζουμε πώς.
Το πρωί έκανε εργόχειρο. Καθόταν στο σκαμνάκι του και σκάλιζε σφραγίδια για πρόσφορα. Τα ξύλα τα ζέσταινε σε μια μεγάλη χύτρα με νερό, στη φωτιά, για να μαλακώσουν και να τα σκαλίζει ευκολότερα. Μπροστά στο στήθος του είχε μια πετσέτα στην οποία έσταζαν τα δάκρυα που κυλούσαν ήρεμα από τα μάτια του σαν σιγανή βροχή. Καταλάβαινα ότι η ψυχή του «έβραζε» (κατά την προσφιλή του έκφραση) από την προσευχή. Δεν μιλούσε αν δεν τον ρωτούσα κάτι.

«Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»


Τοῦ Ἀντώνη Κουτεντάκη, Θεολόγου, ἱστορικού, διπλωματούχου λειτουργικῆς, ὑπ. διδάκτορος ἱστορίας στο Arxon.gr (26.5.2020)
«Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν;
 Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. Καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ. Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; Εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; Τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. Ἀλλ’ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. Καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[1]
Ξεκινῶ τὶς σκέψεις μου αὐτὲς μὲ τὸ ὡς ἄνω εὐαγγελικὸ χωρίο, ὄχι γιὰ νὰ γεμίσω περισσότερες ἀράδες, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταδειχθεῖ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πὼς ἡ θεία Κοινωνία ἀποτελοῦσε αἰτία σκανδάλου τῶν ἀνθρώπων πρὶν κἂν συσταθεῖ ὡς Μυστήριο ὑπὸ τοῦ Κυρίου κατὰ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς λέγει ὅτι πρέπει νὰ φᾶνε τὸ Σῶμά Του γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἔφυγαν σκανδαλισμένοι, καὶ μάλιστα ἀνάμεσά τους ὑπῆρξαν καὶ μαθητές Του. Ἀργότερα, τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁ Ἰούδας κράτησε τὸν τίμιο Ἄρτο ὥστε νὰ τὸν δείξει στοὺς γραμματεῖς ὡς πιστοποίηση δῆθεν τῆς ὕβρεως στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει ὁ Ἰησοῦς. Κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς δὲ χρόνους, οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦντο ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ὅτι στὰ δεῖπνά τους ἔσφαζαν καὶ ἔτρωγαν μωρά.

Μακαριστοῦ ὁσίου Γέροντος Ἐλπιδίου Χασάπη: Τριαδολογικὲς προοπτικὲς τοῦ Μοναχισμοῦ


Γέροντας Ἐλπιδίος Χασάπη (1913-1983) Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ δακτυλογραφημένη ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ ὁσίου Γέροντος Ἐλπιδίου Χασάπη (1913-1983), αὐταδέλφου τοῦ ἁγίου νέου ἱερομάρτυρος Φιλουμένου τοῦ Κυπρίου, τὴν ὁποία παρέδωσε στὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Γέροντος κ. Αἰμίλιος Χατζηπαυλῆς, ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῶν καταλοίπων τοῦ Γέροντος, τὸ ὁποῖο περιῆλθε σ᾽ αὐτόν. Τὴ δακτυλογράφηση εἶναι πολὺ πιθανὸν νὰ ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Τὸ ἐκδιδόμενο γιὰ πρώτη φορὰ κείμενο αὐτὸ ἀποτελεῖ ὁμιλία ποὺ ἔκανε ὁ Γέροντας Ἐλπίδιος σὲ σύναξη πρὸς ἀδελφὲς Γυναικείας Μονῆς, τῶν ὁποίων, ὅπως συμπεραίνεται, εἶχε τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση.
Ἡ ὁμιλία αὐτὴ ἔγινε πρὶν τὸ 1976, ὁπόταν ὁ Γέροντας ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ διῆλθε τὸ ἐπίλοιπον τῆς ἁγίας ζωῆς του. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστες μικρὲς διορθώσεις, ἐκδίδουμε τὸ κείμενο ὅπως εἶχε στὴν πρωτότυπη δακτυλογραφημένη του μορφή, καθὼς εἶναι ἐκφραστικὸ τῆς θεολογικῆς καὶ λοιπῆς μόρφωσης ἀλλὰ καὶ τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τοῦ Γέροντος
Γιὰ βιογραφικὰ καὶ ἄλλα στοιχεῖα περὶ τοῦ Γέροντος Ἐλπιδίου παραπέμπουμε τοὺς φιλευσεβεῖς ἀναγνῶστες στὴν ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντης τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, Ὁ ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος, Ὀροῦντα-Κύπρος 2013, ἰδιαίτ. σσ. 191-207. Σημειώνουμε προσέτι ὅτι ἡ αὐτὴ Ἱερὰ Μονὴ ἑτοιμάζει εἰδικὴ ἔκδοση γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γέροντος Ἐλπιδίου, μὲ πληρέστερα στοιχεῖα.
*******
Τριαδολογικὲς προοπτικὲς τοῦ Μοναχισμοῦ
 
Μακαριστοῦ ὁσίου Γέροντος Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου Χασάπη (1913-1983)
Ὁ ἅγιος Φιλούμενος καὶ ὁ δίδυμος ἀδελφός του Ἐλπίδιος Θεωρῶ ἰδιαίτερα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀγρυπνία μας πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, μετὰ τὴν ἔκχυσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μετὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἑβδομὰς αὐτὴ εἶναι περιεκτικὴ καὶ προφητικὴ γιὰ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴ ζωὴ τὴ δική μας, τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι δεύτερο βάπτισμα. Γέμισμα μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ πύρωμα τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Γιὰ μᾶς τοὺς μοναχοὺς ἀνοίγει τὶς προοπτικὲς τῶν μοναχικῶν μας ἐπιδιώξεων καὶ τοῦ μοναχικοῦ μας ἀγῶνος.
Ἐὰν ὁ μοναχισμός μας ἔχη ἕνα νόημα, τὸ νόημα αὐτὸ τὸ βρίσκει στὴν προσήλωσι στὴν Ἁγία Τριάδα. Κι ἂν ἔχουμε ἕναν ἀγῶνα νὰ κάνουμε, αὐτὸς εἶναι νὰ ξεπεράσουμε τὸν ἀτομοκεντρισμό μας καὶ νὰ φθάσωμε σ᾿ ἕνα γνήσιο Θεοκεντρισμό, νὰ βάλουμε δηλαδὴ σὰν κέντρο τῆς ζωῆς μας ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Τριάδα.
Θὰ ἤθελα μὲ λίγες λέξεις νὰ σᾶς ἐξηγήσω αὐτὴ τὴν ἄποψι.
Εἶναι δυνατὸν ἀφιερώνοντας τὸν ἑαυτόν μας στὸν Θεὸ καὶ πηγαίνοντας σ᾿ ἕνα Μοναστήρι, ν᾿ ἀναζητήσουμε τὴν προσωπική μας γαλήνη καὶ τὴν προσωπική μας ἔστω πνευματικὴ ἄνεσι. Ἡ σκέψι, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ κυριαρχῇ μέσα μας, εἶναι ὅτι ἐὰν θὰ πάω στὸ Μοναστήρι θὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου, θὰ ἔχω τὴν ἡσυχία, θὰ μπορῶ νὰ λατρεύω τὸν Θεὸ καὶ δὲν θὰ ἔχω ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἐνοχλήσεις τὶς ὁποῖες ἔχουν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς πειρασμοὺς τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος βάζει στὸ δρόμο τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν μείνουμε σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν προοπτική, νομίζω ὅτι βρισκόμαστε θρονιασμένοι στὸ χῶρο τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ. Βάζουμε σὰν κέντρο τῆς ζωῆς μας τὸν ἑαυτόν μας. Βάζουμε σὰν στόχο μιὰ ἄλλου εἴδους ἄνεσι, ποὺ καταλήγει κι αὐτὴ στὸ τέλος νὰ εἶναι κοσμικὴ ἐπιδίωξι. Καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ λάθος, ἀστοχία. Ἡ ζωή μας ἡ ἀφιερωμένη, ἡ ζωή μας στὸ Μοναστήρι ἔχει νόημα, ὅταν προσηλώνεται στὴν Ἁγία Τριάδα, στὰ τρία Πρόσωπα τῆς Θεότητος, μὲ μιὰ προσήλωσι τελεία, ὁλόκαρδη, μιὰ προσήλωσι ἡ ὁποία φθάνει μέχρι τὴ θυσία σὲ ἔντασι καὶ σὲ μῆκος μέχρι τὸ θάνατο.

Δόγμα και Ηθική. H εμπειρία της αποκαλύψεως. Οι φορείς της αποκαλύψεως


Εισήγηση στην Α΄ συνάντηση (23.11.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους  (2016-2017)    
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζημιχαήλ
Από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Α´, 2η έκδοση: σελ. 102-269)
 
Πανιερώτατε,
Σας ευχαριστώ που μου εμπιστευτήκατε την παρουσίαση των θεμάτων ‘‘Δόγμα και Ηθική. Η εμπειρία της αποκαλύψεως. Οι φορείς της αποκαλύψεως’’. Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, γιατί μου δώσατε το έναυσμα να μελετήσω το βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου Βλάχου, Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις Προφορικές παραδόσεις του Π. Ιωάννου Ρωμανίδη και να έλθω σε μία πρώτη επαφή και γνωριμία με την Θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ευτυχώς, αρνείται πεισματικά να διαχωρίσει την Θεολογία από τον ποιμαντικό ρόλο που έχει στην Εκκλησία, εν αντιθέσει προς την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών διδασκάλων των Θεολογικών Σχολών.
Οι άγιοι Πατέρες, όταν διδάσκουν τους πιστούς περί Αγίας Τριάδος χρησιμοποιούν τις Θεοφάνειες, δηλαδή τις αποκαλύψεις του Θεού στην Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή διαθήκη. Η δογματική ορολογία ‘τρεις υποστάσεις’, ‘μία ουσία’, ‘ομοούσιος’ κ.λπ. χρησιμοποιούνται όταν εμφανίζονται οι αιρέσεις και με τη διδασκαλία τους αλλοιώνουν την αποκαλυπτική αλήθεια. Τότε συνέρχονται οι άγιοι Πατέρες σε Συνόδους και οριοθετούν την Ορθόδοξη Πίστη, διατυπώνουν δηλαδή την αποκαλυμμένη αλήθεια. Μάλιστα, δεν έκαναν αφηρημένες φιλοσοφικές συζητήσεις περί της Αγίας Τριάδος, αλλά κεντρικό Πρόσωπο για το οποίο συζητούσαν ήταν ο Χριστός, ο Οποίος εμφανίζεται στους Προφήτες και αποκαλύπτει μέσα στον εαυτό Του τον Πατέρα εν Αγίω Πνεύματι. Τα δόγματα δείχνουν τον αποκαλυπτόμενο εν δόξη Χριστό. Τα δόγματα δεν είναι μόνιμη κατάσταση: ο θεούμενος τα υπερβαίνει, αφού βλέπει τον Χριστό εν δόξη.
Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ δόγματος και μυστηρίου, αφού άλλο είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, που βιώνεται όσο είναι δυνατόν από τον θεούμενο άνθρωπο, αλλά είναι αδύνατο να διατυπωθεί ή να κατανοηθεί, και άλλο είναι το δόγμα, δηλαδή η διατύπωση περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδας. Ακόμα και όταν αποκαλύπτεται ο Θεός στον άνθρωπο παραμένει μυστήριο. Το δόγμα είναι η έκφραση του μυστηρίου, αλλά σίγουρα δεν είναι κατανόηση του μυστηρίου. Γιατί, όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι αδυνατότερον». 
Το δόγμα, αφενός αποτελεί διατύπωση της εμπειρίας της Θεώσεως που είχαν οι Θεόπτες Πατέρες -και επειδή είχαν την ίδια αποκάλυψη γι᾽ αυτό κι όταν συναντήθηκαν σε Οικουμενικές Συνόδους συμφώνησαν και στη διατύπωση του δόγματος-, αφετέρου δε οδηγεί στη Θέωση-Αγιασμό αυτούς που το αποδέχονται και γίνεται βίωμά τους. Διότι δεν αρκεί να αποδεχθούμε το δόγμα εξωτερικά, αλλά αφού το αποδεχθούμε να γίνει βίωμά μας, δηλαδή δι’  αυτού να φτάσουμε στη Θέωση-Αγιασμό και να έχουμε την ίδια εμπειρία-αποκάλυψη που είχαν οι άγιοι.

Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου αιώνος Γέροντας Γεώργιος Καψάνης


Με την ευκαιρία της αυριανής εορτής μιας από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Εκκλησίας και του Γένους, αναδημοσιεύουμε σήμερα ένα παλαιότερο άρθρο του Πανοσιολ. Αρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), Καθηγουμένου της Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, σχετικά με το φιλοκαλικό κίνημα, το οποίο ζωογόνησε η πάλλουσα προσωπικότητα του αγ. Νικοδήμου.
Η αγάπη του Θεού εχάρισε στην Εκκλησία αγιασμένους πατέρες, οι οποίοι εσφράγισαν τον 18ο και τον 19ο αιώνα με την φωτεινή παρουσία τους, την ορθόδοξη θεολογία τους, την αυστηρή ασκητική τους ζωή, τα θεοφώτιστα συγγράμματά τους και τις παραδοσιακές μοναστικές τους αρχές. Οι πατέρες μας αυτοί άφησαν ανεξίτηλη την σφραγίδα τους στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι τις ημέρες μας. Ονομάσθηκαν σκωπτικα «κολλυβάδες» και η πνευματική τους δραστηριότητα «κολλυβαδικό κίνημα», επειδή την αφορμή για την εμφάνισί της έδωσε το γεγονός ότι οι μοναχοί της Ιερας Σκήτης της Αγίας Άννης τελούσαν τα «μετα κολλύβων» μνημόσυνα των κτιτόρων του ανακαινιζομένου τότε καθολικού ναού (Κυριακού) της Σκήτης κατα την ημέρα της Κυριακής αντί του Σαββάτου. Στην συνείδησι της Εκκλησίας όμως οι «κολλυβάδες» θα παραμείνουν ως «οι Φιλοκαλικοί Πατέρες του 18ου και 19ου αιώνος» και το πολύπλευρο έργο τους ως «Φιλοκαλικη Αναγέννησις», όπως εύστοχα τους ονομάζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Αμφιλόχιος[1]. Οι επιφανέστεροι και γνωστότεροι από αυτούς τους πατέρες είναι ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος.
Λόγω της θεολογικης τους μαρτυρίας, οι αοίδιμοι «Φιλοκαλικοί πατέρες» υπέστησαν διωγμούς και εξορίες από το Άγιον Όρος. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος μάλιστα αδίκως αφορίσθηκε. Εν τούτοις η ακούσια διασπορά τους, στα νησιά του Αιγαίου κυρίως, δημιούγησε μία θαυμάσια πνευματική κίνησι με πολλούς και εύχυμους καρπούς. Τα χαρακτηριστικά αυτής της Φιλοκαλικής Αναγεννήσεως είναι επιγραμματικως τα εξής[2]:
α) Ανανέωσαν την αυθεντική Ορθόδοξη πνευματική ζωή, καθώς οι ίδιοι, ασκηταί και θεολόγοι ταυτόχρονα, την εβίωσαν και την εδίδαξαν με τα θεόσοφα συγγράμματά τους.
β) Αντιστάθηκαν στην αλλοτρίωσι που προκαλούσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός μεταξύ των Ορθοδόξων[3].
γ) Στήριξαν στην Πίστι τους Ορθοδόξους λαούς. Ισχυρό ανάχωμα έναντι της λατινικής προπαγάνδας και του προτεσταντικού προσηλυτισμού υπήρξε το θεολογικό έργο των προκρίτων και μεγάλων «κολλυβάδων» θεολόγων, με το οποίο η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία εύρισκε την απαραίτητη για την εποχή και τα προβλήματά της θεολογική κατοχύρωσι.
δ) Ανεπτέρωσαν το ηθικό των υποδούλων Ορθοδόξων καλλιεργούντες μαρτυρικό ήθος[4]. Ύπηρξαν αλείπται πολλών νεομαρτύρων.
ε) Έδειξαν ότι με την πιστότητά τους στην Ορθόδοξο Παράδοσι δεν καλλιεργούσαν την μισαλλοδοξία και τον σκοταδισμό, όπως εκατηγορούντο, αλλα επιβεβαίωναν την διαχρονικότητα του ευαγγελικου μηνύματος.

Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟΥ



ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΧΟΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΘΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΑ ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝΕ' ΑΙ. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΕΝΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ: ΔΡΑΜΑ, ΕΚΚΥΚΛΗΜΑ, ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ, ΘΕΑΤΡΟ, ΘΥΜΕΛΗ, ΚΩΜΩΔΙΑ, ΜΙΜΟΣ, ΟΡΧΗΣΙΣ, ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ, ΣΚΗΝΗ, ΤΡΑΓΩΔΙΑ, ΥΠΟΚΡΙΣΙΣ. ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ: 1) ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗΟΡΟΛΟΓΙΑ ΟΤΑΝ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΝ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ ΘΕΑΤΡΙΚΑ Η ΠΑΡΑΘΕΑΤΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΑΤΡΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟ ΜΕ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ. 2) ΟΙ ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑΙΜΕ ΗΘΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ. ΒΑΣΙΚΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΘΕΑΜΑΤΑ ΕΧΕΙ ΠΑΙΞΕΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΘΕΑΜΑΤΩΝ ΕΠΙΤΕΙΝΕΤΑΙ ΑΠ'ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΟΨΙΜΑ ΡΩΜΑΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ. 3) ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΘΕΑΤΡΟΥ. 4) ΟΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΜΕΣΑ ΑΠ'ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΤΑΧΘΟΥΝ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ.

Ἑλληνική φιλοσοφία καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου σέ Διεπιστημονικό Συνέδριο στήν Φιλοσοφική Σχολή Ἀθηνῶν πού διοργάνωσε ἡ Διεθνής Ἐπιστημονική Ἑταιρεία Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καί ἡ Ἕνωση Ἑλλήνων Φυσικῶν.

Εὐχαριστῶ γιά τήν πρόσκληση νά παραστῶ καί νά ὁμιλήσω στό παρόν Συνέδριο ἀνακοινώνοντας τό θέμα: «Ἑλληνική φιλοσοφία καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐπειδή τό θέμα αὐτό εἶναι πολυσύνθετο καί πολυεπίπεδο καί ὁ χρόνος τῆς ἀνακοινώσεως εἶναι στενώτατος, γι’ αὐτό θά τό περιορίσω. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική θά κάνω μερικές ἀπαραίτητες διευκρινήσεις.
Εἰσαγωγικές διεκρινήσεις

Ἡ πρώτη διευκρίνηση εἶναι ὅτι θά γίνη ἀναφορά στούς Πατέρες πού ἔζησαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, αὐτῆς πού ὀνομάσθηκε Βυζάντιο μετά τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή τήν περίοδο ἐκείνη πού συναντῶνταν δύο μεγάλα θεολογικά καί πολιτιστικά ρεύματα, ἤτοι ἡ ἰουδαϊκή-χριστιανική παράδοση καί ἡ ἑλληνική σκέψη καί ὁπωσδήποτε ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Ἔτσι, ἔγινε μιά θαυμαστή σύνθεση μέ τήν ἔννοια ὅτι ἄλλο εἶναι τά ἄκτιστα ρήματα τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας καί ἄλλο εἶναι τά κτιστά ρήματα, νοήματα καί εἰκονίσματα πού εἶναι τῆς διατυπώσεως τῆς ἐμπειρίας, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.

Ἡ δεύτερη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ἡ συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία ἔγινε πρῶτα ἀπό μερικούς ἀνατολικούς φιλοσοφικούς θεολόγους, ὅπως τόν Παῦλο Σαμοσατέα, τόν Λουκιανό, τόν Ἄρειο καί ἄλλους μεταγενέστερους, οἱ ὁποῖοι συζητοῦσαν μέ τούς Ἀριστοτελικούς φιλοσόφους πάνω σέ ὀντολογικά καί κοσμολογικά θέματα, ἐκφράζοντας ἔτσι τόν λεγόμενον ἀπό τόν Χάρνακ «ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό», μέ ἀποτέλεσμα νά περιπέσουν σέ θεολογικές πλάνες. Ἀντίθετα, οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, γνωρίζοντας τήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς τους, κυρίως τήν Πλατωνική, τήν Ἀριστοτελική καί τήν Νεοπλατωνική, γιά νά ἀπαντήσουν στούς φιλοσοφοῦντας Χριστιανούς θεολόγους, προσέλαβαν τήν φιλοσοφική ὁρολογία ὡς ἔνδυμα, τήν ὁποία ἀποφόρτισαν ἀπό τό νόημα πού εἶχε καί ἔδωσαν σέ αὐτήν ἄλλο νόημα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀπαρτισθῆ αὐτό πού χαρακτηρίζεται ἀπό τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ «ἐκχριστιανισμένος ἑλληνισμός». Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τήν λεγομένη συνάντηση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ, θεολογίας καί φιλοσοφίας.

Καί ἡ τρίτη διευκρίνηση εἶναι ὅτι ἐπειδή τό θέμα πού θά σᾶς ἀνακοινώσω εἶναι μεγάλο, προκειμένου νά τό τιθασεύσω ὥστε νά γίνη μιά σύντομη ἀνακοίνωση, θά περιορίσω τόν λόγο στήν παρουσίαση τῶν βασικῶν θέσεων τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού προέρχονται κυρίως ἀπό προφορικές ὁμιλίες του στόν Πανεπιστημιακό χῶρο, ἰδιαιτέρως σέ μάθημα πρός τούς φοιτητές καί μεταπτυχιακούς. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό ὑλικό πού θά παρουσιασθῆ ἐδῶ εἶναι κατά βάση ἀνέκδοτο καί πρωτότυπο. Ἔτσι, θά καλυφθῆ ἡ ἔννοια τῆς ἀνακοίνωσης.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν πρωτίστως πρωτότυπος ἐρευνητής. Μεγάλωσε στήν Ἀμερική καί σπούδασε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης, ἔπειτα στό Πανεπιστήμιο τοῦ Γέϊλ, στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στήν Νέα Ὑόρκη, ἕνα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα καί στό Πανεπιστήμιο Κολούμπια τῆς Νέας Ὑόρκης, στήν συνέχεια ἐργάσθηκε ἐρευνητικά στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι, ὅπου ἐκπόνησε τίς πρῶτες σημαντικές προδιδακτορικές μελέτες του, στό Μόναχο, στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου κατέθεσε πρωτότυπη διδακτορική διατριβή, ἡ ὁποία προκάλεσε θεολογικές ἀναταράξεις στό ὅλο κλῖμα τῆς θεολογίας στήν Ἑλλάδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στό Πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρντ, ὅπου ἐκπόνησε σημαντικές μεταδιδακτορικές ἐργασίες, κάτω ἀπό τήν ἐπίβλεψη τοῦ διάσημου Καθηγητοῦ τοῦ Χάρβαρντ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Μετέπειτα ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐξελέγη Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης καί Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, δίδαξε δέ καί στήν Μπελεμέντειο Θεολογική Σχολή στό Βόρειο Λίβανο.

Ἐπειδή ἀσχολήθηκα πολύ μέ τό πρόσωπό του καί τό ἔργο του, γι’ αὐτό ἐπισημαίνω ἰδιαίτερα τό ἐρευνητικό του χάρισμα.

Στίς προδιδακτορικές του μελέτες ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ὡς διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων μετέφεραν τήν Χριστιανική διδασκαλία στόν ἐθνικό κόσμο, ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική σκέψη. Στήν διδακτορική του διατριβή μελετώντας τό προπα-τορικό ἁμάρτημα ἀντιμετώπισε ἰδιαιτέρως τήν διαφορά μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στίς μετέπειτα μεταδιδακτορικές μελέτες του ἀφιερώθηκε κυρίως στήν μελέτη τῆς σκέψεως τῶν Ἀπολογητῶν Πατέρων καί τήν ἐπίδραση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας σέ αὐτούς, ὅπως καί τίς διαφορετικές προϋποθέσεις μεταξύ τους. Ἔτσι, οἱ μελέτες του πάνω στόν ἅγιο Ἰουστῖνο τόν Μάρτυρα καί φιλόσοφο, ἡ κριτική πού ἀσκεῖ στίς ἀπόψεις τοῦ Wolfson σέ σχέση μέ τήν διδασκαλία τοῦ Φίλωνος τοῦ Ἰουδαίου καί τῶν Πατέρων, ἡ ἀνάλυση τῶν ἀπόψεων τοῦ Θεοδώρου Μομψουεστίας, παρουσιάζουν τόν τρόπο σκέψεως τῶν πρώτων φιλοσοφούντων θεολόγων πάνω σέ Χριστολογικά θέματα. Ἀλλά καί ἡ μελέτη του γιά τήν σύγκρουση πού ἔγινε τόν 14ο αἰώνα μεταξύ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐκφραζόταν μέ τίς ἀπόψεις τοῦ νεοπλατωνικοῦ Αὐγουστίνου Ἐπισκόπου Ἱππῶνος, τόν κατέστησαν σοβαρό μελετητή καί γνώστη τῆς σχέσεως καί τῆς διαφορᾶς μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 14ο αἰώνα καί μετέπειτα.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔκανε σημαντική καί πρωτότυπη ἔρευνα στίς πηγές κατά τόν 3ο καί 4ο αἰώνα καί ἀπέκτησε καθαρή καί βασική σκέψη πάνω στήν συνάντηση μεταξύ τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως, τῆς ἰουδαϊκῆς παραδόσεως καί χριστιανικῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας. Δέν ἀντέγραφε ἄλλους μελετητές, οὔτε ἔκανε ἐπιπόλαιες σκέψεις πάνω στά θέματα αὐτά οὔτε μετέφερε ἐρευνητικές ἐργασίες ἄλλων, ἀλλά ὅ,τι δίδασκε ἦταν προϊόν δικῆς του σοβαρῆς καί ἐξαντλητικῆς ἔρευνας. Ἔτσι, μπορεῖ νά προστεθῆ ὅτι τά ὅσα δίδασκε ἦταν πρωτότυπες κριτικές ἀπόψεις προερχόμενες ἀπό ἐξαντλητικές ἔρευνες στίς πηγές. Μέ αὐτές τίς σκέψεις στήν συνέχεια θά ἐκτεθοῦν τά συμπεράσματα τῶν προσωπικῶν του ἐρευνῶν στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ.

Στήν συνέχεια θά τονισθοῦν τρία σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη γιά τήν διαφορά μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας.
1. Φιλοσοφία καί θεολογία

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος εἶχαν σπουδάσει τήν φιλοσοφία καί τήν γνώριζαν, ἀλλά δέν ἦταν φιλόσοφοι, οὔτε ἀνέπτυξαν ἕνα ἰδιαίτερο φιλοσοφικό σύστημα. Ἄλλωστε, σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζάντιο) διδασκόταν ἡ φιλοσοφία, ἀλλά ἔκαναν διάκριση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ φιλοσοφία καί ἄλλο εἶναι ἡ θεολογία, ἀφοῦ διακρίνονταν ἀπό τήν διαφορετική μεθοδολογία τους. Οἱ Ρωμηοί δέν εἶχαν πέσει στόν μεγάλο πειρασμό τῆς δυτικῆς σχολαστικῆς θεολογίας, πού ταύτιζαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία. Μάλιστα, ὅταν οἱ αἱρετικοί τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος συνέδεαν τήν φιλοσοφία μέ τήν θεολογία, τότε οἱ Πατέρες ἦταν ἐπικριτικοί καί πρός τούς φιλοσοφοῦντας θεολόγους καί πρός τήν ἴδια τήν φιλοσοφία.

Ἀκόμη καί τόν 14ο αἰώνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γνώριζε τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία, χρησιμοποιοῦσε μερικές φορές τούς ὅρους της, ἀλλά διαφωνοῦσε στίς βασικές φιλοσοφικές ἀρχές. Γράφει κάπου: «Κἄν ἐξετάσῃς ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλείστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς».
2. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀντιμεταφυσικοί

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ἐγνώριζαν τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ἐν τούτοις δέν ἀποδέχονται τήν μεταφυσική τῆς φιλοσοφίας.

Θά ἀναφερθοῦν μερικά παραδείγματα, πού στηρίζουν αὐτήν τήν θέση.

Πρῶτον. Βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀντικείμενο τοῦ στοχασμοῦ. Ὁ φιλόσοφος Πλάτων ἰσχυριζόταν τό «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον», δηλαδή εἶναι δύσκολο νά στοχαστοῦμε τόν Θεό, ἀλλά ἀδύνατον νά τόν ἐκφράσουμε. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἀπέκλειε τόν στοχασμό γιά τόν Θεό, ἀφοῦ αὐτός ὁ ἴδιος δημιούργησε τήν θεωρία τῶν ἰδεῶν, ἀλλά ἔλεγε ὅτι εἶναι δύσκολο αὐτό τό ἔργο γιά τόν καθένα.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν δεύτερο θεολογικό του λόγο, ἀφοῦ μνημονεύει αὐτήν τήν ἀρχή τοῦ Πλάτωνος, στήν συνέχεια ἀντιστρέφει τόν λόγο του. Γράφει ὅτι ὁ Πλάτων μέ τήν φράση «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον» ἤθελε νά πῆ ὅτι μπορεῖ κανείς νά στοχαστῆ ἄν καί εἶναι δύσκολο, ἀλλά εἶναι ἀδύνατο νά τό ἐκφράση. Ὅμως, στήν χριστιανική θεολογία ἰσχύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὁμιλήση κανείς γιά τόν Θεό, ἀλλά εἶναι ἀδυνατότερο νά στοχασθῆ γι' Αὐτόν.

Ὁπότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀντιστρέφει τό ρητό τοῦ Πλάτωνος «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον» καί λέγει ὅτι τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».

Στήν συνέχεια ἐξηγεῖ ὅτι αὐτό πού νοεῖται (ὁ Θεός) ἴσως ὁ λόγος θά μποροῦσε νά τό δηλώση, ἔστω καί μή μετρίως, ἀλλά ἀμυδρῶς, σέ ἐκεῖνο στόν ὁποῖο δέν ἔχουν καταστραφῆ τά αὐτιά του καί δέν εἶναι νωθρός στήν διάνοια. Ἀλλά τό νά περιλάβη κανείς ἕνα τέτοιο πράγμα στήν διάνοια εἶναι παντελῶς ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο ὄχι μόνον στούς ἀποβλακωμένους καί ὑλόφρονες, ἀλλά καί στούς πιό ὑψηλούς στήν σκέψη καί στούς φιλοθέους. Καθώς ἐπίσης εἶναι παντελῶς ἀδύνατο καί ἀκατόρθωτο καί σέ κάθε κτιστή φύση καί σέ ἐκείνους στούς ὁποίους ὁ ζόφος - τό σκοτάδι παρεμποδίζει στό παχύ αὐτό σαρκίο στήν κατανόηση τῆς ἀλήθειας.

Ἑπομένως, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον» ἀνατρέπει τήν φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος πού ἐκφράζεται στήν φράση «Θεόν νοῆσαι μέν χαλεπόν, φράσαι δέ ἀδύνατον», καί ἔτσι καταρρίπτεται ἡ μεταφυσική πού προσπαθεῖ μέ τόν στοχασμό καί τήν φαντασία νά ἐννοήση τόν Θεό.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης θεωρεῖ ὅτι αὐτό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι βασικότατο καί δείχνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική, γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι ὁ θεόπτης ὅταν φθάση στήν θέωση βλέπει καί ἀκούει ἄκτιστα ρήματα, καί στήν συνέχεια καταγράφει ὅσον εἶναι δυνατόν αὐτήν τήν ἄκτιστη ἐμπειρία μέ κτιστά ρήματα ("φράσαι") καί κτιστά νοήματα ("νοῆσαι") τί εἶναι ὁ Θεός.

Ἔτσι, τό χωρίο αὐτό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μέ τό ὁποῖο διορθώνεται ὁ Πλάτων, δείχνει ὅτι ἡ Θεολογία δέν εἶναι μεταφυσική.

Δεύτερον. Ἄλλη βασική ἀρχή τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ὅτι ὅλα τά περί Θεοῦ ἐρευνῶνται μέ τήν λογική, πού εἶναι τό εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη, ἀνῆκε στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, κατά τόν Πλάτωνα.

Κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «οἱ Πατέρες δέν δέχονται τούς κανόνες τῆς λογικῆς, ὅταν ἀσχολοῦνται μέ τά θεολογικά θέματα. Γιατί; Διότι οἱ κανόνες τῆς λογικῆς ἰσχύουν μόνον, ὅσο ἰσχύουν, γιά τά κτίσματα. Γιά τόν Θεό δέν ἰσχύουν οἱ κανόνες τῆς λογικῆς ἤ τῆς φιλοσοφίας.

Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστῆ στόν Θεό. Καί ὅσοι νομίζουν ὅτι διά τῆς καθαρᾶς μαθηματικῆς μποροῦν νά βαδίζουν πρός τόν Θεό, γιά τούς Πατέρες εἶναι ἀφελέστατοι. Γιατί; Διότι ἁπλούστατα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα. Αὐτά πού φαινομενικά ἰσχύουν γιά τά κτιστά, δέν ἰσχύουν γιά τά ἄκτιστα. Διότι δέν ὑπάρχουν κανόνες τῶν κτισμάτων πού ἐφαρμόζονται στό ἄκτιστο. Καί αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση».

Ἔτσι ἡ ψυχή δέν εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη, δέν ἀνῆκε στόν ἀγέννητο κόσμο τῶν ἰδεῶν, ἀλλά εἶναι κτιστή καί κατά χάρη ἀθάνατη. Γι' αὐτό δέν κάνουμε διάκριση μεταξύ φύσει ἀθανάτου ψυχῆς καί φύσει θνητοῦ σώματος. Ἐπίσης δέν κάνουμε διάκριση μεταξύ ποιητικῆς καί παθητικῆς ψυχῆς, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀριστοτέλης.

Τρίτον. Βασική ἀρχή τῆς γνώσεως στόν Ἀριστοτέλη εἶναι ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων, πού σημαίνει ὅτι «δέν μποροῦμε νά ἀποδώσουμε σέ αὐτό τό ἴδιο πράγμα ἀντιθέσεις. Δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως ἄσπρο καί μαῦρο, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως μεγάλο καί μικρό, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως λογικό καί παράλογο, δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως ὑπαρκτό καί ἀνύπαρκτο». Αὐτός ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων «εἶναι τό θεμέλιο τοῦ λογικοῦ συστήματος τοῦ Ἀριστοτέλη».

Κατά τούς Πατέρας, ὅμως, ὁ Θεός εἶναι ὄν καί μή ὄν, εἶναι γνωστός καί ἄγνωστος, καταληπτός καί ἀκατάληπτος, μεθεκτός καί ἀμέθεκτος, ὁρατός καί ἀόρατος, ἔχει οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερούσια. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί οἱ θεούμενοι βλέπουν τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν οὐσία Του, ὁπότε βλέπουν ἀοράτως, μετέχουν ἀμεθέκτως, ἀκοῦνε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ ἀνηκούστως κλπ.

Τέταρτον. Ἄλλη βασική ἀρχή τῆς γνώσεως τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι ὁ νόμος μεταξύ διαφορᾶς καί ὁμοιότητας. Παρατηρώντας τήν διαφορά καί τήν ὁμοιότητα μεταξύ δύο πραγμάτων, γίνεται ἡ περιγραφή καί παράγεται ἡ γνώση. Ὅμως, ὅταν φθάση κανείς στήν θέωση καί δῆ τόν Θεό «κάνει τήν διαφοροποίηση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνη τήν ὁμοιότητα». Δηλαδή, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως «ὑπάρχει διαφοροποίηση», ἀλλά «δέν ὑπάρχει ὁμοιότητα».

Η εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για το Άγιο Πνεύμα

Ποιοι ήσαν οι πρώτοι εκκλησιαστικοί Πατέρες;



Απάντηση:
Οι πρώτοι εκκλησιαστικοί Πατέρες ταξινομούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες: αποστολικοί Πατέρες, οι προ-Νίκαιας Πατέρες και οι μετά-Νίκαια Πατέρες. Οι αποστολικοί Πατέρες ήσαν πιστοί του Χριστού όπως ο Κλήμης Ρώμης που ήταν σύγχρονος των αποστόλων, και πιθανότατα διδάχθηκαν από αυτούς, μεταφέροντας την παράδοση και διδασκαλία των ίδιων των αποστόλων. Ο Λίνος, που αναφέρεται στην Β΄ Τιμόθεον 4:21, έγινε επίσκοπος Ρώμης μετά το μαρτύριο του Πέτρου και ο Κλήμης ανέλαβε απ' αυτόν. Και οι δύο (Λίνος και Κλήμης) συνεπώς θεωρούνται αποστολικοί Πατέρες. Φαίνεται όμως πως δεν έχουν διασωθεί γραπτά του Λίνου ενώ έχουν διασωθεί αρκετά κείμενα του Κλήμη. Οι αποστολικοί Πατέρες στην πλειονότητά τους θα είχαν αποχωρήσει από το γήινο σκηνικό με την έναρξη του δεύτερου αιώνα, εκτός από εκείνους που θα ήσαν μαθητές του Ιωάννη, όπως ο Πολύκαρπος. Η παράδοση λέει πως ο απόστολος Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο γύρω στο 98 μ.Χ.

Τους αποστολικούς Πατέρες ακολούθησαν οι Πατέρες που έζησαν και έδρασαν ως τη Σύνοδο της Νίκαιας (προ-Νίκαιας), το 325 μ.Χ. Τέτοιοι ήσαν ο Ειρηναίος, ο Ιγνάτιος και ο Ιουστίνος ο μάρτυρας.

Κατόπιν έχουμε τους μετά τη Νίκαια (325 μ.Χ.) εκκλησιαστικούς Πατέρες. Αυτοί ήσαν άνδρες ονομαστοί όπως ο Αυγουστίνος, επίσκοπος Ιππώνος, που συχνά αποκαλείται Πατέρας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ένεκα του μεγάλου έργου του στην εκκλησιαστική δογματική· ο Χρυσόστομος, γνωστός για τις εξαιρετικές του ρητορικές ικανότητες και ο Ευσέβιος που έγραψε ιστορία της εκκλησίας από τη γέννηση του Ιησού ως το 324 μ.Χ., έναν χρόνο πριν τη Σύνοδο της Νίκαιας. Συγκαταλέγεται στους μετά τη Νίκαια Πατέρες καθώς έγραψε την ιστορία του αφού έλαβε χώρα η Σύνοδος της Νίκαιας. Άλλοι Πατέρες της ίδιας περιόδου ήταν ο Ιερώνυμος που μετέφρασε την ελληνική Καινή Διαθήκη στη λατινική γλώσσα (Βουλγάτα), και ο Αμβρόσιος, στον οποίο κατά μεγάλο μέρος οφείλεται η μεταστροφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου στον Χριστιανισμό.

Τι λοιπόν πίστευαν οι εκκλησιαστικοί Πατέρες; Οι αποστολικοί Πατέρες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την ακριβή διακήρυξη του ευαγγελίου, όπως ακριβώς έκαναν οι ίδιοι οι απόστολοι. Δεν τους ενδιέφερε η διαμόρφωση θεολογικών δογμάτων καθώς το ευαγγέλιο που είχαν διδαχθεί από τους αποστόλους ήταν γι' αυτούς εντελώς επαρκές. Οι αποστολικοί Πατέρες είχαν τον ίδιο τον ζήλο των αποστόλων στο να εκθέσουν και ξεριζώσουν κάθε ψευδή διδασκαλία που ανέκυπτε στην πρώτη εκκλησία. Η ορθοδοξία του μηνύματος διατηρήθηκε ένεκα της επιθυμίας των αποστολικών Πατέρων να μείνουν πιστοί στο Ευαγγέλιο που διδάχθηκαν από τους αποστόλους.

Οι προ-Νίκαιας Πατέρες επίσης προσπάθησαν να μείνουν πιστοί στο ευαγγέλιο αλλά είχαν μια πρόσθετη ανησυχία. Τώρα κυκλοφορούσαν αρκετά ψευδεπίγραφα κείμενα που ισχυρίζονταν πως κατέχουν την ίδια βαρύτητα με τα καθιερωμένα κείμενα του Παύλου, του Πέτρου και του Λουκά. Ο λόγος ανησυχίας για την ύπαρξη αυτών των ψευδεπίγραφων ήταν προφανής. Αν το Σώμα του Χριστού μπορούσε να πεισθεί να δεχθεί ένα ψευδές κείμενο, τότε η πλάνη θα εισχωρούσε στην εκκλησία. Έτσι, οι προ-Νίκαιας Πατέρες διέθεσαν αρκετό από τον χρόνο τους υπερασπιζόμενοι τη χριστιανική πίστη έναντι της ψευδούς διδασκαλίας, και είναι αυτό που οδήγησε στην αρχική διαμόρφωση της αποδεκτής εκκλησιαστικής δογματικής